Του Γιάννη Αγγελάκη
Ο θάνατος του Δημήτρη τον περασμένο Σεπτέμβρη αν και βύθισε σε βαρύ πένθος τους ανθρώπους που τον γνώρισαν, δεν εξέπληξε πολλούς. Τα τελευταία χρόνια ζούσε με τον καρκίνο. Όταν πέθανε ήταν μόλις 33 ετών.
Ο θάνατος του Δημήτρη μπορεί να μην εξέπληξε, όμως η αρχική είδηση ότι έχει καρκίνο σόκαρε όλους όσους τον γνώριζαν. Βλέπετε, δεν ήταν μόνο το νεαρό της ηλικίας του αλλά και η ίδια η προσωπικότητά του που απλά δε φαινόταν να συμβαδίζει με μια τέτοια βαριά αρρώστια. Υπερκινητικός, σα διαρκώς γεμάτος με όρεξη για ζωή (έτσι ήταν μέχρι τις τελευταίες στιγμές), χαμογελαστός, πειραχτήρι, ήταν ένας άνθρωπος που γελούσε δυνατά και δεν έκρυβε τα συναισθήματά του, αγαπούσε τους φίλους του και ήθελε να μοιράζεται μαζί τους εμπειρίες.
Αγαπούσε τις καλές φιλοσοφημένες συζητήσεις, τις γυναίκες και την πεζοπορία.
Ο Δημήτρης Μαρμάνης σπούδασε στην Κρήτη και αγάπησε τα Χανιά. Κάποια στιγμή έφυγε για να συνεχίσει την καριέρα του ως επιστήμονας σε άλλους τόπους. Τα τελευταία χρόνια βρισκόταν στη Γερμανία όπου με ειδίκευση στο Machine Learning εργαζόταν στο Γερμανικό Κέντρο Αεροδιαστήματος.
Όμως, όσα χρόνια και να πέρασαν ποτέ δεν ξέχασε τις όμορφες στιγμές και τις δυνατές φιλίες που έκανε στον τόπο μας.
Τα καλοκαίρια, κάθε χρόνο, ερχόταν στο νησί, επισκεπτόταν τη Σούγια, για να βρεθεί εκεί με τους φίλους του και να κάνει κάποιες από αυτές τις αγαπημένες πεζοπορίες του που ήθελε να κάνει μαζί τους.
Στις 12 του Μάη όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν ξανά στη Σούγια, όπως είχαν κανονίσει, για να κάνουν μια ακόμα πεζοπορία.
Ήρθαν από το Βέλγιο, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, τη Βουλγαρία, την Ιταλία αλλά και από την Ελλάδα. Εκεί ήταν και ο αδελφός του ο Σπύρος.
Αλλά αυτή τη φορά, ο Δημήτρης δεν ήταν εκεί.
Ξεκίνησαν αυτή τη διαδρομή που τόσες άλλες φορές είχαν κάνει μαζί με τον Δημήτρη, αυτά τα καλοκαίρια της ξεγνοιασιάς που γέμιζαν από τα γέλια της καλής παρέας. Και έτσι χαρούμενοι, όλοι μαζί – γιατί έτσι θα ήθελε και ο Δημήτρης – πεζοπόρησαν μέχρι τη Λισσό. Σκοπός τους, να εκπληρώσουν την τελευταία επιθυμία του Δημήτρη, να αφεθούν οι στάχτες του στον αέρα της κρητικής γης, στη θάλασσα της νότιας Κρήτης.
Οι συνοδοιπόροι έφτασαν στο σημείο και ακολούθησαν κάποιες στιγμές σιωπής. Ένας φίλος του επέλεξε να βάλει ένα κρητικό κομμάτι του Πετράκη που άρεσε πολύ στον Δημήτρη και δίχως να ειπωθεί κάποια κουβέντα, μέσα σε κλίμα συγκίνησης, οι στάχτες του αφέθηκαν να παρασυρθούν από τον αέρα. Τότε, οι φίλοι όλοι έσμιξαν σε κύκλο και αγκαλιάστηκαν. Και υπό τους ήχους της κρητικής μουσικής αποχαιρέτησαν τον φίλο τους, όπως αυτός ήθελε να αποχαιρετήσει τον κόσμο. Μαζί με τους φίλους του, κάνοντας αυτό που θα αγαπούσε, βλέποντας το γαλάζιο της θάλασσας της νότιας Κρήτης.
Θα ακολουθήσει άλλο ένα ταξίδι, όπου οι φίλοι θα ξαναβρεθούν για να πεζοπορήσουν ως την ψηλότερη κορφή, στις Πάχνες στα Λευκά Όρη, για να εκπληρώσουν το δεύτερο μέρος της επιθυμίας του Δημήτρη, και να αφήσουν και εκεί μέρος από τις στάχτες του.
Ο Δημήτρης, ήταν ένας καλός επιστήμονας, ένας καλός φίλος, ένας καλός συνταξιδιώτης.
Αποφάσισε αυτό το τελευταίο του ταξίδι να το κάνει με τους δικούς του όρους.
Στον τόπο που αγάπησε, ταξιδεύοντας, μαζί με τους καλούς του φίλους.
Αντίο Δημήτρη.