Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 109 χρόνια από την εκδήλωση του ενωτικού κινήματος που έφερε κοντύτερα την Κρήτη με την Ελλάδα (22 Σεπτεμβρίου 1908 κατά το παλιό ημερολόγιο, 6 Οκτωβρίου κατά το νέο), αν και η τελευταία χρειάστηκε τέσσερα ακόμη χρόνια για να αναγνωρίσει την ένωση (Οκτώβριος 1912). Ο κύριος λόγος για αυτό ήταν ο φόβος της τότε ελλαδικής ηγεσίας για τις αντιδράσεις της Τουρκίας, φόβος που πλέον εξέλιπε στα τέλη του 1912 λόγω της σύμπηξης βαλκανικής συμμαχίας εναντίον της (άμεσα με τη Βουλγαρία και έμμεσα με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο), η οποία επικράτησε και πρακτικά επέφερε την «έξωσή» της από την Ευρώπη με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Πριν όμως μπερδευτούμε περισσότερο, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το Κίνημα των Νεότουρκων και η ανατροπή των ισορροπιών
Στις 11/24 Ιουλίου 1908 εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα των Νεότουρκων (Jön Türk Hareketi), το οποίο αποσκοπούσε στην αποκατάσταση του οθωμανικού Συντάγματος και τον περιορισμό των εξουσιών του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’, ο οποίος κυβερνούσε απολυταρχικά από το 1878. Παρότι η εκδήλωση του αιφνιδίασε τις αρχές, σύντομα βρήκε αρκετούς υποστηρικτές μεταξύ των στρατιωτικών και των δημοσίων λειτουργών, αλλά και των εθνικών μειονοτήτων της Αυτοκρατορίας (Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Εβραίοι, κτλ), τα μέλη των οποίων πίστεψαν ότι θα αποκαθίστανταν πλήρως τα δικαιώματά τους και ότι θα είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή στον έλεγχο και την άσκηση της διοίκησης. Υπό τις συνθήκες αυτές πραγματοποιήθηκαν βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια απολυταρχίας.1 Οργανωμένοι πολιτικά υπό την «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» (İttihat ve Terakki Cemiyeti), οι Νεότουρκοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να ελέγξουν την εκλογική διαδικασία, καταφέρνοντας να κυριαρχήσουν στο κοινοβούλιο που προέκυψε. Ωστόσο, υπήρξαν λιγότερο επιτυχείς στο να ελέγξουν τις αντιδράσεις των γειτονικών κρατών, τα οποία προχώρησαν σε τρία απανωτά χτυπήματα κατά της κυριαρχίας και ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 5 Οκτωβρίου, η Βουλγαρία ανακήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της από την Αυτοκρατορία, ενώ ταυτόχρονα προσάρτησε επίσημα την Ανατολική Ρωμυλία, την οποία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το 1885.2 Την επόμενη κιόλας μέρα, 6 Οκτωβρίου, η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, την οποία κατείχε από το 1878, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας κήρυξε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν μια εκρηκτική κατάσταση στα Βαλκάνια, καταδεικνύοντας ότι η αποκατάσταση του οθωμανικού Συντάγματος όχι μόνο δεν συντέλεσε στην ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων που εκκρεμούσαν μεταξύ της οθωμανικής κυβέρνησης και των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, αλλά αντιθέτως, «έβαλε φωτιά σε όλες τις συγκεντρωμένες ποσότητες μπαρούτης».
