Δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδα Financial Times υποστηρίζει ότι μία από τις αλλαγές που συμπεριλήφθηκαν στο νομοσχέδιο για τον Ποινικό Κώδικα που μόλις ψηφίστηκε στη Βουλή, αποτελεί υποχώρηση ως προς τα αναγκαία βήματα καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Η αλλαγή στην οποία αναφέρεται η εφημερίδα είναι αυτή που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του νομοσχεδίου με τίτλο «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις» που ψηφίστηκε την Τετάρτη 13/11 στη Βουλή.
Η συγκεκριμένη τροπολογία το άρθρο 42 του Ν. 4557/2018 (Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE) και άλλες διατάξεις), που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία σχετική οδηγίας της ΕΕ με αντικείμενο την «πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν».
Οι ανακριτικές αρχές
Το συγκεκριμένο άρθρο αφορούσε ζητήματα δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων για πρόσωπα που κατηγορούνται για τα αδικήματα που εμπίπτουν στο αντικείμενο αυτής της οδηγίας. Ειδικότερα αναφέρεται και στις ανακριτικές αρχές αλλά και στο δυνατότητα του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες να διατάσσουν απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου για πρόσωπα για τα οποία γίνεται έρευνα από την Αρχή. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπήρχε κάποιος χρονικός περιορισμός ως προς το συγκεκριμένο «πάγωμα» λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων.
Η αλλαγή που γίνεται με το συγκεκριμένο άρθρο του άρτι ψηφισθέντος νομοσχεδίου είναι ότι τίθεται ως μέγιστο όριο αυτό των 18 μηνών: Πλέον στον άρθρο 42 του Ν. 4557/2018 προστίθεται στο τέλος της παρ. 5 το ακόλουθο: «Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρο 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου».
Το άρθρο τώρα 34 του ΚΠΔ, που αφορά τις εξουσίες του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος αναφέρει ότι οι εισαγγελείς «έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξη τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμοδίου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης».
Η κριτική της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες
Η συγκεκριμένη αλλαγή είχε δεχτεί την κριτική της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που στη διάρκεια της διαβούλευσης του συγκεκριμένου νόμου είχε υποστηρίξει ότι «Εάν εφαρμοστεί ο προτεινόμενος χρόνος ισχύος των διατάξεων της Αρχής, θα αποδοθούν τα προ ετών δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων για βαρύτατα εγκλήματα, που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και έτσι θα ευνοηθούν οι δράστες με την μεγαλύτερη παραβατικότητα. Εάν συμβεί αυτό, θα ματαιωθεί στο σύνολό του ο βασικός σκοπός του ποινικού δικαίου, που στην περίπτωση του “μαύρου χρήματος” είναι η γενική πρόληψη του βαρέως οικονομικού εγκλήματος».
Σύμφωνα με την Kerin Hope που υπογράφει το σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, τόσο η Financial Action Task Force – FATF, η διεθνής αρχή για τους κανόνες αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, όσο και η GRECO, η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς, που υπάγεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης επιμένουν ότι τα μετρητά και τα περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύονται στη διάρκεια μιας έρευνας για εγκληματικές δραστηριότητες πρέπει να παραμείνουν «παγωμένα», μέχρις ότου περαιωθεί η ποινική έρευνα και η εκδίκαση της υπόθεσης.
Το υπουργείο δικαιοσύνης δεν περιορίστηκε μόνο στην αλλαγή που περιλαμβάνεται στο Σχέδιο Νόμου αλλά σε τροπολογία που κατέθεσε στις 12/11 πρόσθεσε μεταβατική διάταξη που δίνει προθεσμία τριών μηνών ώστε όσες διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες είχαν εκδοθεί να εξεταστούν από ανακριτές ή δικαστικά συμβούλια που θα αποφανθούν ή όχι για την επικύρωση ή όχι της σχετικής διάταξης για «πάγωμα» λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, τότε η «διάταξη παύει αυτοδικαίως να ισχύει».
