Ο μπαμπάς μου, όταν έπεσαν οι Γερμανοί ήταν περίπου 15 χρονών. Όταν έμεινε ορφανός από πατέρα ήταν 12 χρονών και η μητέρα του, η γιαγιά μου, πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, ήταν 32 χρονών. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά. Ένοιωθε λοιπόν και ήταν ο προστάτης και της μητέρας του και των αδελφών του. Και έτσι οπλοφορούσε. Κρυφά απ’ τη μαμά του. Κρατούσε πάνω του πάντα πιστόλι.
Οι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει στου Μάνο τις ελιές απέναντι απ’ το σπίτι τους. Κάτω απ’ το σπίτι τους ήταν οι δικές τους ελιές.
Μια μέρα, εκεί που έσκαβε τον πλησίασε ένας Γερμανός και του έκανε έλεγχο. Του βρήκε το πιστόλι πάνω του.
– Εγώ Γιάννη τώρα, πρέπει παραδώσω στην Κομαντατούρ. Καπούτ, στην Κομαντατούρ, Γιάννη. Τι θέλεις όπλο; Μικρός.
Ο μπαμπάς μου είχε γουρλώσει τα μάτια του απ’ τον φόβο του. Τρέχανε δάκρυα. Ήξερες πως θα τον σκότωναν. Δεν μίλησε όμως. Δεν παρακάλεσε. Μόνο δάκρυσε. Σκεφτόταν την μάνα του και τα μικρότερα αδέλφια του.
– Μένα, με στείλε διοικητής ψάξω σένα. Γκώ, πω δε βρήκα όπλο. Πέταξε όπλο Γιάννη. Γκώ δε θέλω σκοτώσουν σένα, γκώ δε θέλω πόλεμο. Είμαι κομμουνιστής!
Όμως, αυτόν τον καλό άνθρωπο οι Γερμανοί τον εκτέλεσαν στην οπισθοχώρηση. Είχε φαίνεται σώσει πολλούς ανθρώπους και εκτέθηκε.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη