Δεν είχαμε ψευδαισθήσεις. Από τη στιγμή που έπεσαν οι υπογραφές και το αεροδρόμιο Χανίων πέρασε στα χέρια των Γερμανών της Fraport ήταν ξεκάθαρο ότι ο τόπος έχασε ένα εργαλείο για να καθορίζει την πορεία και την ανάπτυξη του τουρισμού. Τώρα πλέον, εξαρτώμαστε από τις ορέξεις και τα συμφέροντα μίας ιδιωτικής εταιρείας η οποία λειτουργεί με σχεδόν αποικιοκρατικά προνόμια..
Δεν είχαμε ψευδαισθήσεις ούτε σχετικά με τη Ryanair. Η Ryanair μπορεί να προσφέρει φτηνά εισιτήρια, όμως αυτό το επιτυγχάνει με το να κόβει κόστη όπου μπορεί. Πρόσφατα είχαμε τη μεγάλη απεργία των πιλότων για τις κακές συνθήκες εργασίας που φανέρωσαν ότι τίποτα φτηνό δεν έρχεται χωρίς θυσίες, ενώ είναι γνωστό ότι ο τρόπος που επιλέγει η εταιρεία που θα κάνει πτήσεις σχετίζεται με τα προνόμια που της δίνονται, τα μειωμένα τέλη στα αεροδρόμια. Η εταιρεία προσφέρει ως αντίτιμο, ως προϊόν, τους ίδιους τους ταξιδιώτες που θέλουν να επισκεφθούν ένα τόπο. Αυτό είναι το εμπόρευμα που πουλάει.
Το θέμα βεβαίως είναι ότι όταν οι εταιρείες κοιτάνε το συμφέρον τους, ποιος θα μείνει να κοιτάξει και να διαφυλάξει το συμφέρον του τόπου ή και των επισκεπτών; Τι δικλείδες ασφαλείας υπάρχουν; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες θα λογοδοτούν στις τοπικές κοινωνίες για όσα αρνητικά επιφέρουν με τις ενέργειές τους; Πώς δε θα κάνουν του κεφαλιού τους;
Και εκεί διαπιστώνεται το πιο μεγάλο έλλειμμα. Με ευθύνη και των τοπικών αρχών που έχουν αποδειχθεί άβουλοι, με αντιδράσεις καθεστερημένες, με αδυναμία να εκφράσουν λόγο πειστικό, να κινητοποιήσουν, να οργανώσουν μορφές αντίστασης που θα ασκήσουν πίεση.
Άραγε, έτσι θα πορευθούμε στο μέλλον; Θα πρέπει η τοπική κοινωνία και οι πολίτες να προσαρμοστούν στις ανάγκες των εταιρειών για υψηλή κερδοφορία; Είναι αυτό ένα βιώσιμο μοντέλο;
To βέβαιο είναι ότι σιγά – σιγά, ακόμα και οι πιο μεγάλοι υποστηρικτές της “εκχώρησης”, αντιλαμβάνονται τα μεγάλα προβλήματα που αυτή η εξέλιξη δημιουργεί για το μέλλον των Χανίων.
Καλλιό αργά παρά ποτέ.