Του Γιώργου Αρκτούρου
Παρασκευή απραξίας. Κάθομαι και πάλι μπροστά στον υπολογιστή. Άλλο ένα καλοκαίρι χωρίς διακοπές, χωρίς εξόδους, χωρίς έξοδα. Μόνο έσοδα, από εκείνα που δεν φορολογούνται ποτέ, αφού κανείς δεν τα βλέπει. Ή κάνει πώς δεν τα βλέπει. Τί να σου λέω, τώρα.
Ρωτάω έναν υπάλληλο της δημόσιας βιβλιοθήκης της περιοχής μου για το αν μπορώ να αιτηθώ δια-δανεισμό βιβλίων (που τα παίρνεις, δηλαδή, μέσω άλλης δημόσιας βιβλιοθήκης), αφού τα μισά από τα βιβλία που πρέπει να διαβάσω για τις εισαγωγικές εξετάσεις του μεταπτυχιακού, δεν υπάρχουν στον κατάλογό της. Ως εκ τούτου, θα πρέπει τελικά να τα αγοράσω.
Μου λένε ότι εξαρτάται από το αν οι βιβλιοθήκες που διαθέτουν τα συγκεκριμένα βιβλία θέλουν να συνεργαστούν -στο σημείο αυτό, συμβουλεύω την εξής απλή προσευχή: “Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου, και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου”-, κι αν τελικά δέχονται, το κόστος μεταφοράς και επιστροφής βαρύνει τον αιτούντα, δηλαδή τον πολίτη. Mάλιστα. Αν πρέπει, λοιπόν, να πληρώσω ένα τσουβάλι ευρώ σε μεταφορικά, γιατί να μην αγοράσω τα βιβλία, και να μου μείνουν, κιόλας; Μήπως επειδή δεν μπορώ; Μπα, ιδέα σου. Λέω σ’ έναν “φίλο” να μου δανείσει. Λέει “λυπάμαι, δεν γίνεται”. Λέω “να ‘σαι καλά”, και επιβεβαιώνομαι για τα εισαγωγικά της λέξης-έννοιας “φίλος”.
Πάμε παρακάτω. Ήθελα να γράψω αρχής γενομένης από ένα θετικό -σε μεγάλο βαθμό- συμβάν. Πρόκειται για την αντίδραση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων (Ρ.Α.Σ.) στα συμβάντα των τελευταίων ημερών, επί του σιδηροδρομικού χάους της χώρας μας. Μιας επί της ουσίας εντελώς Μνημονιακής υπηρεσίας, αφού η δημιουργία της ανάγεται στο καθεστώς απελευθέρωσης της εγχώριας σιδηροδρομικής αγοράς, ως αποτέλεσμα των απαιτήσεων των “δανειστών” του 1ου Μνημονίου.
Την έβαλαν εκεί που είναι, δηλαδή, για να προστατεύει (ή να “προστατεύει”) μεταξύ άλλων τα δικαιώματα των επιβατών του σιδηροδρόμου, και συνεπώς να επιτηρεί την ορθή εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου επί του σιδηροδρομικού δικτύου και των μεταφορών -εμπορικών και επιβατικών- μέσω αυτού (αφού πρώτα κατάπιαν ό,τι σίδερο και πέτρα είχαν αφήσει τα Κοράκια του Ορθόδοξου Ο.Σ.Ε.).
Της το αναγνωρίζω, όχι τόσο γιατί έκανε κάτι συνταρακτικό, -αυτός, ούτως ή άλλως, είναι ο επίσημος ρόλος της-, αλλά γιατί το έκανε μέσα στο κατακαλόκαιρο. Θα περίμενε κανείς μια απούσα Ρ.Α.Σ., εν μέσω θέρους, πυρκαγιών, πανδημίας (ή “πανδημίας”), αηδίας, βλακείας, ποντικιών που κάνουν patinage στους διαδρόμους των νοσοκομείων· και μια κυβέρνηση σε μόνιμη παιδική χαρά. Κι όμως, η Ρ.Α.Σ., διαμέσου της προέδρου της, κάλεσε την πρώην “ΤΡΑΙΝΟΣΕ” νυν “Hellenic Train” σε απολογία.
Κλήση σε απολογία, λοιπόν. Καλώς. Δεν θα προδικάσω το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Είναι πολύ εύκολο, πάντως, για την Η.Τ. να ξεγλιστρήσει. Η Ρ.Α.Σ., πάντως, έχει το δικαίωμα (και την υποχρέωση) να επιβάλει ένα πολύ μεγάλο πρόστιμο, αν θελήσει να διαπιστώσει παράβαση. Θα προχωρήσει, όμως, σε διαπιστώσεις; Ψιλοαδιάφορο μου είναι.
