Τι κοινό έχουν οι AJ Vandermeyden, Whitney Wolf και Ellen Pao; Και οι τρεις είναι γυναίκες εργαζόμενες, με υψηλόβαθμες θέσεις σε κομβικές επιχειρήσεις της Αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας, της γνωστής ευρέως ως Silicon Valley. Αυτό που φαίνεται να τις ενώνει όμως πραγματικά δεν είναι η κοινή επαγγελματική τους ενασχόληση, αλλά τα παρόμοια βιώματα σεξιστικής συμπεριφοράς, μισογυνισμού ή και επιθέσεων απέναντί τους, αυτουργοί των οποίων είναι συνάδελφοί τους στο χώρο εργασίας τους. Και οι τρεις είναι μόλις μερικά από τα δεκάδες παραδείγματα που αναφέρονται σε δημοσίευμα του περιοδικού New Yorker.
Το σεξουαλικό σκάνδαλο με πρωταγωνιστή το διάσημο παραγωγό του Hollywood, Harvey Weinstein, που ξέσπασε τον Οκτώβριο και αφορά δεκάδες περιστατικά σεξουαλικών παρενοχλήσεων και σεξιστικής βίας στο χώρο του θεάματος, πυροδότησε εκτός από τις δικαιολογημένες αντιδράσεις της κοινής γνώμης ένα γενικευμένο ενδιαφέρον επανεξέτασης ζητημάτων όπως η ισότητα των φύλων, τόσο στο χώρο εργασίας, όσο και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της καθημερινότητας.
Ενδεικτικές είναι οι συνθήκες που κυριαρχούν στο χώρο της Silicon Valley, όπου κυριαρχούν η «πατριαρχική δομή», ο σεξισμός και το αφιλόξενο περιβάλλον της για τις γυναίκες. (Διαβάστε επίσης: Τα καλά ντιλ στη Silicon Valley γίνονται σε κλαμπ στριπτίζ)
Εξετάζοντας μαρτυρίες γυναικών-εργαζομένων σε επιχειρήσεις-κολοσσούς, όπως η Twitter, η Uber και η Microsoft, αναφέρεται τόσο η τεράστια μισθολογικη διαφορά και ανισότητα ευκαιριών ανέλιξης μεταξύ ανδρών και γυναικών (το λεγόμενο wage gap), όσο και το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο που αναπτύσσεται από τις επιχειρήσεις αυτές προς τον ανδρικό πληθυσμό που παρενοχλεί εντός του εργασιακού χώρου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομική εταιρία Carlton Fields Jorden Burt, η Silicon Valley εφαρμόζει τη στρατηγική δεσμευτικών εργασιακών συμβολαίων που αναπτύχθηκε από τη Wall Street και προβλέπει εξωδικαστική διευθέτηση νομικών ζητημάτων που αφορούν σε περιστατικά στα οποία εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο η εκάστοτε εταιρία εργασίας του προσώπου. Με αυτόν τον τρόπο, περιστατικά που αφορούν από σεξιστική συμπεριφορά μέχρι διακρίσεις με βάση το φύλο ή και τη φυλή δεν είναι δυνατό να πάρουν το δρόμο της δικαιοσύνης, καθώς ο/η εργαζόμενος/-η κινδυνεύει με άμεση απόλυση ή άλλες κυρώσεις, όπως κατηγορία για δυσφήμιση της εταιρίας.
Παρά το δεσμευτικό αυτό νομικό πλαίσιο διακρίνεται η διάθεση πολλών γυναικών να μιλήσουν ανοιχτά, καταγγέλλοντας περιστατικά στα οποία θυματοποιήθηκαν εντός του εργασιακού πλαισίου, ενώ πολλή μεγάλη σημασία έχει το γεγονός ότι οι πρώτες που φαίνεται να κινητοποιήθηκαν για να καταγγείλουν δημόσια τα περιστατικά αυτά είναι γυναίκες διαφορετικής καταγωγής.
Και είναι φυσικά μεγάλης σημασίας μιας και η παρουσίαση δεδομένων προερχόμενων από τη Google αποδεικνύει ότι μόλις το 17% του εργατικού δυναμικού της εταιρίας είναι γυναίκες, εκ των οποίων μόνο το 2% είναι Ισπανόφωνες και το 1% Αφρο-Αμερικανίδες.
Το πιο σοκαριστικό ωστόσο δεδομένο δεν είναι άλλο από την παραδοχή ότι σχεδόν ο μισός γυναικείος πληθυσμός που εμπλέκεται με τον κλάδο της τεχνολογίας, σταδιακά τον εγκαταλείπει (διπλάσιος σε αριθμό από τον αντίστοιχο ανδρικό) και το 60% από αυτόν κάνει την επιλογή αυτή μετά από σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο. Οι υπόλοιπες αποχωρήσεις γυναικών έχουν να κάνουν με αρνητική αντίληψη των συνθηκών εργασίας, μισθολογικές αδικίες και έλλειψη ευκαιριών ανέλιξης.
Μένει να δούμε αν το επίκαιρο των σεξιστικών επιθέσεων και των καταγγελιών από την πλευρά του θεάματος θα επηρεάσει πραγματικά και τη Silicon Valley, ώστε όλο και περισσότερα θύματα να πάρουν τη δύναμη να καταγγείλουν αντίστοιχα περιστατικά, κίνηση όχι μόνο σημαντική για τη χειραφέτιση των γυναικών αυτών, αλλά και για ολόκληρη τη βιομηχανία της τεχνολογίας που για χρόνια συνεχίζει σε ένα έδαφος βαθιά σεξιστικό και ρατσιστικό.