Η εκδήλωση του ενωτικού κινήματος
Σε αντιστοιχία με τις εξελίξεις στη Βουλγαρία και τη Βοσνία, αλλά και ως αντίδραση σε αυτές, οι ιθύνοντες στην Κρήτη έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευμενή συγκυρία.3 Στις 22 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1908 κι ενώ ο ύπατος αρμοστής Κρήτης Αλ. Ζαΐμης βρισκόταν στην Αίγινα για διακοπές, οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Εμμανουήλ Ξηράς, Χαράλαμπος Πλουμιδάκης και Εμμανουήλ Παπαγιαννάκης κάλεσαν με προκήρυξη τον κρητικό λαό σε συγκέντρωση στα Χανιά, κατά την οποία εγκρίθηκε το πρώτο λαϊκό ψήφισμα υπέρ της ένωσης. Ως ένας από τους διοργανωτές του συλλαλητηρίου, ο Ν. Ζουρίδης επιχείρησε με τον λόγο του να εξευμενίσει τις Δυνάμεις, υποστηρίζοντας ότι «Η επανάστασις αυτή ούτε απευθύνεται εναντίον ουδενός, πολύ δε πλέον, δεν γίνεται από ανευλάβειαν προς τας Δυνάμεις, αίτινες ανεγνώρισαν τους πόθους μας και προδιέγραψαν τον τρόπον της συντόμου πραγματοποιήσεως αυτών. Πρέπει δε να ομολογήσωμεν ότι άμα ο τόπος εξεπλήρωσε τους προταθέντας όρους, ήτοι την οργάνωσιν της Πολιτοφυλακής και την εμπέδωσιν της δημοσίας τάξεως, αι Προστάτιδες Δυνάμεις μετ’ ευθύτυτος ήρξαντο ανακαλούσαι τα στρατεύματα της κατοχής, υπό τους ευγνώμονας χαιρετισμούς του Κρητικού λαού». Με τον λόγο του αυτό ο Ζουρίδης επιχείρησε να συνδέσει την συγκρότηση του σώματος της Πολιτοφυλακής με την εξασφάλιση της συναίνεσης των Δυνάμεων για τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο εξέλιξης του Κρητικού, ήτοι την πλήρη και ουσιαστική ανεξαρτησία της Κρήτης από την Αυτοκρατορία και την ένωσή της με την Ελλάδα.
Προσθέτει μάλιστα: «Όχι λοιπόν η ανευλάβεια προς τας Δυνάμεις, αλλά τα ραγδαία γεγονότα της Χερσονήσου του Αίμου, και προ παντός η ανακήρυξις της Βουλγαρίας εις ανεξάρτητον Βασίλειον, εντός της οποίας υπό αναλόγους διεθνής συνθήκας με την Κρήτην υπάρχει και η Ανατολική Ρωμυλία, μας ωθούν όπως και ημείς σήμερον κηρύξωμεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την Ένωσιν της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος, με την βαθύτατην πεποίθησιν ότι αι Προστάτιδαι Δυνάμεις μετ’ ευμενείας θα κρίνουν την απόφασιν ταύτην του Κρητικού λαού». Η αναφορά αυτή στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο ομιλητής θεωρεί την προσάρτηση του 1885 μη ολοκληρωθείσα και επιχειρεί να συνδέσει τις εκεί εξελίξεις με την Κρήτη, προδιαγράφοντας την ένωση της τελευταίας με την Ελλάδα. Παράλληλα, επιχειρεί να καθησυχάσει ως προς τις πιθανές διεθνείς αντιδράσεις, εκφράζοντας την ελπίδα ότι «ακόμη ότι και αυτό το νέον καθεστώς της Τουρκίας, προς το οποίο μετά συμπαθείας ατενίζει ο Ελληνισμός, θα αποδεχθή την λύσιν ταύτην, διότι εν τω συμφερόντι αμφότερων των λαών θα καταστήση εγκαρδιωτέρας τας σχέσεις των δύο Κρατών».4
Την επομένη, 24 Σεπτεμβρίου, η κρητική Συνέλευση συνήλθε στη στολισμένη πανηγυρικώς με ελληνικές σημαίες και πορτραίτα του Βασιλέως αίθουσα του Κοινοβουλίου στα Χανιά, όπου οι βουλευτές εξέδωσαν το Ψήφισμα της Ενώσεως. Με αυτό, καταργούσαν την αρμοστεία και διόριζαν στη θέση της μια προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Εμμανουήλ Λογιάδη, Μίνωα Πετυχάκη και Χαράλαμπο Πωλογεώργη, με αποστολή της «όπως κυβερνήση την Κρήτην κατά τους νόμους του Βασιλείου της Ελλάδος». Αναλυτικότερα, το ψήφισμα ανέφερε ότι «Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του κρητικού λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την Ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέσει εν αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον». Το κρητικό σύνταγμα καταργήθηκε και εισήχθηκε το ελληνικό, ενώ παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση υπέδειξε στον Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στο όνομα του Έλληνα βασιλιά σε επίσημη τελετή που έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 29 του ίδιου μήνα ορκίστηκαν επίσης με βάση το ελληνικό Σύνταγμα οι χωροφύλακες και οι πολιτοφύλακες. Η νέα ηγεσία επιχείρησε να αποτυπώσει την πολιτειακή αλλαγή και στην ονομασία των θεσμών, μετονομάζοντας την κυβέρνηση της Κρήτης από «Συμβούλιο του Ηγεμόνος» ή «του Αρμοστού» σε «Εκτελεστική Επιτροπή», ενώ οι μέχρι πρότινος σύμβουλοι (υπουργοί) θα καλούνταν στο εξής επίτροποι.5 Στο ίδιο πλαίσιο, η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Κρητικής Πολιτείας θα εκδιδόταν στο εξής υπό τον τίτλο «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη».
