O μινωικός πολιτισμός είναι ένας από τους πιο διάσημους και συνάμα πιο αινιγματικούς πολιτισμούς του μακρινού παρελθόντος: Η Κρήτη κατοικούνταν από τη Νεολιθική περίοδο, από το 7000 πΧ, και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε εκεί κατά τη δεύτερη χιλιετία πΧ εξαπλώθηκε και επηρέασε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, η κληρονομιά της θαλασσοκράτειρας μινωικής Κρήτης επηρέασε δραστικά τον ακόλουθο μυκηναϊκό πολιτισμό, ο οποίος, με τη σειρά του, άφησε το δικό του τεράστιο αποτύπωμα στην Εποχή του Χαλκού και την παγκόσμια ιστορία γενικότερα.
Ο μινωικός πολιτισμός αποτελεί αντικείμενο εκτενούς δημοσιεύματος τουNational Geographic. Οι μύθοι και οι θρύλοι, θέλουν τον Μίνωα να λαμβάνει τις συμβουλές του ίδιου του Δία και τη μινωική ισχύ να κυριαρχεί στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο (ενδεικτικός ο θρύλος του Θησέα και του Μινώταυρου), ωστόσο οι θρύλοι αυτοί δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση των Μινωιτών, και αντικατοπτρίζουν τον σεβασμό και το δέος που έτρεφαν οι αρχαίοι Έλληνες για εκείνον τον μακρινό, χαμένο πολιτισμό της παλιάς Κρήτης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη μυθολογική «αύρα» του Μίνωα, ο Θουκυδίδης (5ος αιώνας πΧ) έγραψε για αυτόν σαν να ήταν ιστορική φιγούρα, την πρώτη στην οποία αποδίδεται η κατοχή ενός ισχυρού ναυτικού. Ο Αθηναίος ιστορικός τον περιγράφει ως κατακτητή, ο οποίος κατέκτησε τις Κυκλάδες, εκδίωξε τους γηγενείς Κάρες, εγκαθιστώντας τους γιους του ως κυβερνήτες, και καθάρισε τη θάλασσα από τους πειρατές που τη λυμαίνονταν. Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αυτή η εικόνα που αποδίδει ο Θουκυδίδης ίσως να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους προβληματισμούς που διακατείχαν τον ιστορικό σχετικά με το θέμα της ναυτικής ισχύος εν γένει, που είχε να κάνει με την εποχή του. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τον μινωικό πολιτισμό ως λιγότερο επιθετικό, ως έναν πολιτισμό που χρησιμοποιούσε τη ναυτική του ισχύ περισσότερο για να κυριαρχεί στο εμπόριο παρά για να κατακτά.
Τι γνωρίζουμε για τους Μινωίτες
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι λίγα τα κενά που έχουμε σήμερα ως προς τον πολιτισμό αυτό: τα πρώτα ίχνη ενός πανίσχυρου πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη ανακαλύφθηκαν τον 19ο αιώνα. Ο τίτλος του, «μινωικός», είναι σύγχρονος και τον δημιούργησε, προς τιμήν του μυθικού Μίνωα, ο Βρετανός αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς, ο οποίος προέβη σε εκτενείς ανακαλύψεις ερειπίων στην Κρήτη στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι αρχαιολογικές έρευνες υποδεικνύουν πως κατά την 3η χιλιετία πΧ η Κρήτη ήταν στο κέντρο ενός εκτεταμένου δικτύου εμπορίου, με βασικά εμπορεύματα τον χαλκό από τις Κυκλάδες και τον κασσίτερο από τη Μικρά Ασία. Οι ύλες αυτές χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μπρούντζου, ενός υλικού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δύναμη των Μινωιτών. Στη 2η χιλιετία πΧ άρχισαν να χτίζονται τα μεγαλειώδη ανάκτορα, μεταξύ των οποίων και αυτό της Κνωσού. Νεότερες αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η Κρήτη ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικοποιημένη κατά την περίοδο εκείνη, και ότι η Κνωσός ηγεμόνευε επί των άλλων κρητικών πόλεων. Γενικότερα, τα μέσα της 2ης χιλιετίας πΧ ήταν μια περίοδος μεγάλης ακμής.
