Αυτό που χαιρετίστηκε ως η μεγαλύτερη επιτυχία της COP26, της περσινής Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Climate Change Conference), ήταν η συγκρότηση της GFANZ, δηλαδή της Χρηματοοικονομικής Συμμαχίας της Γλασκώβης για Μηδενικές Εκπομπές (Glasgow Financial Alliance for Net Zero). Η συγκρότηση της GFANZ σήμανε τη δέσμευση άνω των 450 τραπεζών, ασφαλιστικών και διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων στον στόχο της επίτευξης μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050. Οι επιχειρήσεις που συνυπέγραψαν τη σύσταση της GFANZ διαχειρίζονται κεφάλαια ύψους περίπου 130 τρισ. δολαρίων.
Ωστόσο, η Συμμαχία δέχτηκε επικρίσεις ήδη από τη στιγμή της συγκρότησής της, για το ότι εκδηλώνει απλώς μια πρόθεση, χωρίς επαρκώς προσδιορισμένες δεσμεύσεις, που να συνοδεύονται από ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων έθεσαν στόχους, όπως το ότι ένα 26% των κεφαλαίων που διαχειρίζονται θα έχει μέχρι το 2030 επενδυθεί σε εταιρείες που θέτουν ως στόχο το μηδενισμό των εκπομπών τους. Ωστόσο, αυτός ο στόχος δεν βρίσκεται και πολύ μακριά από αυτό που ισχύει ήδη, καθώς πολλές από τις εταιρείες, στις οποίες έχουν επενδύσει οι διαχειριστές κεφαλαίων που συνυπέγραψαν τη GFANZ, έχουν ήδη διακηρύξει ότι θέλουν τα μηδενίσουν τις εκπομπές τους. Εδώ ακριβώς, έρχεται και μια ακόμα επίκριση που αφορά το ότι οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων θα κρίνουν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο εξωτερικό έλεγχο το κατά πόσο οι εταιρείες στις οποίες επενδύουν επιδιώκουν στα αλήθεια να μηδενίσουν τις εκπομπές τους.
Υπάρχουν ωστόσο και επιχειρήσεις για τις οποίες δεν είναι τόσο εύκολο το να υποσχεθούν πως θέλουν να μηδενίσουν τις εκπομπές τους και αυτές είναι όσες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Η καμπάνια «Race to Zero» ζητά να τεθεί ως όρος στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν συνυπογράψει τη GFANZ, το να απέχουν από οποιαδήποτε νέα επένδυση που σχετίζεται με την καύση γαιάνθρακα ή την καύση πετρελαίου ή φυσικού αερίου χωρίς τη χρήση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CSS). Ζητά, επιπλέον, να μειώσουν τα κεφάλαια που είναι ήδη επενδυμένα σε επιχειρήσεις που δεν χρησιμοποιούν CSS. Το αίτημα της καμπάνιας αγκαλιάστηκε από τους προέδρους της GFANZ, Μαρκ Κάρνεϊ και Μάικλ Μπλούμπεργκ, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εντάσεων στη συμμαχία.
Το τελευταίο διάστημα και ενόψει της φετινής Διάσκεψης για τη Κλιματική Αλλαγή (COP27), η GFANZ δείχνει σημάδια αποσυγκρότησης, καθώς ορισμένοι συμβεβλημένοι στη συμμαχία όμιλοι αποχώρησαν και άλλοι (όπως η JPMorgan Chase, η Morgan Stanley και η Bank of America) απειλούν να ακολουθήσουν. Οι τράπεζες καταγγέλλουν ως «ανήθικο και ανεύθυνο» το να εκτεθούν αυτές και οι μέτοχοί τους στον κίνδυνο μηνύσεων που σχετίζονται με τη μη συμμόρφωσή τους στις απαιτήσεις που θέτει η «Race to Zero».
Αυτό προκαλεί ανησυχίες σχετικά με το μέλλον της συμμαχίας, αφού αναλυτές υπογραμμίζουν πως το να κάνουν κάποιοι την αρχή, παίρνοντας πρώτοι τον «μουτζούρη», δίνει και σε άλλους την αφορμή να εγκαταλείψουν και να ελευθερωθούν από τις έστω και διακηρυκτικές δεσμεύσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή τους.
Από την άλλη, όμιλοι που θεωρούν εαυτόν ειλικρινή ως προς τις πράσινες δεσμεύσεις τους, εκφράζονται μέσα από αναλυτές που εύχονται «καλά ξεκουμπίδια» σε όσους θεωρούν καταχραστές της ταμπέλας της GFANZ. Οι πρώτοι κατηγορούν τρόπον τινά τους δεύτερους πως «είδαν φως και μπήκαν», προκειμένου να επωφεληθούν και εκείνοι των πλεονεκτημάτων του greenwashing.
Ο ένας από τους προεδρεύοντες της GFANZ, Μαρκ Κάρνεϊ κατά τη διάρκεια της COP26 αναφέρθηκε πανηγυρικά στο ότι στη διάσκεψη τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα συμμετείχαν δια των CEOs τους. Ωστόσο, αυτό φαίνεται πως δε θα ισχύσει για την COP27, που θα ξεκινήσει στις 6 Νοεμβρίου.
Το πρακτορείο Bloomberg, που ανήκει στον συμπρόεδρο της GFANZ, αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις απαντήσεις που έχει μέχρι στιγμής λάβει γύρω από τις συμμετοχές στη διάσκεψη, στην COP27 δεν θα παρευρεθούν δια των διευθυνόντων συμβούλων τους σημαντικά μέλη της συμμαχίας.
Πλέον τρανταχτό παράδειγμα αυτό της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, με χαρτοφυλάκιο 10 τρισ. δολαρίων, της οποίας το μεγάλο αφεντικό, Λάρι Φινκ, αντί της COP27, θα παρευρεθεί σε μία συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Παρομοίως θα πράξει και ο CEO της Citigroup, μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, όπως και ο CEO της τράπεζας Standard Chatered.
Οι τρεις εταιρείες, όπως και πολλές ακόμα από τις συμμετέχουσες στη GFANZ θα δώσουν το «παρών» στην COP27 δια λιγότερο πρωτοκλασάτων στελεχών τους. Πιθανότατα δεν πρόκειται για απλή σύμπτωση και οι εταιρείες υιοθετούν μια τακτική «στρίβειν δια του αρραβώνος», επιλέγοντας να πάνε στον αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή με τους αναπληρωματικούς. Η BlackRock άλλωστε, έσπευσε πρόσφατα να δηλώσει πως «δεν μποϊκοτάρει την ενεργειακή βιομηχανία» και να υπογραμμίσει το γεγονός ότι έχει επενδύσει πολλά δισ. σε εταιρείες ενέργειας.
Επομένως, από ό,τι φαίνεται, η φετινή διάσκεψη θα ρίξει τους τόνους σε σχέση με το τι τάζει. Η ενεργειακή κρίση έχει εντείνει αντιθέσεις που ούτως ή άλλως υπήρχαν ανάμεσα στις πράσινες ευαισθησίες που εκφράζουν οι μεγάλοι όμιλοι και στο τι πραγματικά κάνουν.
Αυτό που φαντάζει πολύ πιθανότερο είναι η επαγρύπνηση για την κλιματική αλλαγή να υιοθετηθεί ως ένα μέσο εξωραϊσμού όσων πρόκειται να περάσουν οι ευρωπαϊκοί (κυρίως) λαοί τον φετινό (και μάλλον όχι μόνο) χειμώνα.