Και θέλω να τεκμηριώσω το γιατί. Όλη αυτή η κατάσταση, με την εκ των υστέρων ενεργοποίηση και παραδοχή σφαλμάτων, εκ μέρους των “αρμοδίων”, δείχνει μια μεγάλη αντίφαση. Απ’ την μια, πλήρης απουσία πρόληψης, -ή έστω σε μεγάλο βαθμό, για τους λιγότερο επικριτικούς “φίλους”-, κι απ’ την άλλη, εκ των υστέρων μικροδιορθωτικές κινήσεις. Γιατί δεν συνειδητοποιούμε, επιτέλους, ότι όλο αυτό δεν λειτουργεί; Απλά, δεν λειτουργεί.
Μέσα σε μια ‘βδομάδα, είδα τραίνα σταματημένα στο πουθενά, παιδάκια να κλαίνε, πόρτες να μην ανοίγουν, κλιματισμό ανύπαρκτο, την διαχειρίστρια εταιρεία να μην απαντάει στα τηλέφωνα· και πάλι απ’ την αρχή. Τραίνα σταματημένα στο πουθενά, μια αγελάδα παρασυρμένη από το τραίνο και σωριασμένη στο έδαφος (ευτυχώς, νομίζω πως δεν σκοτώθηκε), την εταιρεία μετά το σκάνδαλο της προηγούμενης εβδομάδας να ανοίγει τελικά τις πόρτες, ανθρώπους να περπατούν πάνω σε ηλεκτροφόρες ράγες, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, προσπαθώντας να φτάσουν στον πλησιέστερο σταθμό. Όχι, δεν είναι ο εφιάλτης του φετινού σου Αυγούστου. Είναι η πραγματικότητα του να κοιμάσαι και να ξυπνάς σε μια χώρα χωρίς δίκτυο επικοινωνίας.
Επόμενη στάση: αστυνομική βία. Σε κάποιους αρέσει να την αποκαλούν και “νόμιμη”. Νόμιμη κρατική βία, λοιπόν. Καλώς. Mπουνιές, κλωτσιές στο κέντρο της Αθήνας, απέναντι σε ποιούς; Σε μερικούς πολίτες που βγήκαν στον δρόμο για να πουν την γνώμη τους. Συμφωνείς διαφωνείς μ’ αυτήν, κράτα την κρίση σου για τον εαυτό σου. Αλλιώς, βγες απέναντι σ’ αυτά τα άτομα, και συζήτησε μαζί τους. Συνδιαμορφώστε τον δημόσιο διάλογο.
Τί κερδίζεις όταν επικροτείς την βία; Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι κάποιοι γνήσιοι -μη παρακινούμενοι, δηλαδή- διαδηλωτές προβαίνουν σε υλικές ζημίες, η βία μας αφορά περισσότερο όταν είναι σωματοποιημένη. Ποιός διαδηλωτής χτύπησε αστυνομικό, ή τέλος πάντων πόσες φορές έχουμε δει διαδηλωτές να χτυπούν αστυνομικούς, σε σύγκριση με την βία της αστυνομίας απέναντι στους πολίτες; Αυτός ο λαϊκισμός που ενυπάρχει σε κάθε τι που αφορά ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, υπό την μορφήν μεταξύ άλλων της θεωρίας των “γνωστών-άγνωστων μπαχαλάκηδων”, ήτοι των διαδηλωτών, συνιστά παράμετρο του ίδιου προβλήματος, με αυτό που προσπάθησα να σκιαγραφήσω προηγουμένως.
Και αυτό δηλαδή, όπως και το θέμα του σιδηροδρομικού χάους, αλλά και κάθε τι που φτάνει να ξεχειλίζει, και με το οποίο εμμονικά επιμένουμε να ασχολούμαστε (αφού πρώτα ξεχειλίσει), είναι τελικά το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του προβλήματος. Και μήπως είναι μυστικό; Όχι, δεν είναι μυστικό. Είναι όμως αυτό που θέλω να πω. Και είναι και αυτό που συνηθίζεις να κάνεις πως δεν βλέπεις. Πάρε παράδειγμα το πώς εκφράζεται ο μέσος Έλληνας για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Κόμμα στο οποίο δεν ανήκω· καλύτερα να μου κοπεί το χέρι. Σκέφτηκες όμως ποτέ τί βαθύ σκοτάδι βρήκε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στα συρτάρια των υπουργείων, όταν ανέλαβε, στις αρχές του 2015; Πόση διαφθορά, πόσο βαθύ κράτος χωράει στο γραφείο ενός υπουργού;
Λέμε όλοι τί δεν έκανε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ή τί έκανε που θα έπρεπε και θα μπορούσε να το έχει κάνει διαφορετικά, αλλά κανείς μας όχι μόνο δεν έχει βρεθεί ποτέ σε μια τέτοια θέση, αλλά ούτε καν θέλει να αναλάβει την μικρότερη δυνατή ευθύνη. Γίνε υπουργός. Είσαι; Δώσε μου εμένα την Ρ.Α.Σ., τον Ο.Σ.Ε., το Ι.Κ.Α, ή ό,τι άλλο θέλεις, και δώσε μου και 6 μήνες. Νομίζεις πως δεν μπορώ να βάλω τα πράγματα σε τάξη; Απλά, κάποιοι θα περιμένουν στην γωνία, πίσω απ’ το δοκάρι, να μου καρφώσουν το μαχαίρι στην πλάτη. Αυτό συμβαίνει όταν επιχειρείς ριζοσπαστικές αλλαγές, ή όταν έχεις ριζοσπαστικές απόψεις.
