Διαβάστε επίσης:
Το βιβλίο «Ρεβιζιονιστικοί μύθοι» του Karl Heinz Roth κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2018 και αποτελεί μια απάντηση στον ιστορικό Heinz A. Richter, το ερευνητικό πεδίο του οποίου εστιάζεται στην ιστορία της Ελλάδας.
Το βιβλίο μεταφράστηκε από τα μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ» και θα δημοσιευτεί από τον “Αγώνα της Κρήτης” σε συνέχειες.
Ο παράλογος ισχυρισμός του τελευταίου ότι η Γερμανία δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τις υποθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ, αντίθετα, η Ελλάδα είναι αυτή που οφείλει να αποπληρώσει μερικές χιλιάδες χρυσές λίρες στη Γερμανία, αντικρούεται από τον Karl Heinz Roth με το παρόν πόνημα.
Ο Ροτ εξετάζει συστηματικά τις απόψεις του Ρίχτερ για την ελληνική ιστορία και προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο Ρίχτερ χαίρει −ακόμα και σήμερα− εκτίμησης στην Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του γίνεται αντιληπτή η επικινδυνότητα των ρεβιζιονιστικών μύθων του Ρίχτερ και η αυθαίρετη σύνδεσή τους με την τρέχουσα σκληρή πολιτική της Γερμανίας προς την Ελλάδα: η αντίληψη της υποτιθέμενης ματαιότητας της σφοδρής ελληνικής αντίστασης στη γερμανική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί στην χωρίς αντίρρηση αποδοχή της αμείλικτης στάσης της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα όσον αφορά την ευρωπαϊκή της προοπτική και την οικονομική κρίση!
Στους «Ρεβιζιονιστικούς μύθους» ο συγγραφέας εστιάζει στις μεθοδικά ελλιπείς και τεχνικά ανεπαρκείς ιστορικές έρευνες του Ρίχτερ, που παρουσιάζουν μια μονομερώς αρνητική εικόνα των Ελλήνων, της ιστορίας τους και της κοινωνίας τους.
Προσεκτικά και σχολαστικά αποδομεί την ιστοριογραφική έρευνά του καταλογίζοντάς του επιστημονική ανεπάρκεια, ιδεοληψία, προκατάληψη, μονομέρεια και λανθασμένες μεθόδους (επιλογή των πηγών, εξέταση «βολικών» μαρτύρων κ.ά). Εντέλει, παρουσιάζει τον Ρίχτερ ως έναν «κατ’ επίφασιν» επιστήμονα, που με το έργο του σπέρνει διχόνοια και μίσος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, κι αποτελεί ισχυρό ανάχωμα στην επίλυση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων.
Διαβάστε το 9ο μέρος του βιβλίου:
Ας περάσουμε τώρα σε ένα άλλο θέμα, με το οποίο ο Ρίχτερ ερχόταν συνέχεια αντιμέτωπος στο πλαίσιο των ερευνών του για την Ελλάδα του 20ου αιώνα: τη γερμανική κατοχή κατά τα έτη 1941-1944. Πάντως η μελέτη του για την Κρήτη δεν προμηνύει τίποτε καλό. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε εξαρχής ότι διδάχτηκε κάτι από τα αποτελέσματα της πενηντάχρονης αντιπαράθεσής του με αυτό το ιδιαίτερα τραγικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.
Δυστυχώς αυτή είναι μόνο μια μεμονωμένη περίπτωση. Από μια πρώτη ανασκόπηση των σχετικών χωρίων γίνεται σαφές ότι ο Ρίχτερ χειρίζεται αυτό το στάδιο των ελληνογερμανικών σχέσεων με μάλλον θλιβερό τρόπο. Αφιερώνει σε αυτές μόνο λίγεςγραμμές και αυτή η δυσαναλογία γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη όταν συγκρίνουμε τον τρόπο που απεικονίζει την κατοχική κυριαρχία στα κεφάλαια προ και μετά τον πόλεμο. Στη διδακτορική του διατριβή, έκτασης 624 σελίδων, δεν αφιερώνει ούτε 30 σελίδες για να σκιαγραφήσει την πολιτική την περίοδο της Κατοχής,[1]ενώ ασχολείται εκτενώς με την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και τις βρετανικές δολοπλοκίες για τον έλεγχο του κινήματος αντίστασης. Στην επισκόπηση που παρουσίασε περίπου 40 χρόνια αργότερα για την Ελλάδα του 1940-50, αυτές οι ανισορροπίες έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες:
Οι αναλύσεις για τα χρόνια του Εμφυλίου υπερτερούν του κεφαλαίου που αναφέρεται στην Κατοχή σχεδόν κατά πέντε φορές, ενώ έχει αφήσει επίσης περισσότερο χώρο για την παρουσίαση της βρετανικής απόβασης το 1944-1946. Αλλά και στην αναπαράσταση της κατοχικής κυριαρχίας, που αναφέρεται στις μόλις 60 σελίδες του, περιέχονται και πάλι οι συνωμοσίες της εξόριστης κυβέρνησης αλλά και η από τους Βρετανούς επιβεβλημένη διαστρέβλωση της αντίστασης. Αντιθέτως, αφιερώνει 22 σελίδες για την ανάλυση της γερμανικής πολιτικής την περίοδο της Κατοχής,[2] οι πρακτικές της οποίας προφανώς είναι υποδεέστερες για τον Ρίχτερ και δεν χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης.
