Η ανακοίνωση του ΠΟΥ ότι περισσότερα από τα μισά κρούσματα του κορονοϊού εκτός Κίνας βρίσκονταν στο κρουαζιερόπλοιο Diamond Princess προκαλεί θύελλα αντιδράσεων εναντίον της Ιαπωνίας. Κυρίως όμως μας θυμίζει ότι η επιβολή καραντίνας είναι συνήθως μια απόφαση αμιγώς πολιτική.
Η ιστορία του κρουαζιερόπλοιου Diamond Princess, που παρέμενε σε καραντίνα στο λιμάνι της Γιοκοχάμα για την αποφυγή μετάδοσης του κοροναϊού, θα μπορούσε να αποτελέσει το σενάριο ταινίας τρόμου. Πρώτα όμως επείγει να κυκλοφορήσουν πολιτικές, γεωπολιτικές και οικονομικές αναλύσεις για τους τρόπους με τους οποίους ένα κράτος ΔΕΝ πρέπει να αντιμετωπίζει ενδεχόμενα περιστατικά πανδημίας.
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, τα 634 από τα 727 κρούσματα που έχουν καταγραφεί στην Ιαπωνία, δηλαδή περισσότερα από τα μισά σε όλο τον πλανήτη (εξαιρουμένης της Κίνας) σχετίζονται με το Diamond Press. Οι φωνές που προειδοποιούσαν ότι η καραντίνα θα μετέτρεπε το πλοίο σε μια πηγή γιγάντωσης των κρουσμάτων μετατρέπονται σε κραυγές οργής.
Η απόφαση της Ιαπωνίας φαντάζει σαν καθρέφτης των πιο σκοτεινών σημείων της ψυχής της χώρας: μια κοινωνία με έντονα στοιχεία απομονωτισμού και συχνά ρατσιστικές επιφυλάξεις προς οτιδήποτε ξένο καταπάτησε τα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα των επιβατών του πλοίου στο όνομα της προστασίας του κοινωνικού συνόλου (ή μήπως της διεθνούς εικόνας της εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων;), αλλά τελικά κατάφερε να δημιουργήσει μια χειρότερη υγειονομική βόμβα. Σκιές πολιτικών και γεωπολιτικών αποφάσεων, όμως, ήταν εμφανείς ακόμη και στη διαδικασία εκκένωσης του πλοίου – με τις μεγάλες δυνάμεις να απαιτούν και να πετυχαίνουν πρώτες την απομάκρυνση των πολιτών τους.
Ομολογουμένως η επιβολή καραντίνας είναι συχνά μια επιτακτική ανάγκη καθώς μια ομάδα ατόμων πρέπει να περιοριστεί για να σωθούν χιλιάδες ή εκατομμύρια άλλοι. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή όμως μας θυμίζει ότι η καραντίνα ήταν συχνά ένα πολιτικό εργαλείο και καθρέφτης κοινωνικών αλλά και γεωπολιτικών ισορροπιών.
Ορισμένοι από τους πρώτους κανόνες για την επιβολή καραντίνας αναφέρονται στο τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης (Λευιτικό) οπότε, θεωρητικά τουλάχιστον, έχουν θεσπιστεί από τον ίδιο τον Μωυσή. Διαβάζουμε λόγου χάρη ότι αν υπάρχει μια «λευκή κηλίδα στο δέρμα (του ασθενή), τότε ο ιερέας θα επιβάλει εφτά ημέρες καραντίνα για την πληγή», την οποία θα ανανεώσει για τουλάχιστον ακόμη δύο φορές αν δεν υπάρξει βελτίωση.
Η λέξη καραντίνα βέβαια θα κάνει την εμφάνισή της το 1448 μ.Χ. όταν η Γερουσία στη Δημοκρατία της Βενετίας θα ορίσει ότι σε περιπτώσεις πανδημίας, όπως η μαύρη πανώλη, τα πλοία που προσεγγίζουν το λιμάνι δεν θα μπορούν να αποβιβάσουν ανθρώπους ή εμπορεύματα για 40 ημέρες (quaranta giorni). Καθώς είχε παρατηρηθεί ότι οι ασθενείς πέθαιναν συνήθως 37 ημέρες μετά τη μόλυνση από την πανώλη, η καραντίνα αποδείχθηκε αποτελεσματική, τουλάχιστον για τους επόμενους δύο αιώνες έως ότου η Βενετία δέχθηκε το τρομακτικό χτύπημα της λεγόμενης «ιταλικής πανώλης».
