O περιορισμός των βουλευτικών θητειών θα αποτελέσει εμπόδιο στην επαγγελματοποίηση του βουλευτή, αφετηρία περιορισμού του «ρουσφετιού», ενώ θα επιτρέπει την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού με την ανάδειξη ατόμων που έχουν αναφορά στην κοινωνία των πολιτών .Αυτό επισήμανε χθες ο βουλευτής Χανίων κ. Αντώνης Μπαλωμενάκης μιλώντας στην επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος. Αναφέρθηκε ακόμα στην πρόταση της ΝΔ να καθιερωθεί συνταγματικά η υποχρέωση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ως προϋπόθεση, όπως χαρακτηρίζεται, της δημοσιονομικής ισορροπίας, λέγοντας, μεταξύ άλλων :
«Τυχόν υιοθέτηση της πρότασης της ΝΔ θα θέτει μόνιμα όριο στον νομοθέτη πέραν του οποίου δεν θα μπορεί να κάνει καμιά παροχή ή να ικανοποιήσει κανένα δικαίωμα με οικονομικό αντίκρισμα για το κράτος, ακόμα και τα πιο στοιχειώδη έστω και εάν υπάρχει επιτακτική ανάγκη ή απλώς πολιτική βούληση για αυτό. Η εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση θα έχει ισχυρότατες δεσμεύσεις κόντρα στο πρόγραμμά της για το οποίο θα έχει ψηφιστεί από το λαό. Κατά τούτο είναι μια βαθιά αντιδημοκρατική πρόταση.»
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο τα ομιλίας του κ. Μπαλωμενάκη.
«Τρία είναι τα σημεία για τα άρθρα που συζητάμε σ’ αυτήν την ενότητα, που θέλω, πολύ σύντομα, να θίξω.
Το πρώτο αφορά την πρόταση για τον περιορισμό του αριθμού των συνεχόμενων βουλευτικών θητειών.
Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την πείρα που μπορεί να αποκτηθεί μετά από πολύχρονη βουλευτική ενασχόληση και – υπό προϋποθέσεις – είναι ασφαλώς επωφελής για τα κοινοβουλευτικά πράγματα. Ωστόσο ο κίνδυνος της «επαγγελματοποίησης» είναι αναπόφευκτος.
Δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεχνάμε την παράμετρο «ρουσφέτι», αυτήν τη χρόνια, αρχαία θα ΄λεγε κανείς, κακοδαιμονία του πολιτικού συστήματος, που εξέθρεψαν η διαχρονική ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και η έλλειψη σαφών κανόνων ίσης αντιμετώπισης των πολιτών, και που υπηρέτησαν με ιερή προσήλωση γενιές ολόκληρες πολιτικών κάθε βεληνεκούς.
Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς εδώ μέσα που να αντιλέγει στο ότι η προοπτική επανεκλογής αποτελεί πολύ ισχυρό κίνητρο .
Δεν θα εκλείψει το φαινόμενο ασφαλώς μόνο με τον περιορισμό του αριθμού των συνεχόμενων περιόδων που μπορεί να είναι κάποιος μέλος του κοινοβουλίου. Βάσιμα ωστόσο μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα συρρικνωθεί.
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο πρέπει να έχουμε κατά νούν είναι η συχνότερη ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Μια διαδικασία όχι απλώς χρήσιμα αλλά απολύτως αναγκαία, με τους ρυθμούς που προχωρά η γνώση και αλλάζουν οι κοινωνικές προτεραιότητες και αντιλήψεις.
Με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εισήλθαν για πρώτη φορά στη νεώτερη πολιτική ιστορία μαζικά στο προσκήνιο νέα πρόσωπα, προερχόμενα απ’ αυτό που ονομάζουμε «κοινωνία των πολιτών», με προσλαμβάνουσες κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και κινημάτων για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος κλπ. Υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις ζητούν να ακούγεται η άποψή τους και είναι δίκαιο και δημοκρατικό να παρέχονται περισσότερες ευκαιρίες ανανέωσης.
****
Δεύτερο σημείο στο οποίο θα κάνω μια πολύ σύντομη παρατήρηση, είναι η έως τώρα αντιμετώπιση των προτάσεων για νέους δημοψηφισματικούς θεσμούς λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Θεωρώ κοντόφθαλμη και πολιτικά μικρόψυχη την κριτική που επιχειρεί να συνδέσει κάθε δημοψηφισματική εκδοχή με το καλοκαίρι του 15.
Η κριτική αυτή παραγνωρίζει ή μάλλον παρασιωπά τις ιστορικά πρωτότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε εκείνο το δημοψήφισμα, που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν γενικεύσεις και δεν δικαιολογούν την a priory απόρριψη των προτάσεων μας.
Το ερώτημα είναι εάν σήμερα μπορεί η συντηρητική παράταξη να υπερβεί τον πρωταρχικό της φόβο μπροστά στο λαό . Υπάρχουν κόμματα της κεντροδεξιάς στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους που συμμετέχουν με φυσιολογικό τρόπο σε δημοψηφισματικές διαδικασίες.
*****
Τρίτο σημείο που θέλω να θίξω είναι η πρόταση της ΝΔ για το άρθρο 79 .Ειδικά αναφέρομαι στην πρόταση να εισαχθεί διατύπωση με την οποία θα διασφαλίζεται, όπως λέει, δημοσιονομική ισορροπία.
Παρατήρησα ότι ο κ. Εισηγητής της ΝΔ χρησιμοποίησε τον όρο «νοικοκυρεμένη διαχείριση των οικονομικών», μια διατύπωση για την οποία πολύ λίγες αντιρρήσεις μπορούν να υπάρχουν.
Άλλο όμως η «νοικοκυρεμένη διαχείριση» και άλλο «δημοσιονομική ισορροπία», που είναι ο ακριβής όρος που χρησιμοποιεί η πρόταση της ΝΔ.
Το διευκρίνισε ο κ. Χατζηδάκης αργότερα κάνοντας λόγο για «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς».
Πρόκειται λοιπόν για επαναφορά της πάγιας θέσης όλων των νεοφιλελεύθερων κομμάτων που είναι αντικείμενο μεγάλης και σε διάρκεια διεθνούς συζήτησης . Στο εσωτερικό έχει προταθεί επανειλημμένα, μάλιστα έχει γίνει εκτεταμένη συζήτηση στην αρχή της κρίση και κατά την ψήφιση του ν.4270/2104, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, επιτρέπει εξαιρέσεις και πέραν της πολύ γενικής διατύπωσης του άρθρου 35 σύμφωνα με το οποίο η δημοσιονομική θέση της ελληνικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ισοσκελισμένη ή πλεονασματική δεν κάνει λόγο ευθέως για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ούτε αναφέρει το μηδενικό έλλειμμα ως υποχρέωση σε κανένα από τα άρθρα του και μάλιστα στα κρίσιμα εν προκειμένω άρθρα 33 (που αναφέρει τις γενικές αρχές για τη διαχείριση των οικονομικών του Δημοσίου) και 34 ( Γενικές αρχές δημοσιονομικού σχεδιασμού) δεν συγκαταλέγει ανάμεσά τους την υποχρέωση για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Αυτά διότι έγινε αναφορά στο νόμο 4270/14 με τρόπο επιτακτικό.
Οι ομιλητές της ΝΔ ισχυρίστηκαν χθες ότι εμείς πιστεύουμε σε έναν χαοτικό και αλόγιστα επεκτατικό προϋπολογισμό. Δεν είναι αλήθεια και ο προϋπολογισμός που ψηφίσαμε προχθές το αποδεικνύει. Η αντίθεσή μας στην συνταγματική καθιέρωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού έχει βαθύτερη θεμελίωση, που εν πολλοίς βασίζεται στα διδάγματα της κρίσης:
Η υιοθέτηση της πρότασης της ΝΔ θα θέτει μόνιμα όριο στον νομοθέτη πέραν του οποίου δεν θα μπορεί να κάνει καμιά παροχή ή να ικανοποιήσει κανένα δικαίωμα, ακόμα και τα πιο στοιχειώδη ακόμα και εάν υπάρχει επιτακτική ανάγκη ή απλώς πολιτική βούληση για αυτό.
Θα είναι ένα ισχυρό εργαλείο περιορισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση θα έχει ισχυρότατες δεσμεύσεις κόντρα στο πρόγραμμά της για το οποίο θα έχει ψηφιστεί από το λαό. Κατά τούτο είναι μια βαθιά αντιδημοκρατική πρόταση αφού επιδιώκει να δημιουργήσει έναν υπερνομοθετικής ισχύος «κορσέ» στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Συναφές αποτέλεσμα θα είναι να καθίσταται αυτομάτως και χωρίς δυνατότητα ελεύθερης δικανικής κρίσης συνταγματικά ανεκτός κάθε περιορισμός οικονομικών δικαιωμάτων .
Με άλλα λόγια η ΝΔ εισηγείται την συνταγματοποίηση μιας διαρκούς λιτότητας, θέση την οποία δεν μπορούμε να δεχθούμε.
Όσο για τα διεθνή παραδείγματα που έφερε ο κ. Χατζηδάκης, να πούμε ότι καθόλου δεν ζηλεύουμε για τα επίπεδα κοινωνικής προστασίας που παρέχουν ούτε την Αυστρία και την Πολωνία που το έβαλαν στο Σύνταγμά τους, ενώ γνωρίζουμε από την ειδησεογραφία πολύ καλά ότι ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία υπακούουν στον κανόνα που ανέφερε, ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες συνταγματικές ρήτρες, ότι στις ΗΠΑ δεν έχει γίνει αποδεκτό στη θεωρία να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα, με το πρακτικό επιχείρημα ότι δεν θα είναι εφικτή η τήρηση του κανόνα όταν θα υπάρχει ανάγκη αναθέρμανσης της οικονομίας μετά από μια κρίση.
Με τη συνθήκη της Λισσαβόνας του 2012 (Σύμφωνο σταθερότητας), οι χώρες της Ένωσης δεσμεύονται να διατηρούν τα δημόσια οικονομικά τους βιώσιμα.
Υπάρχει εν τούτοις διακριτική ευχέρεια των κρατών να επιλέξουν τον τρόπο ενσωμάτωσης του κανόνα αυτού. Αυτό αναφέρει το άρθρο 3 της συνθήκης που επικαλέστηκε και ο κ. Χατζηδάκης.
Συνεπώς αφού δεν υπάρχει απόλυτα δεσμευτική υποχρέωση, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα παραπάνω, δεν υπάρχει λόγος να συμπεριληφθεί στην αναθεώρηση του συντάγματος, αφού θεωρείται βέβαιο ότι το νοικοκύρεμα μπορεί να γίνει με απλή νομοθέτηση, αν κριθεί ότι η υπάρχουσα χρήζει συμπληρώσεως.
Αντιθέτως, τυχόν υιοθέτηση της πρότασης θα παρέχει ένα πολύ δυνατό εργαλείο περικοπής και συμπίεσης υπαρκτών και κατοχυρωμένων οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, χωρίς τα δικαστήρια να μπορούν να κάνουν τίποτα.»
Η ομιλία έχει επίσης αναρτηθεί στο: https://youtu.be/l6PiC9wD_p8