Σε αυτό το πρώτο εύρημα αντιστοιχεί η ελλιπής επιμέλεια κατά την έρευνα του θέματος. Ενώ ο Ρίχτερ έχει επεκτείνει σημαντικά τα παραθέματα και τις βιβλιογραφικές αναφορές του σε μερικές πρόσφατες εκδόσεις −όπως η επιχείρηση «Ερμής»– στο θέμα της ιστορίας της κατοχικής κυριαρχίας, παρέμεινε σταθερός στην καλά δοκιμασμένη αρχή του. Παραμέλησε τις αρχειακές και δημοσιευμένες πηγές σε μεγάλο βαθμό, βασίστηκε, όπως έκανε και στη διατριβή του, στα απομνημονεύματα και στα ημερολόγια των ανθρώπων που έδρασαν εκείνη την περίοδο και παραιτήθηκε από τα τεκμήρια των νέων ευρημάτων του που συμπεριλήφθηκαν στη νέα έκδοση του 2012.[3] Είναι κατανοητό πως αυτή η πρακτική δεν μπορεί να οδηγήσει σε συνεπή παρουσίαση. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να θέσω κάποια όρια στην αντιπαράθεσή μου σε ό,τι αφορά τις παραμέτρους που προβάλλει ιδιαίτερα ο Ρίχτερ για να υποστηρίξει την άποψή του για τη γερμανική κατοχή.
Όπως και στη διατριβή του έτσι και στο ύστερο έργο του ο Ρίχτερ έχει την τάση να ωραιοποιεί γενικά τη γερμανική κατοχική κυριαρχία.[4] Επιμένει στον ισχυρισμό του, ότι οι Γερμανοί ενδιαφέρθηκαν για την Ελλάδα μόλις το φθινόπωρο του 1942, ενώ ενάμιση χρόνο πριν ήταν «θεατές». Επιπλέον, ερμηνεύει τις πρακτικές που εφάρμοσαν για την οικονομική εκμετάλλευση ως ένα είδος φιλανθρωπίας, διότι εμπόδισαν την πρόσβαση των «παλιών πολιτικών» στα κρατικά ταμεία, διακόπτοντας έτσι τη διαιώνιση του πελατειακού συστήματος. Όπως και το 1973, ο Ρίχτερ υπογραμμίζει ότι ο διορισμός του Νόιμπαχερ ως Ειδικού Εκπροσώπου για τις Οικονομικές και Δημοσιονομικές Υποθέσεις είχε επιφέρει μια αλλαγή προς το καλύτερο. Ο πληθωρισμός είχε σταματήσει. Η ίδρυση της ελληνογερμανικής εταιρίας εξαγωγικού εμπορίου DEGRIGESαύξησε τις εισαγωγές από τη Γερμανία και οδήγησε σε έλλειμμα ελληνικού εμπορίου ύψους 1,5 εκατομμυρίων χρυσών λιρών. Επιπλέον, στα τέλη του 1942, επιτεύχθηκε αποδεκτός συμβιβασμός στη ρύθμιση των εξόδων κατοχής. Δυστυχώς, αυτή η θετική εξέλιξη υπονομεύτηκε την άνοιξη του 1943 από το στρατιωτικό κλίμα που είχε αλλάξει, διότι οι μάχιμες μονάδες, οι οποίες φοβόταν τη συμμαχική απόβαση, είχαν μετατεθεί στην Ελλάδα και έπρεπε να συντηρούνται από αυτήν.
Οι ισχυρισμοί αυτοί αντιτίθενται στη σύγχρονη έρευνα. Από την αρχή της κατοχής, οι Γερμανοί συμμετείχαν ενεργά και επέβαλαν την υλοποίηση των στρατηγικών επιλογών τους στις άλλες δύο δυνάμεις κατοχής. Η δικτατορία του Μεταξά που αντικαταστάθηκε από τη γερμανική εισβολή δεν βασιζόταν στο πελατειακό σύστημα. Οι μηχανορραφίες του Νόιμπαχερ αποδείχθηκε ότι λειτούργησαν ως μπούμερανγκ. Η εταιρία DEGRIGES ήταν ένα πανούργο εργαλείο για την εκμετάλλευση της Ελλάδας[5] και οι κατοχικές συμφωνίες από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1942 προσάρμοσαν τις μέχρι τώρα ρυθμίσεις για την οικονομική λεηλασία μόνο σε σχέση με τον υπερπληθωρισμό.[6] Επιπλέον, ο Νόιμπαχερ δεν είχε καμία πρόθεση να σταματήσει τον πληθωρισμό. Απλά ήθελε να τον επιβραδύνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η περαιτέρω εκμετάλλευση της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτή η σχεδόν ειδυλλιακή και εξωπραγματική εικόνα του Ρίχτερ, που ήταν διαφορετική από την πραγματικότητα, επισκιάστηκε από ένα σημαντικό γεγονός: τον λιμό του χειμώνα του 1941/42.
Στη διατριβή του επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους Βρετανούς: Απέκλεισε τον ισχυρισμό που πρόβαλε ο Βρετανός ιστορικός William Norton Medlicott, ότι η μαζική εξαφάνιση του πληθυσμού οφειλόταν κυρίως στην υπέρμετρη λεηλασία των αποθεμάτων στα τρόφιμα από τους Γερμανούς κατά τη στιγμή της εισβολής τους, καθώς επίσης και στον υψηλό πληθωρισμό που υπήρχε.[7] Του αντέτεινε ότι οι Γερμανοί είχαν κάνει τις κατασχέσεις μόνο για να συγκεντρώσουν τις προμήθειες στα χέρια της κυβέρνησης συνεργασίας. Επιπλέον, δεν υπήρξε πληθωρισμός τον χειμώνα του 1941-42. Ο κύριος λόγος ήταν μάλλον ο βρετανικός αποκλεισμός, καθώς θα είχαν σταματήσει απότομα οι εισαγωγές τροφίμων και αυτό προσπάθησε να το τεκμηριώσει με ένα κατατοπιστικό χρονικό της πολιτικής αποκλεισμού.[8]
Στη δημοσίευσή του το 2012 ήταν λίγο πιο προσεκτικός. Τώρα παραιτείται από την ενόχλησή του ως προς τους ισχυρισμούς του Medlicott και μετριάζει κάπως τη μονοδιάστατη επιχειρηματολογία του.[9] Ωστόσο, αμετάβλητη παραμένει η επίρριψη των κύριων ευθυνών από μέρους του προς τη βρετανική πλευρά. Τώρα δηλώνει ότι η καταστροφή των οδών μεταφοράς που προκλήθηκε από την υποχώρηση της βρετανικής αποστολής, έπαιξε καθοριστικό ρόλο.[10] Κατά τα άλλα, επικεντρώθηκε στην απόρριψη του υπέρογκου αριθμού των θυμάτων (επρόκειτο για 300.000 νεκρούς), ο οποίος εξακολουθεί να στοιχειώνει ακόμη και σήμερα την ερευνητική βιβλιογραφία. Στηριζόμενος στις έρευνες του ΧάγκενΦλάισερ, δήλωνε ότι 90.000 άνθρωποι το πολύ έχασαν τη ζωή τους από τον λιμό.[11]
Εδώ εκδηλώνεται για πρώτη φορά η τάση του Ρίχτερ να επιρρίψει στους Βρετανούςτις ευθύνες για αυτές και άλλες καταστροφές που προκλήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής. Σίγουρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βρετανική πολιτική αποκλεισμού και η μερική καταστροφή των μεγάλων διαδρομών μεταφοράς ήταν σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόκληση του λιμού, γεγονότα τα οποία αντισταθμίστηκαν στη συνέχεια από τις διεθνείς προσπάθειες αρωγής το 1942.
Αλλά υπήρχαν περαιτέρω σημαντικότεροι παράγοντες που προκάλεσαν τον θάνατο από πείνα: Οι κατασχέσεις τροφίμων που προήλθαν από τους Γερμανούς στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων Κατοχής, η απομόνωση των σημαντικότερων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας, που αποτελούσαν ζώνες εφοδιασμού, εξαιτίας της προσάρτησής τους στη Βουλγαρία, ο επιπλέον αποκλεισμός των αστικών περιοχών και των νησιών από την ενδοχώρα ή την ηπειρωτική χώρα ως αποτέλεσμα ενεργειών των κατοχικών στρατευμάτων, η σχεδόν πλήρης κατάργηση των μέσων μεταφοράς από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και κυρίως η αδυναμία της κυβέρνησης συνεργασίας να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα διανομής. Όλα αυτά, τα είχε επιβεβαιώσει και ο κύριος μάρτυρας του Ρίχτερ, ο Λογοθετόπουλος. Η ιστορική έρευνα είναι πλέον σύμφωνη με αυτήν τη μονοδιάστατη παράθεση των γεγονότων.[12]
Σε αυτή την εικόνα της υποβάθμισης και της ωραιοποίησης ανήκει, τρίτον, η απαλλαγή των δωσίλογων. Για τον πρώτο πρωθυπουργό της κυβέρνησης συνεργασίας Γεώργιο Τσολάκογλου, βεβαιώνει ο Ρίχτερ, πως με το διάβημά του προς τους Γερμανούς ήθελε να εμποδίσει τη δημιουργία ενός ιταλικού προτεκτοράτου και ως εκ τούτου ήταν έτοιμος να «αναλάβει την ευθύνη, ενέργεια που δεν είχε το θάρρος να πράξει κανένας από τους προκατόχους του».[13] Με την ιδιαίτερη προτίμηση του Ρίχτερ στον διάδοχο του Λογοθετόπουλου, θα ασχοληθώ στην επόμενη ενότητα.
Ακόμη και τον τρίτο πρωθυπουργό, τον Ιωάννη Ράλλη, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση τον Απρίλιο του 1943, τον παρουσίασε ο Ρίχτερ πολύ ευνοϊκά: σύμφωνα με τον Ρίχτερ ο πολιτικός αυτός, που ανήκε στην «παλιά σχολή», επέμενε να διατηρήσει τη φιλοβασιλική του στάση και για τον λόγο αυτό δημιούργησε τα Τάγματα Ασφαλείας.[14] Παράλληλα, υπαινίσσεται έμμεσα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης Ράλλη με την προθυμία του για την πλήρη στρατιωτική συνεργασία αναδεικνύεται σε πυρήνα της γερμανικής «πολιτικής του διχασμού», κύριος στόχος της οποίας ήταν η καταστροφή του αριστερού λαϊκού κόμματος της Αντίστασης – και εάν αυτό αποτύγχανε, τότε θα έπρεπε η επανάσταση να κατασταλεί μέσα από εμφύλιο πόλεμο.
Ωστόσο ο Ρίχτερ δεν σταματά τις προσπάθειές του να απαλλάξει τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους από την ευθύνη τους για την ελληνική τραγωδία: Καταβάλλει πολύ μεγάλη προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή από τις μοιραίες συνέπειες της γερμανικής «πολιτικής του διχασμού», που συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόκληση του εμφυλίου πολέμου. Κι εδώ αρνείται το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι έρευνες, οι οποίες έχουν απομακρυνθεί προ πολλού από τους μανιχαϊστικούς καταλογισμούς των ευθυνών του Ψυχρού Πολέμου. Για τον Ρίχτερ όμως είναι σαφές όσο ποτέ άλλοτε, ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ αποφάσισε, από το καλοκαίρι του 1943, να καταστείλει στρατιωτικά την αριστερή δημοκρατική αντίσταση (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ).[15]
Δεν μπορώ να υπεισέρθω σε λεπτομέρειες σε σχέση με τα γεγονότα. Οφείλω να αναφέρω πως κι εδώ πρόκειται για μια ακραία υπεραπλούστευση, με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή από τις προσπάθειες των Γερμανών και των συνεργατών τους, να συμπαρασύρουν την κομμουνιστική οργάνωση (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) σε έναν υπερβολικά βίαιο και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Αναμφισβήτητα, οι Βρετανοί ήταν επίσης συνυπεύθυνοι για αυτή την κλιμάκωση, αλλά ο ρόλος τους ήταν σαφώς υποδεέστερος και γεμάτος αντιφάσεις. Η βρετανική στρατιωτική αποστολή και το Υπουργείο Εξωτερικών προσπάθησαν επανειλημμένα να αποφύγουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των αριστερών – δημοκρατικών και «εθνικών» οργανώσεων αντίστασης -αν μη τι άλλο– επειδή φοβούνταν μια ιδιαίτερα ανεπιθύμητη γι αυτούς νίκη του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ. Ακόμη και ο Τσώρτσιλ, ο οποίος πόνταρε πεισματικά σε μια αποκατάσταση της μοναρχίας, ανέχτηκε στην καλύτερη περίπτωση μια ένοπλη σύγκρουση και αυτό σε μια αρκετά μεταγενέστερη ημερομηνία.