Πάντως ο ΟΟΣΑ, σε αξιολόγηση που έκανε του κανονιστικού πλαισίου για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Τεχνικής Υποστήριξε για την καταπολέμηση της διαφθοράς, είχε υποστηρίξει να υπάρχει όριο 18 μηνών, προτείνοντας μάλιστα την ακόλουθη διατύπωση: «Η δέσμευση παύει αυτοδικαίως με την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, εκτός αν η εκδούσα αρχή αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο απόφαση για την παράταση της δέσμευσης. Η παράταση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 6»
Κίνδυνος αποδέσμευσης μεγάλων περιουσιακών στοιχείων
Το ρεπορτάζ των Financial Times υποστηρίζει ότι αυτό αφορά περίπου 900 υποθέσεις και παραθέτει δήλωση στελέχους της Αρχής που υποστηρίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσμευτεί τα τελευταία 3 χρόνια, και που τώρα υπάρχει ενδεχόμενο να επιστραφούν φτάνουν τα 1,02 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο στέλεχος υποστηρίζει «ότι είναι απίθανο τα συμβούλια να μπορέσουν να ορίσουν τόσο πολλά περιουσιακά στοιχεία ως προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας, δεδομένων των χρονικών περιουσιών.
Επιπλέον το ρεπορτάζ παραθέτει δήλωση αξιωματούχου της FATF που υποστηρίζει ότι «Εάν μια χώρα περάσει έναν νόμο που θα απαιτούσε περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με ξέπλυμα χρήματος ή τρομοκρατία να αποδεσμεύονται αυτόματα αφού μείνουν παγωμένα για ορισμένο χρόνο, αλλά πριν μια τελική δικαστική απόφαση, τότε η FATF θα ανησυχούσε σοβαρά (FATF would be most concerned)»
Η κριτική της αντιπολίτευσης
Το θέμα ανέδειξαν στις παρεμβάσεις τους στη Βουλή οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωσή του υποστηρίζει ότι ο «ο κατά τα άλλα υπέρμαχος της νομιμότητας κ. Μητσοτάκης, επιστρέφει με νόμο πάνω από 1 δισ. δεσμευμένα χρήματα και την ίδια ώρα δεν τολμά να πάρει θέση για την ασυλία στους τραπεζίτες και για τα θαλασσοδάνεια σε ΜΜΕ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ».
Μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας το είχε συμπεριλάβει στην επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή προς τον Πρωθυπουργό στις 12/11 όπου εκτός όλων των άλλων θέτει το ερώτημα: «Τι ωθεί την κυβέρνηση να θέσει ενιαίο χρονικό όριο στη διάρκεια της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούν «ξέπλυμα χρήματος», ανεξάρτητα από τις ανάγκες που γεννώνται σε κάθε υπόθεση και χωρίς να προβλέπεται μεταβατική περίοδος εφαρμογής, ώστε η αλλαγή να μην αιφνιδιάσει την Αρχή;».
Η απάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης
Το υπουργείο Δικαιοσύνης στην αιτιολογική έκθεση υποστηρίζει ότι το να διατηρηθεί αόριστος χρόνος για τις διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που εκδίδει ο Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες δημιουργούσε δικονομικά προβλήματα και διαμόρφωνε διαφορετικό καθεστώς στη χώρα μας σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, που έχουν ανάλογα χρονικά όρια ως προς τέτοιες δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων αλλά και με το συνολικό ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο.
Επιπλέον, η εισηγητική έκθεση αναφέρεται και σε ζητήματα συνταγματικότητας. Κύκλοι του υπουργείου υποστηρίζουν ότι στο βαθμό που μιλάμε για σοβαρότατη επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου, πρέπει να τηρούνται αναγκαίες αρχές δικαίου όπως είναι η αναλογικότητα. Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι εφόσον αυτό το χρονικό όριο υπάρχει και για τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και για την Ειδική Γραμματεία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (12 μήνες + 6 μήνες), δεν μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό για τον πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Η εισηγητική έκθεση υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαφορετικό χρονικό όριο για την Αρχή και για τους Οικονομικούς Εισαγγελείς και μάλιστα με δυνατότητα της Αρχής να εκδίδει τη σχετική διάταξη σε πολύ πρώιμο στάδιο: «η διατήρηση της αόριστης δέσμευσης για τις διατάξεις που εκδίδει ο Πρόεδρος της Αρχής, ενόψει του χρονικού περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 34 ΚΠΔ για τις δεσμεύσεις των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, εμφανίζεται ως προδήλως προβληματική και για αμιγώς δικονομικούς λόγους, δεδομένου ότι η μεν διάταξη του Προέδρου της Αρχής εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 5 Ν. 4557/2018 με μόνη την προϋπόθεση ότι διεξάγεται έρευνα, δηλαδή σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης και χωρίς γνώση οποιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, ενώ η δέσμευση εκ μέρους των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος εκδίδεται κατά κανόνα ύστερα από σχετική έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας με τη μορφή αιτιολογημένης εισαγγελικής Διάταξης».
