Κατά την προεκλογική εμφάνιση του Αντώνη Σαμαρά στον ιστότοπο του Νίκου Χατζηνικολάου, όπου απαντούσε σε ερωτήσεις του κοινού, ένας πολίτης είπε (λίγο πιο μακρόπνοα αλλά συνοψίζω): «Όταν θέλω να προσλάβω κάποιον στην εταιρεία μου, εξετάζω ενδελεχώς το βιογραφικό του κι ύστερα τον περνάω από σαράντα κύματα. Εσένα σε θεωρώ εργαζόμενό μου, διότι εκλέγεσαι βουλευτής από τα 26 και παίρνεις μισθό, τον οποίο πληρώνω εγώ. Υπήρξες δημιουργός ενός κόμματος που πήγε άπατο κι ύστερα παρέλαβες μια παράταξη στο 30% και την πήγες στο 19%. Και τώρα ζητάς προαγωγή, να σε κάνουμε διευθυντή της εταιρείας. Γιατί; Πού είναι οι επιτυχίες στην καριέρα σου και πιστεύεις ότι αξίζεις κάτι τέτοιο;»
Εγώ που εκεί στην εφηβεία, όταν ανακάλυψα ότι αν δεν παίζεις καλούτσικο μπάσκετ, η κουλτούρα είναι η μόνη σου ελπίδα να ζευγαρώσεις, διάβασα, ανάμεσα στο Αγόρι και στον Γκουίντο Κρέπαξ, λίγη εικονογραφημένη ιστορία και, όταν είδα ότι μου βγαίνει, πήρα και κάτι πασαλείμματα –αν και ασφαλώς λιγότερα από του Στέφανου Κασιμάτη– από γραφικούς φιγουρατζήδες σαν τον Ζίζεκ, περίμενα να ακούσω κάτι σαν: «Μια χώρα δεν είναι εταιρεία», «Η πολιτική είναι ρήξη κι όχι απαραιτήτως επιτυχία», άντε ένα μπεκετικό «Απότυχε καλύτερα» ή, έστω, μια αξιοπρεπή κοινοτοπία όπως «Εγώ πάντα πάλευα για τις ιδέες μου, ακόμη κι όταν δεν ήταν δημοφιλείς»…
Αντ’ αυτών, υπέστην την απάντηση του Αντώνη Σαμαρά: «Επειδή μιλάτε τη γλώσσα της πιάτσας, με ένα φίλο στην Αμερική για δυο χρόνια, ανοίξαμε μια πιτσαρία. Έσκισε!..»
Σε αυτόν εναπόθεσε τη σωτηρία της η πλειοψηφία των συμπολιτών μου. Έχοντας πλέον παραιτηθεί μάλλον ανεπιστρεπτί από το ενδεχόμενο να παίξω καλούτσικο μπάσκετ, μου έρχεται στο νου ο all-time-favourite (όπως λέγαμε και στον Πύργο Διρού) φιγουρατζής: «Θεέ μου, γιατί γεννήθηκα ανάμεσα σε τέτοιους συγχρόνους;»
H πιτσαρία
Ημερομηνία: