Του Βαγγέλη Πάλλα
Πότε ήταν η τελευταία φορά που εμείς οι «απ’ έξω» καταφέραμε να οργανώσουμε έναν αγώνα τόσο υποδειγματικό, όπως είναι αυτός των εγκλείστων στα σωφρονιστήρια της χώρας;
Φονιάδες. Κατσαπλιάδες. Διαρρήκτες. Σαλταδόροι. Παραχαράκτες. Πρεζόνια. Απατεώνες. Συζυγοκτόνοι. Αδελφοκτόνοι. Αιμομίκτες. Βιαστές. Παιδεραστές. Τζάνκι. Εμπρηστές. Ντίλερ. Βαποράκια. Φοροφυγάδες. Καταχραστές. Λαθρομετανάστες. Φτωχοδιάβολοι. Χρυσοκάνθαροι. Τρομοκράτες. Αλήτες. Ρουφιάνοι. (Αλλά, όχι δημοσιογράφοι). Όλο το απεχθές ίζημα της αναμάρτητης κοινωνίας, φορτωμένο με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, την καταπάτηση του μωσαϊκού νόμου, το τσαλαπάτημα του χρυσού κανόνα της Καινής Διαθήκης και όλου του ποινικού κώδικα, εγκλωβισμένο στις αποθήκες ανθρώπων που λέγονται φυλακές, έβγαλε μια από τις πιο κρυστάλλινες κραυγές των τελευταίων χρόνων. Δεν γνωρίζω αν, στις δυο εβδομάδες που μεσολαβούν μέχρι να δημοσιευτεί το κείμενο αυτό, ο αγώνας τους θα έχει εκτραπεί σε μικρά και μεγάλα παραναλώματα ή θα έχει επιτύχει μια διακριτή νίκη. Έχει πετύχει πάντως να μας θυμίσει πως η σημασία φωλιάζει στ’ ανύποπτα. Σκεφτείτε για τι ακριβώς μιλάμε: για τους αποδιοπομπαίους της υγιούς κοινωνίας. Για το «περιθώριο». Για τους «λούμπεν». Γι’ αυτούς που μας εξοργίζουν με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας μας. Γι’ αυτούς που μας ενοχλούν με την παρουσία τους. Γι’ αυτούς που διεκδικούν τις δουλειές ΜΑΣ. Συμπληρώστε σ’ αυτά και όλα τα απαξιωτικά επίθετα που διαθέτει το οπλοστάσιο του γλωσσικού μας καθωσπρεπισμού.
Η σημειολογία της συγκυρίας είναι εξαιρετική. Ενώ η οικονομική κρίση συμπυκνώνει την ύπαρξη της κοινωνίας σε μια πυραμίδα αξιών, με τον πλούτο (και τις λεηλασίες του) στην κορυφή της, ενώ εμείς οι απ’ έξω αγωνιούμε για τις καταθέσεις μας, τους μισθούς μας, την αξία των ακινήτων μας, οι άλλοι, οι «μέσα», αναποδογυρίζουν την εμπορευματική πυραμίδα των αξιών. Βάζουν στην κορυφή της μιαν αξία άυλη, αντιεμπορευματική, χωρίς χρηματική αποτίμηση.
Θυμάμαι ένα τηλεοπτικό στιγμιότυπο, από μια παλαιότερη εξέγερση σε φυλακές, που αποτυπώνει λιτά, μάγκικα, αλλά αριστουργηματικά αυτή την αντιστροφή. Σκηνικό εξέγερσης στις φυλακές. Κάμερες στημένες, λαχταράνε για φλόγα και αίμα. Έκτακτη επικαιρότητα. Η καλομακιγιαρισμένη κι ατσαλάκωτη τηλεοπτική άνκοργουμαν απευθύνεται στον ρεπόρτερ που μεταδίδει από τον Κορυδαλλό με φόντο τις φλεγόμενες φυλακές. «Σπύρο, τι θέλουν αυτοί;» «Τι να θένε, μανίτσα μου; Να βγουν όξω θέλουνε», απαντάει ο Σπύρος σε μια στιγμή απόγνωσης για την αφελή αταραξία της τηλεοπτικής «μάσκας». «Να βγουν όξω». Τι πιο απλό, πιο αυτονόητο. Η ελευθερία, το HabeasCorpus που αποτέλεσε την αφετηριακή αξία του αστικού πολιτισμού, δοκιμάζεται από ένα δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα που το αρνείται απόλυτα, βάναυσα, εκδικητικά.
Έτσι, μένουν να υπερασπίζονται τα θεμέλια του αστικού ανθρωπισμού οι άνθρωποι που -κατά συνθήκην- έδρασαν εις βάρος του. Αλλά δεν θα λύσουμε εδώ το θέμα της χρηστιμότητας του σωφρονιστικού συστήματος και των ορίων του. Κάτι άλλο είναι πιο ενδιαφέρον στη συγκυρία αυτή. Το γεγονός ότι ο «βυθός της κοινωνίας», αυτό το συνονθύλευμα τάξεων, στρωμάτων, ηλικιών, φυλών που είναι έγκλειστοι, αποκλεισμένοι, απομονωμένοι, αποκομμένοι από διαύλους ενημέρωσης και επικοινωνίας, χωρίς τα μέσα και τα χρήματα που διαθέτουν οι χιλιάδες φορείς της «οργανωμένης κοινωνίας», χωρίς την πολυτελή γραφειοκρατία των συνδικάτων ή των επιδοτούμενων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, κατάφεραν με την υποστήριξη ολίγων «απ’ έξω» να οργανώσουν έναν υποδειγματικό αγώνα που έσπασε τείχη σιωπής και συνενοχής. Χωρίς συνοχή, χωρίς πολύπλοκες ιδεολογικές πλατφόρμες, χωρίς βαρύγδουπα μανιφέστα, χωρίς βαριά συνθήματα, μ’ έναν υποτυπώδη συνωμοτισμό και με την υποστήριξη μερικών «περίεργων» (έτσι δεν τους λέει ο καθωσπρέπει πολιτικός κόσμος;) έφεραν τα αιτήματα τους στο προσκήνιο. Διέρρηξαν τον μονόλογο των ΜΜΕ, ανακάτεψαν τη βαρετή ατζέντα των κομμάτων, κινητοποίησαν -έστω και ρητορικά- τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έβαλαν τον υπουργό να απολογείται, να τρέχει, να υπόσχεται και, πρωτίστως, θύμισαν στην κοινωνία πως υπάρχουν.
Πάμε, λοιπόν, από τους «μέσα» στους «έξω». Στην οργανωμένη κοινωνία των πολιτών. Που αδιάφορη για τον σκοτεινό μικρόκοσμο της φυλακής, είναι αφοσιωμένη -και δικαίως- στις αγωνίες της για τα εισοδήματα της, τις θέσεις εργασίας, τις αποταμιεύσεις της και τις καταστροφές που την απειλούν. Για μια δεκαετία τουλάχιστον, η «οργανωμένη κοινωνία» των μισθωτών, των συνταξιούχων, των ανέργων, των αναξιοπαθούντων της καπιταλιστικής ευημερίας και παρακμής, δέχεται κατραπακιές. Ξεγυρισμένα χαστούκια. Να μην τα απαριθμήσουμε κι όλα: ασφαλιστική απορύθμιση, ληστεία τραπεζών, λεηλασία δια των τιμών, εργασιακή ευελιξία, φορολογικά προγκρόμ, παράδοση της περιουσίας των ταμείων στην απληστία των αγορών, εργατικά ατυχήματα, απολύσεις και λουκέτα, μαύρα ταμεία της διαπλοκής, συλλογικός διασυρμός τού κομματικού συστήματος, οικολογικός Αρμαγεδδών στα δάση, ιδιωτικοποιήσεις και κλοπή της δημόσιας περιουσίας, μεσαιωνικές συναλλαγές μεταξύ εκκλησιαστικού και πολιτικού ιερατείου. Η δημόσια ζωή και οι ιδιωτικές της παρενέργειες, ένα διαρκές σκάνδαλο. Και το αποκορύφωμα: η αποκάλυψη της παγκόσμιας απάτης τού καπιταλισμού – καζίνο που εγγυάται έναν διετή -τουλάχιστον- οικονομικό και κοινωνικό εφιάλτη. Σε ποιο απ’ αυτά τα ζητήματα εμείς, οι απ’ έξω, οργανώσαμε έναν αγώνα αξιοπρεπή, αποτελεσματικό, που να φτάσει, έστω, στα όρια μιας ηθικής ικανοποίησης; Πώς ακριβώς απόδειξαν τη χρησιμότητα τους οι πολυεπίπεδοι συνδικαλιστικοί οργανισμοί με τις εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, τις πολύπλοκες ιεραρχίες και τα απαράβατα πρωτόκολλα; Αν εξαιρέσει κανείς τους τραπεζίτες, τη μόνη (και άκρως αντιπαθή) συλλογικότητα που επέβαλε τα τελευταία χρόνια μέχρι κεραίας τον τσαμπουκά της στη διαχείριση μιας κρίσης της οποίας είναι συνένοχη, ποια άλλη συλλογικότητα έχει να επιδείξει κάποιου είδους επιτυχία; Τα κόμματα που συντίθενται και αποσυντίθενται ανάλογα με την εγγύτητα τους στην εξουσία; Τα συνδικάτα που επαναλαμβάνουν κατ’ έτος τη βαρετή, επετειακή ατζέντα κινητοποιήσεων; Ούτε καν οι επιχειρηματικές ενώσεις της οικονομικής ελίτ δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν από τον κανιβαλικό ανταγωνισμό τους. Θεσμοί, δομές, ιεραρχίες, γραφειοκρατίες, πανάκριβοι μηχανισμοί επικοινωνίας, όλα στη διάθεση μας (έστω και με τις αναπηρίες τους), κι ωστόσο ένα λόγο συνεκτικό, απλό, λαγαρό δεν έχουμε καταφέρει ν’ αρθρώσουμε. Ακόμη και την οργή, σε μικρές ανώδυνες δόσεις τη διοχετεύουμε.
Μήπως, λέω, μήπως, όλα αυτά τα μέσα που διαθέτουμε και επιδεικνύουμε ως πιστοποιητικά της ελευθερίας μας είναι τα δικά μας σίδερα της φυλακής; Μήπως, λέω, μήπως, κουβαλάμε εντός μας τη φυλακή; Μήπως τα πολυτελή πλην απαραβίαστα κάγκελα μας χωρούν στο πορτοφόλι μας, ασφαλίζουν τα υποθηκευμένα μας ακίνητα, αφήνουν χώρο στην απληστία μας, αλλά φυλακίζουν ισόβια κάθε δειλό ή τολμηρό πέταγμα στην ελευθερία; Χρυσό, αργυρό ή μαντεμένιο, το κλουβί κλουβί είναι πάντα…