Ταυτόχρονα, ο Βενιζέλος και οι περί αυτόν θεώρησαν σημαντικό το να καθησυχαστεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός και να περιοριστούν οι αντιδράσεις του, οπότε έστειλαν τηλεγραφήματα στους κατά τόπους νομάρχες όπου συνιστούσαν: «Καταρτίσατε επιτροπήν ίνα περιέλθη χωρία όπου κατοικούν Οθωμανοί, παρακαλέση αυτούς μείναι εστίας των και αν θέλουν εισελθείν πόλεις να μη εμποδισθούν, αλλά να προστατευθούν».6 Το μήνυμα αυτό αποτυπώνει την εμφανή ανησυχία των κινηματιών να εξασφαλίσουν -στο μέτρο του δυνατού- τη συναίνεση ή ανοχή των μουσουλμάνων, με βάση την πολιτική που είχε ακολουθηθεί άλλωστε και στο Θέρισο. Παράλληλα, δίνει την οδηγία να αποθαρρυνθεί η μετακίνησή τους προς τις πόλεις, θεωρώντας ότι αυτή θα μπορούσε να περιπλέξει την κατάσταση και να οδηγήσει σε ευρωπαϊκή επέμβαση. Μια τέτοια επιπλοκή θα μπορούσε να απειλήσει τα κεκτημένα των χριστιανών και την περαιτέρω εξέλιξη του πολιτεύματος, για το λόγο αυτό ο Βενιζέλος υποστήριξε και διά της εφημερίδας του ότι «τα διεθνή στρατεύματα είναι προστάται και όχι εχθροί», και ότι «από την ευμένειαν της Ευρώπης εξαρτάται η τελική επιτυχία του αγώνος μας, [ενώ] η ελάχιστη απέναντι αυτών παρεκτροπή θέλει επιφέρει το ναυάγιον του αγώνος τούτου». Στο πλαίσιο αυτό, «η ειλικρινής, πλήρης και αποτελεσματική προστασία των Μουσουλμάνων συμπολιτών μας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας μας».7
Διεθνείς αντιδράσεις στην κήρυξη της ένωσης
Οι «Προστάτιδες» Δυνάμεις αντέδρασαν με καθυστέρηση μερικών ημερών στις 15 Οκτωβρίου 1908, στέλνοντας ανακοίνωση των προξένων τους προς τη νέα κυβέρνηση, στην οποία ανέφεραν ότι «θεωρούσι την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος ως εξαρτωμένην εκ της συναινέσεως των δυνάμεων, αίτινες ανέλαβον υποχρεώσεις απέναντι της Τουρκίας. Εντούτοις δε θα απείχον από του να αποβλέψωσι μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη Νήσω και εάν η προστασία του Μουσουλμανικού πληθυσμού εξασφαλισθή».8 Με εξαίρεση τη Ρωσία και την Αυστροουγγαρία, οι οποίες τήρησαν διαφορετική στάση λόγω του ότι εμπλέκονταν άμεσα στις συναφείς εξελίξεις στη Βουλγαρία και τη Βοσνία, οι Δυνάμεις καθιστούσαν σαφές ότι ήταν αντίθετες στη διατάραξη του status quo, αλλά θα μπορούσαν να το συζητήσουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση του Κρητικού Ζητήματος ωστόσο επιδείνωσε τη θέση της Ελλάδας, η οποία ήταν αδύναμη στρατιωτικά και οικονομικά, όσο και πολιτικά απομονωμένη.9