Όσον αφορά στα ανάκτορα, ενδιαφέρον είναι ότι θεωρείται πλέον πως δεν είχαν «βασιλικό» ρόλο: Δεν έχει εξακριβωθεί εάν η μινωική Κρήτη είχε κάποια βασιλική δυναστεία, οπότε οι λειτουργίες τους μπορεί να είχαν κοσμικό, θρησκευτικό ή μεικτό χαρακτήρα. Κάποιοι αρχαιολόγοι τα θεωρούν περισσότερο κέντρα διακυβέρνησης και ελέγχου, από όπου ελέγχονταν η κίνηση και διανομή υλικών, η διεξαγωγή τελετουργιών, η απονομή δικαιοσύνης, η διοργάνωση γιορτών κ.α. Η καθημερινή ζωή για τους περισσότερους θεωρείται πως ήταν απλή, αλλά άνετη: Οι άνθρωποι ζούσαν σε σπίτια από πέτρα, τούβλα από λάσπη και ξύλο, και η οικονομία βασιζόταν στην καλλιέργεια ελιάς και την οινοπαραγωγή. Η ξυλεία για τον στόλο προερχόταν από τα πυκνά δάση κυπαρισσιών. Καθώς οι ανώτερες τάξεις γίνονταν πιο πλούσιες, εισήγαγαν είδη πολυτελείας- κοσμήματα, πολύτιμους λίθους- κάτι που παρείχε κίνητρα για τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων για τα εξαγώγιμα προϊόντα. Άξια αναφοράς είναι η απουσία τειχών και οχυρωματικών έργων: Αυτό σημαίνει πως είτε δεν υπήρχαν σημαντικές απειλές, είτε το ότι ο στόλος που περιπολούσε ήταν επαρκής για την προστασία του νησιού- όπως και των εμπορικών θαλασσίων οδών.
Επιρροές
Ο μινωικός πολιτισμός επηρέασε τόσο το Αιγαίο (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα κ.α.) όσο και την ανατολική Μεσόγειο εν γένει: Η κρητική μόδα ήταν δημοφιλής παντού όπου έφταναν οι Μινωίτες έμποροι, ενώ τα κρητικά σκεύη και υφάσματα ήταν ενδείξεις πρεστίζ. Αργότερα, η δραστηριότητα Μινωιτών εμπόρων επέφερε ακόμα και την υιοθέτηση των μονάδων μέτρησης της Κρήτης. Ωστόσο, η πιο ξεκάθαρη απόδειξη της μινωικής επιρροής ήταν ο επηρεασμός των γλωσσών μεταγενέστερων πολιτισμών από το μινωικό σύστημα γραφής: Η Γραμμική Α, η οποία δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμα, θεωρείται ότι ήταν η γλώσσα της μινωικής Κρήτης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Η Γραμμική Β, πάλι, αναγνωρίζεται ως η αρχαιότερη γνωστή ελληνική διάλεκτος.
Οι Μινωίτες είχαν εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο, τη Συρία και την ηπειρωτική Ελλάδα- εκτιμάται πως μπορεί να έφταναν και μέχρι την Ιταλία και τη Σικελία.
Η πτώση
Ο λαμπρός αυτός πολιτισμός παράκμασε κατά τα τέλη του 15ου αιώνα πΧ, ωστόσο τα ακριβή αίτια δεν έχουν εξακριβωθεί. Μια από τις πλέον αποδεκτές θεωρίες είναι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, που σάρωσε πόλεις οι οποίες βρίσκονταν στις μινωικές εμπορικές οδούς. Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία πως η έκρηξη έπληξε άμεσα τη ζωή στην Κρήτη ή προκάλεσε πολύ μεγάλες καταστροφές, σίγουρα το χτύπημα στην οικονομία ήταν τεράστιο. Οι πόλεις της Κρήτης συνέχισαν να υπάρχουν ωστόσο για μερικές γενιές μετά- αλλά η ισχύς τους είχε μειωθεί, και ήταν πολύ πιο ευάλωτες. Αρχαιολόγοι έχουν βρει ίχνη μιας εισβολής στα μέσα του 15ου αιώνα πΧ: Πολλές πόλεις και ανάκτορα κάηκαν ή εγκαταλείφθηκαν, και οι επιδρομείς πιθανότατα ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Μινωιτών, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους το νησί. Ήταν πλέον ο καιρός των Μυκηναίων.
Ωστόσο, η επιρροή της Κρήτης επιβίωσε: Οι νέοι κυρίαρχοι επηρεάστηκαν από τους Μινωίτες διατηρώντας στις μνήμες και την παράδοσή τους τη δύναμη της Μινωικής Κρήτης- κληρονομιά η οποία εξακολούθησε να αντηχεί στον μύθο και τον θρύλο για αιώνες μετά.