Εξίσου αξιοσημείωτος είναι ο χειρισμός του Ρίχτερστο θέμα της γερμανικής τρομοκρατίας κατά την περίοδο της Κατοχής. Δεδομένου ότι οι Γερμανοί δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν με στρατιωτικές επιχειρήσεις την ένοπλη αντίσταση, αποφάσισαν να εκδικηθούν τον άμαχο πληθυσμό. Χιλιάδες έπεσαν θύματα μέσα από σφαγές και απαγωγές, ενώ καταστράφηκαν περίπου 100 χωριά ολοσχερώς και διεξάγονταν συγκρούσεις στις περιοχές με τις ομάδες ανταρτών. Περίπου πέντε τοις εκατό του ελληνικού πληθυσμού είχε πέσει θύμα της υπερβολικής βίας, της πείνας και του αφανισμού των Εβραίων από τους Γερμανούς. Μετά την οπισθοχώρηση των Γερμανών, 640.000 άνθρωποι παρέμειναν άστεγοι, ενώ το ένα τέταρτο των κατοικιών είχε καταστραφεί. Μετά την απελευθέρωση, το ένα τρίτο υπέφερε από χρόνιες ασθένειες ή είχε κάποια αναπηρία.
Σε καμιά περίπτωση ο Ρίχτερ δεν αντιμετωπίζει σε βάθος αυτόν τον καταστροφικό απολογισμό. Θίγει μόνο φευγαλέα την τρομοκρατία που ασκείται κατά την περίοδο της Κατοχής, ενώ μόνη εξαίρεση αποτελεί η αναφορά του στον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης.[16]Την ίδια εποχή με τη δική του έρευνα υπάρχουν πολλές εξελίξεις στην ιστορική έρευνα που τις αγνοεί επιτηδευμένα, ενώ οι ανησυχίες του στρέφονταιπρος μια διαφορετική κατεύθυνση. Παράλληλα, ασκεί κριτική στην απαράδεκτη τάση κάποιων ελληνικών ΜΜΕ και εκδόσεων να υπερβάλλουν σχετικά με τις πρακτικές τρομοκρατίας και τους αριθμούς των θυμάτων, τακτική την οποία ακολουθούν κατά την άποψή του και πολλοί συνάδελφοί του. Ο Ρίχτερ διαμαρτύρεται απερίφραστα ενάντια σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις, όπως το υπερβολικό «τρομοκρατικό καθεστώς» στην Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση και την παρουσίαση των γερμανών στρατιωτών ως «εμπρηστές» και καταγγέλλει ότι οι «πράξεις αντιποίνων» στο Κομμένο, το Δίστομο και τα Καλάβρυτα βαφτίστηκαν ως μια «πανταχού παρούσα γερμανική τρομοκρατία».[17] Από τέτοιου είδους υπερβολές αποστασιοποιήθηκαν και άλλοι Γερμανοί ιστορικοί.
Αυτό ωστόσο δεν νομιμοποιεί τον Ρίχτερ να δηλώνει γενικεύοντας, ότι η απάνθρωπησφαγή των ανυπεράσπιστων γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων είναι νόμιμη προστατεύοντας εκ των υστέρων τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Έτσι, γράφει ότι «τα αντίποινα» «γίνονταν κατά κανόνα έπειτα από επίθεση που οι ίδιοι δέχονταν από τους αντάρτες».[18] Εκτός αυτού, όπως αναφέρει, οι περισσότεροι διοικητές «απέρριψαν τα αντίποινα ως παράνομα» και «σπάνια έκαναν χρήση τέτοιων μέτρων», ενώ όταν το έπρατταν ήταν πολύ «συγκρατημένοι».[19] Επιπλέον, έκαναν ό,τι μπορούσαν, στο μέτρο του δυνατού, για τις εβραϊκές κοινότητες που απειλούνταν με απέλαση. Έτσι, ο διοικητής της Ελλάδας Χανς Σπάιντελ(Hans Speidel) κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να «αποκρύψει τα περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων από την πρόσβαση των SS και να τα διασώσει προς όφελος του ελληνικού κράτους».[20]
Ο Χούμπερτ Λαντς(HubertLanz) με τη σειρά του, που κάθε άλλο παρά φίλος των Ναζίήταν, έσωσε τους Εβραίους των Ιωαννίνων «από την επίθεση των Ναζί» και μόνο αφού έφυγε ο ίδιος, απέκτησαν οι Ναζί «ελευθερία κινήσεων».[21] Επίσης ο ΜπρούνοΜπρόιερ (BrunoBräuer), διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης», επ’ ουδενί λόγω δεν προχωρούσε σε «συλλήψεις και απομάκρυνση των Εβραίων»,επειδή ήταν μόνο «εκτελεστικό όργανο» του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ.[22]