Αξιοποιώντας την συγκυρία, η οθωμανική κυβέρνηση βρήκε πρόσφορο έδαφος να αντιδράσει δυναμικά ανακοινώνοντας δια της φίλα προσκείμενης σε αυτήν εφημερίδας Τasvir–i Efkâr ότι «η Κρήτη ανήκε πρότερον εις την Τουρκίαν και δε θα παύση και στο εξής να ανήκει εις αυτήν», ενώ παράλληλα προχώρησε στην κήρυξη οικονομικού αποκλεισμού (εμπάργκο) κατά της Ελλάδας και της Αυστροουγγαρίας. Ήταν προφανές ότι οι Νεότουρκοι είχαν ανάγκη από μια περιορισμένη έστω επιτυχία, για να συμψηφίσουν τις υποχωρήσεις τους έναντι της Βουλγαρίας και της Αυστροουγγαρίας, και η Κρήτη ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Οι Νεότουρκοι οργάνωσαν κύμα συλλαλητηρίων με σύνθημα «να κρατηθεί η Κρήτη» (Girit bizimdir, bizim de kalacak), ενώ η Πύλη διέψευσε επίσημα τη φήμη της προσάρτησης του νησιού από την Ελλάδα και κάλεσε την κυβέρνηση Ράλλη να δηλώσει δημόσια ότι δε θα δεχόταν την ένωση.
Παρότι οι ξένες πιέσεις απέτρεψαν τελικά το ελληνικό Κοινοβούλιο από το να δεχτεί το ενωτικό ψήφισμα, ήταν γεγονός πως μια νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί στο νησί με τη λόγω και έργω κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας.10 Η νέα κυβέρνηση της Κρήτης έχαιρε της έμμεσης αναγνώρισης των Δυνάμεων, καθώς οι αντιπρόσωποί τους είχαν σχέσεις με την κυβέρνηση από τις πρώτες κιόλας μέρες της εκδήλωσης του ενωτικού κινήματος. Παράλληλα, δεν υπήρξε περαιτέρω διαμαρτυρία για την παράβαση των διεθνών συμφωνιών, ούτε υπήρξαν κινήσεις των Δυνάμεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μείωση του κύρους ή την αντικατάσταση του νέου καθεστώτος.
Υπό την έννοια αυτή, «δημιουργείτο μια κατάστασις από διεθνούς απόψεως εξαιρετικώς νόθος και περίπλοκος, [διότι] η ένωσις αυτή ούτε από διεθνούς απόψεως είχε αναγνωρισθεί, ούτε από ελληνικής είχε συντελεσθή. Η ένωση είχε ούτως ειπείν μονομερή χαρακτήρα [και] υφίστατο μόνον εν τη αμετατρέπτω αποφάσει του Κρητικού λαού».11 Κατά συνέπεια, το Κρητικό Ζήτημα εξακολουθούσε να μένει σε εκκρεμότητα, καθώς ήταν τόσο μπλεγμένο στα γρανάζια της διεθνούς διπλωματίας, που για να λυθεί οριστικά «θα χρειαζόταν -όπως ανέφερε το 1905 ο Κ. Φούμης- κάποιος πόλεμος, ο οποίος θα προκαλούσε ανατροπή της παλαιάς κατάστασης» και θα επέβαλε ένα νέο εδαφικό καθεστώς στο Αιγαίο και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.
Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη στάση και δράση της μουσουλμανικής κοινότητας της Κρήτης κατά τον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρεισμα (2015).
Σημειώσεις:
1 Η εφημερίδα Νέα Έρευνα αναδημοσίευσε την 1η Αυγούστου άρθρο της Σερβέτ-ι Φουνούν, όπου αναφέρεται «ότι μετά την ανακήρυξιν του Συντάγματος εν Τουρκία λύεται και το Κρητικόν ζήτημα, διότι η Ελλάς θα παύσει τας ενωτικάς αυτής ενέργειας, ο δε κρητικός λαός πρέπει να στείλει βουλευτάς εις το κοινοβούλιον της Κωνσταντινουπόλεως. Ελπίζει δε η οθωμανική εφημερίς ότι και οι Δυνάμεις θα συντελέσουν εις τούτο».
2 Η προσάρτηση του 1908 ήταν μόνο τυπική, καθώς στην πράξη είχε ήδη συντελεστεί από τις 6 Σεπτεμβρίου 1885, όταν αναίμακτο κίνημα κήρυξε την έως τότε αυτόνομη ηγεμονία τμήμα της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα είχε σταθεί αδύναμη να αντιδράσει λόγω του ότι δεν είχε κοινό σύνορο με τη Βουλγαρία, ενώ η Σερβία ηττήθηκε γρήγορα στον σερβοβουλγαρικό πόλεμο που ακολούθησε (14-28 Νοεμβρίου 1885) και έληξε με αυστριακή διαμεσολάβηση. Η οθωμανική κυβέρνηση αναγνώρισε σιωπηρά το νέο καθεστώς με τη Σύμβαση του Τοπχανέ στις 24 Μαρτίου 1886, με την οποία ο Οθωμανός σουλτάνος διόρισε τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας και ως ηγεμόνα της Ανατολικής Ρωμυλίας, διατηρώντας συμβολικά την αυτοτέλεια της τελευταίας. Οι εξελίξεις αυτές αξιολογήθηκαν θετικά από την βουλγαρική πλευρά, η οποία επεδίωξε την αυτονόμηση της Μακεδονίας κατά τρόπο αντίστοιχο ως πολιτική που θα διευκόλυνε και επιτάχυνε την προσάρτησή της στη Βουλγαρία.
3 Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα συλλαλητήρια δεν ήταν αυθόρμητα, αλλά ότι υποκινήθηκαν από την ελληνική και την αυστριακή κυβέρνηση, οι οποίες είχαν σχετικές επαφές για το σκοπό αυτό από τον Αύγουστο του 1908. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Αυστρία σκόπευε να προχωρήσει στην προσάρτηση της Βοσνίας ακόμη και μεμονωμένα, κατάφερε όμως τελικά -παρά τις αντιδράσεις της Ρωσίας- να εμπλέξει και τη Βουλγαρία.
4 Εφημερίδα Κήρυξ, φύλλο 78, 29 Σεπτεμβρίου 1908.
5 Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Ι.Α.Κ.), Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, Χανιά, 2 Οκτωβρίου 1908, τεύχος Α’, αρ. 10, Διάταγμα υπ’ αριθμόν 1 «για την ίδρυση των Ανώτερων Διευθύνσεων και τον καθορισμό των Αρμοδιοτήτων τους».
6 Ι.Α.Κ., Τηλεγραφήματα προς Νομάρχας Κρήτης, Ανωτέρα Διεύθυνση Εσωτερικών, Σεπτέμβριος 1905, φάκελος 5, έγγρ. 85.
7 Εφημερίδα Κήρυξ, φύλλο78, 29 Σεπτεμβρίου 1908.
8 Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 130.
9 Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, σελ. 358.
10 «Η κατάσταση της Νήσου προσέλαβε μορφή χρονίαν, οι δε σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ωξύνοντο περισσότερο, ένεκα των αξιώσεων της Τουρκικής Κυβέρνησης, η οποία ζητούσε την αναβίωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της». Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 72.
11 Σ. Ξανθουδίδης, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, σελ. 173.
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στις Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σπουδές και Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
Εκατοντάδεςπολίτες συμμετείχαν σήμερα στη μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση στα Χανιά, εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκειά τους για…
Γράφει η Ιωάννα Μελάκη * Το μυαλό του μέσου Έλληνα, όσο αριστούχος της μαθηματικής εκπαίδευσης…
Σε μια συγκινητική εκδήλωση, οι μαθητές του 4ου Γυμνασίου Χανίων παρουσίασαν μια διασκευή του έργου…
Αποζημίωση για ιατρική αμέλεια ύψους περίπου 250 χιλιάδων ευρώ καλείται να πληρώσει το ΠΑΓΝΗ σε 39χρονο Κρητικό, επειδή ακρωτηριάστηκε…
«Σήμερα, Τετάρτη 20 Νοεμβρίου, είναι η τελευταία ημέρα των εκλογών του Επιμελητηρίου Χανίων. Είναι σημαντικό οι επιχειρηματίες…
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών ο γνωστός ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας. Ο Δημήτρης Σούρας πήγε στο νοσοκομείο με…
This website uses cookies.