Ριζοσπαστικές και όχι “ριζοσπαστικές”, τύπου Συνασπισμού “Ριζοσπαστικής” Αριστεράς. Άρα, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Αυτό δεν μας λες; Όχι, δεν σας λέω αυτό. Λέω, όμως, ότι η αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και της δήθεν ευρύτερης κοινωνικής υποστήριξης προς αυτόν, η οποία εκφράστηκε με το αποτέλεσμα των εκλογών του 2015, και η οποία υποστήριξη είναι λίαν επιεικώς απαραίτητη, όταν θέλει κανείς να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές (υπό την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση μόνος του), έγκειται ακριβώς στο ότι αυτή η υποστήριξη, επί της ουσίας, δεν υπήρξε ποτέ.
Η εκλογική επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., που τον ανέβασε στην εξουσία, ήταν απλώς μια κοινωνικοπολιτική εκτόνωση χιλιάδων αγανακτισμένων (ή “αγανακτισμένων”). Χιλιάδων που κολυμπούσαν στα πέριξ της μεγάλης εν Ελλάδι διαφθοράς, ικανής να ακινητοποιήσει τεθωρακισμένα οχήματα τύπου Panzer (ακόμα κι αν ο εχθρός είναι ποιοτικά ή/και αριθμητικά κατώτερος). Δεν ισχυρίζομαι πως όλοι ήταν διεφθαρμένοι, πριν τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Απλώς, ήταν το 80% (βασικά, παραπάνω ήταν, αλλά μου αρέσει να είμαι επιεικής).
Ποσοστό επί του ενεργού πληθυσμού, έτσι;. Δεν θα μπλέξουμε τώρα και τα παιδιά -της κάθε εποχής- σε μια τέτοια ιστορία πόνου. Αρκετό πόνο προκαλέσαμε, όταν αφαιρέσαμε την ελπίδα με χειρουργική ακρίβεια, από τα όνειρα χιλιάδων Ελλήνων. Η κυβέρνηση, λοιπόν, μας είπε και πάλι, εκ των υστέρων (εννοείται), ότι η “υπέρμετρη βία θα εξεταστεί και θα τιμωρηθεί”. Εδώ, δεν έχουμε μόνο την επανάληψη του λογικού σφάλματος που προσπάθησα να περιγράψω, της εκ των υστέρων ενεργοποίησης, δηλαδή, και ως εκ τούτου της πλήρους απουσίας πρόληψης, αλλά έχουμε και μια ωμή παραδοχή.
Η βία δεν τιμωρείται, ούτε εξετάζεται, εκτός αν είναι “υπέρμετρη”. Να, λοιπόν, άλλη μια ευκαιρία να αναμετρηθούμε με την ουσία του προβλήματος. Ποιός καθορίζει το μέτρο, για να μιλήσει στην συνέχεια για την υπέρβασή του; Είμαι της γνώμης ότι, λίγο ή πολύ, συναινούμε στην νόμιμη βία, και ως εκ τούτου έχουμε αποδεχθεί την ύπαρξη ενός μέτρου που ποτέ δεν κληθήκαμε να καθορίσουμε. Γι’ αυτό και κάνω λόγο για τραγωδία. Ειδάλλως, πώς μπορείς να περιγράψεις μια ζωή, της οποίας την τύχη καθορίζει πάντα κάποιος άλλος, εκτός από εσένα; Kαι που εσύ, όμως, έχεις αποδεχθεί!
Διάβασα (εφ. “Καθημερινή”, 26-8-2009) πως το μόνο καλοκαίρι που δεν είχαμε πυρκαγιές, στην Αττική τουλάχιστον, ήταν το 2004. Ε, αυτό ήταν κωμωδία.