Όλους αυτούς τους ισχυρισμούς του ο Ρίχτερμας τους παρουσιάζει χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές. Προφανώς τους έχει στηρίξει εν μέρει στη συνεννόηση που είχε με τους πρώην στρατηγούς στην Ελλάδα (Λαντς και Σπάιντελ),[23] βασιζόμενος κατά τα άλλα και στα έγγραφα υπεράσπισης της Δίκης της Νυρεμβέργης, κατά την οποία εκδικάστηκαν οι Γερμανοί στρατηγοί που έδρασαν στην Ανατολική Ευρώπη (Υπόθεση 7).[24] Με αυτόν τον τρόπο οδηγεί στην πλάνη τους ανενημέρωτους αναγνώστες και αναγνώστριες, εφόσον δεν αντιλαμβάνονται όλοι ότι αποσιωπά τα έγγραφα κατηγορίας και την απόφαση της δίκης, διότι εμποδίζουν τις ρεβιζιονιστικές του απόπειρες.[25] Επιπλέον, δικαιολογημένες χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων οι πράξεις αυτών που απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες, όπως για παράδειγμα οι αυστηρές διατάξεις, με τις οποίες ο Σπάιντελ από το φθινόπωρο του 1943 προωθούσε την απαλλοτρίωση των εβραϊκών κοινοτήτων που βρίσκονταν στον νότο και στα νησιά. Χαλκεύει την ιστορία λοιπόν, όποιος παρουσιάζει θετικά αυτούς τους στρατηγούς, χωρίς να επισημαίνει καν την ετυμηγορία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης.
Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη εμπόδιο στις απολογητικές προσπάθειες του Ρίχτερ: η συμπεριφορά των γερμανικών στρατευμάτων κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944. Είχαν προετοιμαστεί ήδη γι’ αυτό το γεγονός, καθώς αναμενόταν η εισβολή των Συμμάχων. Για την ημέρα αυτή είχαν προγραμματίσει την καταστροφή ολόκληρης της υποδομής της Ελλάδας[26] και στη συνέχεια κατέφυγαν σε αυτήν, παρόλο που κατά την οπισθοχώρησή τους δεν υπήρχε ο κίνδυνος της στρατιωτικής καταδίωξης. Οι ενέργειές τους αυτές που δεν εμποδίστηκαν από κανέναν, είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή της πολιτικής της «καμένης γης».[27] Το ελληνικό ταχυδρομικό και τηλεπικοινωνιακό σύστημα καταστράφηκε ολοσχερώς.
Σε ποσοστό 90% καταστράφηκαν οι υποδομές μεταφορών: χερσαίοι δρόμοι και γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές, σιδηροδρομικές σήραγγες και σταθμοί, λιμενικές εγκαταστάσεις κ.λπ. Το τροχαίο υλικό, είτε το κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό, είτε το χρησιμοποίησαν κατά την οπισθοχώρησή τους. Βύθισαν τα τρία τέταρτα του εμπορικού στόλου, ενώ απροσπέλαστη έγινε η Διώρυγα της Κορίνθου, η λειτουργία της οποίας κατέστη δυνατή μόνο μετά το 1949. Επρόκειτο για μια εξωφρενική καταστροφή, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από στρατιωτικούς περιορισμούς.
Όλα αυτά δεν τα αναφέρει καθόλου ο Ρίχτερ,[28] παρά σιγοντάρει τον σκοπό των Γερμανών στρατηγών. Περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο ο Φέλμυπαρέκαμψε τις «διαταγές του Χίτλερ για καταστροφές» και «διέσωσε»[29] με το σθένος του την Αθήνα. Ο Λαντς φέρεται να εγκατέλειψε τα Ιωάννινα χωρίς να έχει διαπράξει καταστροφές. Σύμφωνα με τον Ρίχτερ υπήρξαν στην Πάτρα μερικές καταστροφές “επειδή οι Βρετανοί δεν τήρησαν τις συμφωνίες”.[30] Μόνο στη στρατιωτική μονάδα Ε της Θεσσαλονίκης δεν υπήρχε κανένας «ανώτατος αξιωματικός», που «να θέλει να αποτρέψει τις αλόγιστες καταστροφές». Εδώ όμως, όπως αναφέρει, ο σοσιαλδημοκράτης μαχητής της Αντίστασης Γκέοργκ Έκερτ(GeorgEckert) ενημέρωσε τον ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα «να κοπούν» τα εκρηκτικά καλώδια που τοποθετήθηκαν στην περιοχή του λιμανιού και να «παραμείνουν άθικτες οι λιμενικές εγκαταστάσεις».[31] Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς.
Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση ο Ρίχτερ μας παρουσιάζει μια «μεταπραγματική ιστορία», για να την εκφράσει με τη σημερινή λαϊκή ορολογία, ενώ στηρίζεται αποκλειστικά στη βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, όλα όσα βρήκε εκεί δεν αποτελούν φανταστικές, επιθυμητές σκέψεις: αν δεν υπήρχαν μερικές προσπάθειες περιορισμού, τότε και οι καταστροφές θα ήταν πολύ πιο συντριπτικές. Ο Ρίχτερ όμως αμέλησε να προσφύγει στις άφθονες πρωτογενείς πηγές, χωρίζοντας έτσι την ήρα από το σιτάρι, ενώ ανακατασκεύασε τόσο επιμελώς τα γεγονότα, όπως για παράδειγμα ο τρόπος που παρουσίασε τις καταστροφικές ενέργειες της Βρετανικής εξερευνητικής δύναμης τον Απρίλιο του 1941, υπερβάλλοντας προς την άλλη κατεύθυνση.[32] Του αρέσει να παρουσιάζει τα πράγματα όπως θέλει: όμως δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός πως οι διοικητές, που τόσο πολύ εκτιμούσε ο ίδιος, κατά την έναρξη των ενεργειών της οπισθοχώρησής τους έθεσαν σε εφαρμογή με ακρίβεια την οργάνωση των σχεδίων καταστροφής των στρατευμάτων τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution (όπωςστηνυποσημείωση 6), σ.193–198; σ.230–247; σ.384–391 καισ.467–494.
[2]Richter, GriechenlandII (όπως στην υποσημείωση 17), σ.71–73; σ.77–81; σ.90–97; σ.120–125. Στη σ. 120κ.ε. ασχολείται επίσης ο Richter με τον ρόλο της γερμανικής «πολιτικής του διχασμού» ως προς την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, όμως θεωρεί σημαντική την απόφαση του Churchill να καταστείλει στρατιωτικά το αντιστασιακό κίνημα το καλοκαίρι του 1943.
[3]Σε αυτά τα νέα αποσπάσματα, ο Richter θα παρουσιάσει βιβλιογραφικά στοιχεία, μόνο εάν αυτά είναι χρήσιμα για να αμβλύνουν τις εντυπώσεις. Γι’ αυτή την επιλεκτική μέθοδο, πού είναι συνηθισμένη τακτική του, σύγκρινε τις αναλύσεις του στο κεφάλαιο που αναφέρεται στα πρακτικά ελλείμματα. (ελλείψεις)
[4]Σύγκρ. εδώ και παρακάτω, Richter, GriechenlandII (όπως στην υποσημείωση 17), σ.121κ.ε.; σ.331Φ. και σ.460.
[5]Σύγκρ. για τεκμήριοRoth / Rübner, Reparationsschuld (όπως στην υποσημείωση 83), σ.29Φ. σ.31Φ. και σ. 42 όπως και στο ίδιο, έγγρ. 12 και έγγρ. 100 (απόσπασμα από τη μετάφραση της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με το θέμα των αποζημιώσεων).
[6]Στοίδιο, σ. 29.
[7]Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution (όπωςστηνυποσημείωση 6), σ.140.
[8]Στο ίδιο, σ. 144κ.ε.
[9]Richter, GriechenlandII (όπως στην υποσημείωση 17), σ.80κ.ε.
[10]Στο ίδιο, σ. 54.
[11]Στοίδιο, σ. 82.
[12]Σύγκρ.Violetta Hionidou, Famine and Death in Occupied Greece, 1941–1944, Cambridge u.a. 2006, passim; John Louis Hondros, Occupation and Resistance: The Greek Agony 1941–1944, New York 1988, σ.67κ.ε.Mark Mazower, Inside Hitler’s Greece: The Experience of Occupation, 1941–1944, New Haven / London 1993, σ.23κ.ε. (γερμανικήέκδοση: Griechenlandunter Hitler: Das Leben während der Besatzung 1941–1944, Frankfurt am Main 2016).
[13]Richter, GriechenlandII(όπως στην υποσημείωση 17), σ.59.
[14]Στο ίδιο, σ.97Φ.
[15]Στο ίδιο, σ.13Φ. και σ.93.
[16]Richter, GriechenlandII (όπως στην υποσημείωση 17), σ.95Φ. «Σίγουρα»στον βαθμό που ο Richter επιδιώκει ακόμη κι εδώ να απαλλάξει έναν Γερμανό δράστη, όπως θα δούμε σύντομα.
[17]Στο ίδιο σ. 130.
[18]Στο ίδιο σ. 131.
[19]Στο ίδιο σ. 131.
[20]Στο ίδιο σ. 121.
[21]Στο ίδιο.
[22]Στο ίδιο σ. 131.
[23]Σύγκρ. Richter, GriechenlandzwischenRevolutionundKonterrevolution (όπως στην υποσημείωση 6), σ.6, όπου ο ίδιος ευχαριστεί τους Lanz και Speidel για τις «πληροφορίες και τις υποδείξεις τους».
[24]Τα έγγραφα της δίκης φυλάσσονται σε πολλά αρχεία, για παράδειγμα στο Ομοσπονδιακό Αρχείο της πόλης Koblenz με κωδικό Rep. 501 XX-II B (Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, Υπόθεση 7, Ηνωμένες Πολιτείες κατά WilhelmListetal.). Μέχρι στιγμής, βρήκα μόνο ένα μόνο απόσπασμα στις δημοσιεύσεις του Richter, όπου ο ίδιος αναφέρεται σε αυτή τη δίκη, και μάλιστα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της διατριβής του GerhardWeber, της οποίας ήταν επόπτης. Θέμα της διατριβής ήταν ο HellmuthFelmy. Εκεί αναφέρει ότι ο Felmy και οι υπόλοιποι στρατηγοί καταδικάστηκαν «επειδή έπρεπε να κάνουν ένα είδος πολέμου που δεν ήθελαν, απορρίπτοντας τον στρατιωτικό του χαρακτήρα». Παράλληλα, στόχος ήταν να «επέλθει η καταδίκη», γι’ αυτό και παρεμποδίστηκε η υπεράσπιση. HeinzA. Richter, Προκαταρκτικές παρατηρήσεις για τον GerhardWeber,HellmuthFelmy, StationeneinermilitärischenKarriere, Mainz / Ruhpolding 2010, σ.7Φ.
[25]Ωστόσο, υπάρχει μία εξαίρεση: η δίκη κατά του KurtStudent, που διεξήχθη στο Lüneburg το 1947 από το βρετανικό στρατιωτικό δικαστήριο. Ο Richterσημειώνει αυτάρεσκα ότι το δικαστήριο ενδιαφέρεται προφανώς μόνο για τις παραβιάσεις του στρατιωτικού νόμου που διαπράττονται εναντίον Βρετανών πολιτών και ήταν ικανοποιημένος με τις ασαφείς δηλώσεις του Student σχετικά με τους πυροβολισμούς ομήρων. Παρ‘ όλα αυτά, έγραψε για την ποινή, −έξι χρόνια φυλάκισης−, ότι δεν επρόκειτο για μια «δίκαιη [….] ετυμηγορία». Richter, OperationMerkur (όπως στην υποσημείωση 18), σ.287κ.ε., παράθεμα σ.290.
[26]Ένα από αυτά τα καταστροφικά σχέδια αποτυπώνεται στους Roth /Rübner, Reparationsschuld(όπως στην υποσημείωση 83), έγγρ.15.
[27]Σύγκρ. εδώ και παρακάτω Seckendorf (βελτιωμένη έκδοση), DieOkkupationspolitikdesdeutschenFaschismusinJugoslawien, Griechenland, Albanien, ItalienundUngarn 1941–1944, έγγρ.341 undέγγρ.342, Roth /Rübner, DieReparationsschuld, σ. 41Φ. καισ. 46Φ., έγγρ. 29 και έγγρ.30.
[28]Richter, GriechenlandII (όπως στην υποσημείωση 17), σ.120κ.ε.
[29]Στο ίδιο, σ. 124.
[30]Στο ίδιο.
[31]Στο ίδιο, σ. 124Φ.
[32]Στο ίδιο, σ.56Φ. και σ.61Φ.
Τι άλλο να πούμε για την κατάντια που αποτυπώνετε στην είδηση με τους νηπιαγωγούς που…
Από σήμερα, 28 Δεκεμβρίου, όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές θα πρέπει να χρησιμοποιούν αποκλειστικά καλώδια φόρτισης USB-C. Αυτό λέει η…
Στα Χανιά περνά τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, συνοδευόμενος από την…
Σε πλήρη ετοιμότητα βρίσκονται η Πολιτική Προστασία και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Κρήτης ενόψει…
Ένα υγιέστατο αγοράκι υποδέχθηκαν σήμερα, Σάββατο 28 Δεκεμβρίου, ο Δήμαρχος Χανίων Παναγιώτης Σημανδηράκης και η…
Τα μέλη του Παραρτήματος Χανίων του Σωματείου Εργαζομένων της εταιρείας Teleperformance πραγματοποίησαν συνέντευξη Τύπου την…
This website uses cookies.