Στα δύο χρόνια από την εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, η οικονομία της Ρωσίας έχει επανειλημμένα αψηφήσει τους καταστροφολόγους. Μια οικονομική κατάρρευση, που προβλέφθηκε ευρέως την άνοιξη του 2022, δεν ήρθε ποτέ, γράφει σε άρθρο του ο Economist.
Η οικονομία έπεσε σε ύφεση, αλλά ήταν λιγότερο σοβαρή από ό,τι αναμενόταν και δεν διήρκεσε πολύ. Ο τελευταίος φόβος ήταν ο πληθωρισμός. Πέρυσι οι τιμές εκτινάχθηκαν ραγδαία και οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Ακόμη και ο Πούτιν ανησυχούσε. Τον Φεβρουάριο προέτρεψε τους αξιωματούχους να δώσουν «ιδιαίτερη προσοχή» στην αύξηση των τιμών.
Για άλλη μια φορά, ωστόσο, η ρωσική οικονομία φαίνεται να διαψεύδει τους απαισιόδοξους, αναφέρει ο Economist.
Οικονομικά στοιχεία
Τα στοιχεία που δημσιεύθηκαν στις 13 Μαρτίου έδειξαν ότι οι τιμές αυξήθηκαν κατά 0,6% σε μηνιαία βάση τον Φεβρουάριο, από 1,1% στο τέλος του περασμένου έτους.
Σε ετήσια βάση φαίνεται ότι ο πληθωρισμός δεν έχει περαιτέρω άνοδο, έχοντας «χτυπήσει» το 7,5% τον περασμένο Νοέμβριο. Αναλυτές προβλέπουν ότι θα υποχωρήσει στο 4,5%.
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Ρωσία, οι οποίες ξεκινούν στις 15 Μαρτίου, είναι δεδομένο.
Ο ρωσικός πληθωρισμός εκτοξεύθηκε πέρυσι λόγω μιας δημοσιονομικής σπατάλης μεγαλύτερης από εκείνη που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19. Καθώς ο Πούτιν διπλασίασε την εισβολή του στην Ουκρανία, αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες από τον εξοπλισμό μεταφοράς και τα όπλα μέχρι τους μισθούς των στρατιωτών. Οι συνολικές κυβερνητικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 8% σε πραγματικούς όρους.
Η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες εκτοξεύτηκε πέρα από την ικανότητα της οικονομίας να τα παρέχει, οδηγώντας τους πωλητές να αυξήσουν τις τιμές. Η εύρεση εργατών έγινε ιδιαίτερα δύσκολη, όχι μόνο επειδή εκατοντάδες χιλιάδες επιστρατεύτηκαν και δεκάδες χιλιάδες εγκατέλειψαν τη χώρα.
Μέχρι τον Οκτώβριο του περασμένου έτους οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 18%, από 11% στις αρχές του έτους. Αυτό προκάλεσε πληθωρισμό τιμών σε υπηρεσίες έντασης εργασίας, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η φιλοξενία.
Ο ρόλος των επιτοκίων και η ομαλή προσγείωση
Ποιος όμως θα λάβει τα εύσημα για την ανάκαμψη; Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας πιστεύουν ότι οι συνάδελφοί τους στο υπουργείο Οικονομικών είναι «οικονομικοί ξερόλες» που παίζουν με τις αγορές με δική τους ευθύνη, αναφέρει το άρθρο.
Πιστεύουν ότι η δική τους πολιτική, αυτη δηλαδή του υπερδιπλασιασμού των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2023, θα πρέπει να λάβει τα εύσημα για την επιβράδυνση του πληθωρισμού, και μάλλον έχουν δίκιο, καθώς τα υψηλά επιτόκια έχουν ενθαρρύνει τους Ρώσους να τοποθετούν χρήματα σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου αντί να τα ξοδεύουν.
Η αυστηρότερη νομισματική πολιτική περιόρισε επίσης τον δανεισμό. Τον Δεκέμβριο ο δανεισμός λιανικής αυξήθηκε κατά 0,6% σε μηνιαία βάση, από 2% για το μεγαλύτερο μέρος του 2023.
Αυτό πάντως που συνέβη στη Ρωσία είναι αυτό που ονομάζεται «oμαλή προσγείωση» (σ.σ. soft landing) στην οποία ο πληθωρισμός επιβραδύνεται χωρίς να συνθλίβει την οικονομία.
Οι επιδόσεις της οικονομίας είναι πλέον σύμφωνες με την τάση πριν την εισβολή. Το ΑΕΠ αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους κατά περισσότερο από 3% πέρυσι. Η ανεργία παραμένει σε ιστορικό χαμηλό. Και υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία εταιρικής δυσφορίας.
Πράγματι, ο ρυθμός κλεισίματος επιχειρήσεων έφτασε πρόσφατα σε χαμηλό οκτώ ετών. Το Χρηματιστήριο της Μόσχας ελπίζει να δει περισσότερες από 20 αρχικές δημόσιες προσφορές φέτος, από εννέα πέρυσι.
Τελικά οι προβλέψεις για αύξηση τoυ ΑΕΠ κατά 1,7% το 2024 μάλλον θα αποδειχθούν «πεσιμιστικές» σημειώνει ο Economist.
Η οικονομική ανθεκτικότητα της Ρωσίας είναι εν μέρει η συνέπεια προηγούμενων πολιτικών. Τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες και τα νοικοκυριά έχουν δημιουργήσει μεγάλα ταμειακά υπόλοιπα, που τους επιτρέπουν να συνεχίσουν να ξοδεύουν ακόμη και ενόψει του υψηλού πληθωρισμού και να αποφύγουν τη χρεοκοπία ενόψει του υψηλού κόστους δανεισμού, αναφέρει επίσης ο Economist.
O ρόλος της Κίνας
Στην αρχή του πολέμου, οι κυρώσεις δυσκόλεψαν τις ρωσικές εταιρείες, καθυστερώντας την παραγωγή λόγω έλλειψης εισροών. Τώρα, όμως, οι εταιρείες έχουν δημιουργήσει ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού με «φιλικές» χώρες. Πάνω από τις μισές εισαγωγές αγαθών προέρχονται από την Κίνα, διπλάσιο από το μερίδιο που είχαν πριν από την εισβολή.
Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, ανησυχεί ακομα για τον πληθωρθισμό, ενώ συνεχίζει να ελλοχεύει ο κίνδυνος υποτίμησης του ρουβλίου. Παρόλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία του «παρία (Ρωσία) είναι και πάλι σε τροχιά», σημειώνει ο Economist.