Τέλος η εισηγητική έκθεση υποστηρίζει ότι η διατήρηση ανώτατου ορίου 18 μηνών συμβαδίζει με «συνταγματικά ορισμένο ανώτατο όριο διάρκειας της προσωρινής κράτησης, διαμορφώνοντας ένα κοινό δικονομικό χρονικό πλαίσιο ανεκτής από άποψη τεκμηρίου αθωότητας επιβάρυνσης, η τυχόν διαστολή του οποίου θα το καθιστούσε εκ προοιμίου ουσιαστικά άδικο ως προδήλως δυσανάλογο».
Από τη μεριά του ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κ. Τσιάρας, μιλώντας στη Βουλή υποστήριξε ότι η ρύθμιση αυτή εναρμονίζει τα σχετικά με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες με όσα ισχύουν για τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος.
Παράλληλα, ο κ. Τσιάρας επέμεινε ότι η τροπολογία που προβλέπει την εξέταση από ανακριτές και δικαστικά συμβούλια των σχετικών διατάξεων της Αρχής απαντάει στα ερωτήματα που είχαν τεθεί για τη μεταβατική περίοδο και τυχόν αιτήματα παράτασης.
Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του υπουργού Δικαιοδύνης, στη Βουλή όπου απαντώντας στους εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποστήριξε ότι:
«Τέλος, για άλλη μια φορά υπήρξατε αδιάβαστοι και παρασύρατε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Σας είχα ενημερώσει από τη Δευτέρα ότι θα υπάρξει μεταβατική διάταξη για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, που αφορούσε στους εννέα συν εννέα μήνες και μου κάνει εντύπωση, γιατί είτε δεν το καταλάβατε είτε το κρατήσατε για το τέλος.
Γιατί έχουμε το εννέα συν εννέα, κύριε Τζανακόπουλε; Το έχετε αντιληφθεί; Πρώτον, γιατί κάποια στιγμή πρέπει να γίνουμε ευρωπαϊκή χώρα. Δεν γίνεται διαφορετικές αρχές να έχουν διαφορετικούς χρόνους δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων. Ξέρετε ότι η Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εννέα συν εννέα μήνες; Μήπως ξέρετε ότι δεν έχει καμία εκκρεμή υπόθεση; Γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και πού τελικά προασπίζεται το δικαίωμα του Έλληνα πολίτη, όταν έχει δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία από το 2012, το 2013, το 2014, από το 2015;
Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι και πρέπει να εναρμονιστούμε με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά και από την άλλη, πρέπει να εναρμονιστούν βασικοί χρόνοι, που εσείς, κύριε Λάππα, το γνωρίζετε καλύτερα. Ο χρόνος της προσωποκράτησης, πριν αποδοθεί κατηγορία, είναι δεκαοκτώ μήνες. Άρα, λοιπόν, έπρεπε να εναρμονίσουμε και τους χρόνους και να είμαστε απολύτως συνεπείς σε μια βασική υποχρέωση της πολιτείας απέναντι σε οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη»
Πέτσας: Περιμένουμε από τους FT να ανασκευάσουν
Απάντηση στο δημοσίευμα των Financial Times για διάταξη της κυβέρνησης σχετικά με τα οικονομικά αδικήματα στο πλαίσιο της τροποποίησης του ποινικού κώδικα, έδωσε μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας.
Εξήγησε ότι οι Financial Times δεν έλαβαν καθόλου υπόψιν την μεταβατική διάταξη για τις παρελθούσες υποθέσεις που δίνει χρονικό περιθώριο τριών μηνών στον ανακριτή ή στο δικαστικό συμβούλιο, να αποφασίσει αν θα συνεχίσει η δέσμευση
«Έχουμε στείλει απαντητική επιστολή (στους Financial Times) για τις παρελθούσες υποθέσεις. Περιμένουμε σήμερα τη δημοσίευση της επιστολής», τόνισε ο κ. Πέτσας.
Για την ίδια την διάταξη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι εναρμονίζει το ποινικό με το οικονομικό δίκαιο με βάση τη σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ειδικότερα εξήγησε ότι κάποιος κατηγορούμενος για κάποιο ποινικό αδίκημα μπορεί να προφυλακιστεί έως και 18 μήνες χωρίς να του έχει ασκηθεί δίωξη. Αντίθετα, για οικονομικά αδικήματα, το πάγωμα λογαριασμών συνεχιζόταν για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.