Το πρόβλημα όμως, τόσο με τις οδηγίες του Μωυσή όσο και με τη βενετσιάνικη καραντίνα, ήταν ότι ενώ είχαν αποτέλεσμα σε τοπικό επίπεδο, δεν υιοθετούνταν σε πανευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, για λόγους που δεν αφορούν την πρόληψη ασθενειών αλλά τις πολιτικές αποφάσεις υπερδυνάμεων. Η Γαλλία παραδείγματος χάριν προσπαθούσε από τo 1834 να επιβάλει κοινή πολιτική δράσης για τον περιορισμό πανδημιών αλλά οι προσπάθειές της έπεφταν στο κενό. Ισως ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι η γαλλική πρόταση περιελάμβανε προσωρινή καραντίνα των πλοίων που μετέφεραν εμπορεύματα από την Ινδία στις αγορές της Ευρώπης μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Αντίθετα το Λονδίνο, που είχε την πρωτοκαθεδρία στο θαλάσσιο εμπόριο και ουσιαστικά έλεγχε τη διώρυγα του Σουέζ μέσω της επιρροής του στην Αίγυπτο, μπλόκαρε κάθε προσπάθεια που θα δημιουργούσε καθυστερήσεις στη μεταφορά προϊόντων. Επρεπε να μεσολαβήσει η ευρωπαϊκή πανδημία χολέρας του 1892 έως ότου οι υπερδυνάμεις υπογράψουν για πρώτη φορά μια διεθνή σύμβαση με συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης μολυσματικών ασθενειών.
Ακόμη όμως και μετά τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τo 1948, η απόφαση για την επιβολή καραντίνας αντανακλούσε πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις. Οπως εξηγούσε παλαιότερα η Κρίστα Μάγκλεν, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, η καραντίνα «αποκαλύπτει τα επίπεδα στα οποία το κράτος επιλέγει να παρέμβει στη ζωή των πολιτών του… συνδέεται με τις προσπάθειες περιορισμού της μετανάστευσης και τον έλεγχο του εμπορίου… και χρησιμοποιείται σαν εργαλείο στις διεθνείς σχέσεις και σαν μέσο καθορισμού της κυριαρχίας του κράτους».
Σήμερα αρκετοί σχολιαστές επισημαίνουν ότι οι απαγορεύσεις εισόδου ξένων πολιτών σε χώρες όπως η Αυστραλία αντανακλούν βαθύτερα αντιμεταναστευτικά και ξενοφοβικά αισθήματα αλλά και νέες τάσεις απομονωτισμού μεγάλων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια στιγμή στο Χονγκ Κονγκ αρκετοί από τους οπαδούς της ανεξαρτησίας χρησιμοποιούν τον κορονοϊό σαν πρόσχημα για να ζητήσουν σφράγισμα των συνόρων με την Κίνα.
Η περίπτωση του Diamond Princess, όμως, έρχεται να επιβεβαιώσει τους αξιωματούχους του ΠΟΥ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καραντίνα είναι συνήθως αναποτελεσματική και μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα – καθώς εμποδίζει και τη μεταφορά φαρμάκων, γιατρών και της απαιτούμενης τεχνογνωσίας.
Τη στιγμή που τα αίτια της επέκτασης του κορονοϊού θα έπρεπε να αναζητούνται στις τρομακτικές ανισότητες και στο σταδιακό ξήλωμα της δημόσιας υγείας στην Κίνα, ενώ οι λύσεις βρίσκονται στην ενίσχυση της δημόσιας έρευνας για την παραγωγή εμβολίων, κάποιοι επιστρέφουν σε πρακτικές που εισήγαγαν ο Μωυσής και η προαναγεννησιακή Ευρώπη.
Διαβάστε:
Against quarantine – Με άρθρο της στο New Enquiry η ακαδημαϊκός Αντζελα Μητρόπουλος εξηγεί γιατί η καραντίνα είναι αναποτελεσματική και επικίνδυνη και συνδέει την επανεμφάνισή της με νεοφιλελεύθερες επιλογές και τη διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας μέσω ιδιωτικοποιήσεων.
Αρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών