Για χρόνια κουβαλούσε το μύθο της κι ας είχε επιλέξει η ίδια, όταν έφυγε από την Κρήτη, να τον αφήσει οριστικά πίσω της.
Η Τασούλα Πετρακογιώργη όσο με θόρυβο και πολλή σκόνη, που λίγο έλειψε να «πνίξει» την Κρήτη, έζησε τα νιάτα της, τόσο αθόρυβα πορεύτηκε και έφυγε, ζητώντας από τους δικούς της ανθρώπους να μην κοινοποιηθεί ο θάνατος της, μην τυχόν και ξυπνήσουν μνήμες και πληγωθούν ξανά όσοι είχαν λόγο να το ξαναζήσουν.
Η αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Ηρακλείου και πρωτανηψιά της Τασούλας, κ. Αριστέα Πλεύρη, ξετυλίγει στο cretalive όσα έζησε και θυμάται η ίδια κυρίως μετά την θρυλική απαγωγή, για μια προσωπικότητα που παρ’ ότι ζούσε στη Θεσσαλονίκη, η μυθιστορηματική απαγωγή της σφράγισε και τη δική της οικογενειακή ζωή.
«Θυμάμαι πως ήλθε η Τασούλα στο σπίτι μας- λέει η κ. Πλεύρη – μετά την απαγωγή. Ήταν χειμώνας του 1952, όταν η Τασούλα ήλθε στην Κρήτη μετά την αποφυλάκιση του Κώστα Κεφαλογιάννη λόγω της υπόθεσης της απαγωγής. Ένα πρωινό, το έσκασε από το σπίτι όπου διέμενε κι εμφανίστηκε στην οδό Ιδομενέως όπου ήταν το πατρικό μας και μας χτύπησε την πόρτα. Έκπληκτοι την είδαμε και μάλιστα ο παππούς Πετρακογιώργης και πατέρας της, που ήταν μέσα στο σπίτι, της ζήτησε να φύγει αμέσως και να πάει στη Χωροφυλακή, όπου να δηλώσει επίσημα πως επιθυμεί η ίδια να επιστρέψει στους γονείς της και την οικογένεια της».
Ήταν τόσο τεταμένο ακόμη το κλίμα ανάμεσα στις δυο οικογένειες που κανείς δεν ήθελε να φουντώσει νέα πάθη εάν δεν γινόταν δηλωμένη η εκούσια θέληση της να επιστρέψει στην οικογένεια της η Τασούλα.
Αμέσως μετά η Τασούλα βρέθηκε στις Μοίρες, στο εξοχικό της οικογένειας, όπου προσπαθούσε να ξεπεράσει τα όσα βίωσε, αλλά με βαθιά μελαγχολία. Δεν έβγαινε από το σπίτι κι ο πατέρας της την έβλεπε να μαραζώνει. Ο ίδιος, όντας βουλευτής των Φιλελευθέρων τότε, μοιράστηκε τον πόνο του με τον συνάδελφο του βουλευτή Μουρατίδη από τη Θεσσαλονίκη, και ο τελευταίος, σαν προξενητής, του είπε για μια οικογένεια Αδαμίδη που έχει ένα γιο γιατρό και θα μπορούσε να παντρευτεί την Τασούλα.
Πράγματι έγινε το προξενιό αλλά ο γάμος, για το φόβο των Ιουδαίων, έγινε στην Αθήνα, πέντε χρόνια μετά την απαγωγή που συγκλόνισε την Κρήτη. Την Τασούλα την πήγαν αντάρτες στην εκκλησία, κάπου στην Κηφισιά, συνοδεία όπλων, θυμάται η αντιδήμαρχος.
Στη Θεσσαλονίκη μετακόμισε μετά το γάμο και οι Κρητικοί της συμπρωτεύουσας την υποδέχθηκαν σαν εξόριστη βασίλισσα, με χορούς και δεξιώσεις για να μη νιώθει πως έφυγε από την Κρήτη.
Τόσο πολύ αγαπούσε την Κρήτη – εξομολογείται η κ. Πλεύρη- που έκανε ένα σωρό προξενιά στη μικρότερη αδελφή της, την Ηλέκτρα, προκειμένου να πάει κι εκείνη κοντά της, “για να ‘χει να μυρίζει Κρήτη”, όπως έλεγε!
Στο νησί ερχόταν πάντως όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι που μπορούσε, κάθε καλοκαίρι και Πάσχα, ενώ σύμφωνα με την επιθυμία της ήθελε να ταφεί στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Πετρακογιώργη στο παλαιό κοιμητήριο Ηρακλείου και να μην γίνει γνωστή η εκδημία της. Ήθελε να φύγει όπως έζησε – αθόρυβα και ήσυχα – τη ζωή της μετά τα όσα κινηματογραφικά συνέβησαν με την απαγωγή της.
Δεν ήθελε να ξυπνήσει μνήμες και φαντάσματα του παρελθόντος ούτε να ξαναγίνει η ζωή της- έστω και στο φευγιό της – μια ιστορία προς εκμετάλλευση.
Όπως λέει χαρακτηριστικά η Αριστέα Πλεύρη, η ίδια πίστευε πως η ιστορία της έγινε ρομάντζο ερήμην της, ενώ ήταν μια δραματική ιστορία, και η δική της αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη που τα δημοσιεύματα της εποχής αποτύπωναν.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως μία φορά μίλησε σε δημοσιογράφο, στον θρύλο Φρεντυ Γερμανό, το 1981 κι έκτοτε κράτησε το στόμα της ερμητικά κλειστό!
Γράφτηκαν δύο βιβλία για την πολύκροτη αυτή ιστορία. Η απαγωγή της Τασούλας του Τάσου Κοντογιαννίδη και τα Αμίλητα βαθιά νερά της Ρέας Γαλανάκη.