Στη χθεσινή απεργιακή συγκέντρωση στην Πλατεία Αγοράς, αν κάτι προξένησε εντύπωση ήταν η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο απεργών και άστεγων.
Από το μικρόφωνο οι συνδικαλιστές καλούσαν τους πολίτες να αγωνιστούν για δικαιώματα και κεκτημένα και τον κίνδυνο να βρεθούν στο περιθώριο και στο δρόμο έβλεπες τους άστεγους οι οποίοι ζούνε στο περιθώριο.
Ως εικόνα, η αντίθεση είχε ως εξής:
Από τη μια οι απεργοί, άνθρωποι που συζητούν για τα προβλήματα που δημιουργούν οι πολιτικές της λιτότητας, που ακόμα μπορούν να διαμαρτύρονται και να αγωνίζονται και από την άλλη αυτοί, οι άστεγοι, που έχουν απωλέσει και αυτό το δικαίωμα της συζήτησης περί τέτοιων προβλημάτων: η διαμαρτυρία αυτή είναι χωρίς ουσία. Για αυτούς, μια συζήτηση περί περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, δεν έχει νόημα.
Οι άστεγοι είναι άνθρωποι που το ζήτημα της στέγης είναι μονάχα μία διάσταση μιας συνολικότερης προβληματικής που αντιμετωπίζουν. Είναι δίχως στέγη, δίχως εργασία, και αρκετοί εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν έχουν εξαρτήσεις, χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης.
Πολλοί από τους συγκεντρωμένους προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Αγόρασαν από τον φούρνο στη Δημοτική Αγορά φαγώσιμα, άλλοι πρόσφεραν καφέδες, τσιγάρα. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν.
Πριν μερικά χρόνια θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής στο εξωτερικό, καυχιόμουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα, γιατί με όλα τα κακά ενός μοντέλου όπου η οικογένεια έχει κεντρικό ρόλο και οι κοινωνίες είναι μικρές και συντηρητικές, το καλό είναι ότι τέτοια ζητήματα αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους. Όμως, όπως και πολλοί άλλοι, διαψεύστηκα από την πραγματικότητα.
Αυτό που φανερώθηκε με τη γιγάντωση της κρίσης είναι ότι οι ασφαλιστικές δικλείδες κατάρρευσαν, δεν υπήρχαν ουσιαστικά ποτέ, ή δεν είχαν την ισχύ που πίστευα ότι είχαν. Aποδείχηκε ότι ένα κράτος που ήταν δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό πριν την κρίση, με την κρίση η δυσλειτουργία γιγαντώθηκε και φανερώθηκε η πλήρης αδυναμία του να ανταπεξέλθει υποτυπωδώς και να στηρίξει αυτούς που δέχθηκαν τα πιο ισχυρά πλήγματα. Το αποτέλεσμα ήταν η γιγάντωση του φαινόμενου των άστεγων.
Σύμφωνα με τους δείκτες, η Αθήνα έχει 17.000 καταγεγραμμένους άστεγους και είναι μέσα στις δέκα πόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου με τον υψηλότερο αριθμό αστέγων. Συνολικά στην Ελλάδα οι άστεγοι φτάνουν ή και ξεπερνούν τους 30.000. Το πρόβλημα παγκοσμίως είναι πολύ μεγαλύτερο με τον αριθμό να πλησιάζει τους 100.000.000 ενώ περίπου 1 δις άνθρωποι έχουν προσωρινή στέγη ή είναι πρόσφυγες σε αναζήτηση πατρίδας και στέγης. Στην Ινδία μόνο, 78 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άστεγοι. Στα Χανιά, σύμφωνα με παλιότερη καταγραφή που είχε γίνει περίπου 200 συνάνθρωποί μας είναι άστεγοι.
Για να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Ο άστεγος δε χρειάζεται να κοιμάται στον δρόμο ή να ζητιανεύει. Μπορεί να ζει σε παραπήγματα ή καλύβες, σε κάποιο αμάξι, ή απλά να φιλοξενείται από ανθρώπους. Όμως είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι, δίχως δικλείδες ασφαλείας, δίχως εργασία, και συνήθως διχως καμία στήριξη από φιλικό ή οικογενειακό περιβάλλον. Αποτελούν ένα πολύ ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού.
Ο πληθυσμός των αστέγων είναι κατά πλειοψηφία τους Έλληνες πολίτες. Η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών είναι περίπου 70/30. Το μορφωτικό επίπεδο είναι σχετικά υψηλό, γιατί, ας μην ξεχνάμε, το φαινόμενο γιγαντώθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης. Δεν έγιναν άστεγοι επειδή δεν είχαν τα προσόντα για να βρουν δουλειά.
Το θέμα μου τώρα είναι τι γίνεται στα Χανιά.
Υπήρξε ένα πρόγραμμα στέγασης και επανένταξης αστέγων, όπου εγκρίθηκε η στέγαση 15 αστέγων. Το πρόγραμμα πέρα από τη στέγαση προσφέρει συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη και εργασιακή επανένταξη. Όμως είναι μόνο για 15 άτομα. Πόσοι άστεγοι γνωρίζουν για το πρόγραμμα, και πόσοι κάνουν τις απαραίτητες κινήσεις για ένταξη σε τέτοια προγράμματα; Άγνωστο. Αλλά δεν είναι ζήτημα ενημέρωσης. Ακόμα και όλοι οι άστεγοι να ήταν ενήμεροι και γνώριζαν τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσουν, πάλι οι θέσεις θα ήταν 15. Ελάχιστες δηλαδή.
Λύση δεν αποτελεί ούτε η δημιουργία ξενώνα φιλοξενίας αστέγων.
Οπωσδήποτε θα βελτιώσει τα πράγματα, εφόσον θα μπορούν να κοιμηθούν κάπου όταν οι καιρικές συνθήκες είναι πολύ κακές. Και είναι σημαντικό να δημιουργηθούν τέτοιες δομές. Και ότι μπορεί να γίνεται πρέπει να γίνεται. Αλλά εδώ είναι εμφανές ότι χρειάζονται πιο ριζικές λύσεις. Η επέκταση των προγραμμάτων επανένταξης μοιάζει σα τη μόνη πραγματική λύση.
Όμως, εδώ είναι το οξύμωρο.
Γιατί, πώς να μιλάμε για επέκταση τέτοιων προγραμμάτων όταν οι πολιτικές που εφαρμόζονται εξωθούν διαρκώς και νέους ανθρώπους στη μετανάστευση ή στο κοινωνικό περιθώριο. Αυτό το περιθώριο που δημιουργεί την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων προγραμμάτων;
Πώς να μιλάμε για λύση στο ζήτημα των αστέγων όταν η ανεργία είναι σε ιστορικά υψηλά και ο κίνδυνος για όσους ακόμα εργάζονται να χάσουν τη δουλειά τους παραμένει τεράστιος;
Πώς να μιλάμε για λύση στο ζήτημα των αστέγων όταν τα δικαιώματα αυτών που εργάζονται περικόπτονται για να μπορέσουν να συνεχίζουν να εργάζονται για να μη μπουν στο κοινωνικό περιθώριο;
Εδώ φτάνω λοιπόν στον πυρήνα των σκέψεων που έκανα με αφορμή τη συνύπαρξη των άστεγων και των απεργών:
Ο αγώνας όσων ζητούν μια αλλαγή στις πολιτικές που εφαρμόζονται είναι και αγώνας για όλους όσους έχουν τεθεί στο περιθώριο εξαιτίας αυτών των πολιτικών. Είναι αγώνας για τους άστεγους, αυτούς που συνυπήρξαν με τους απεργούς της πλατείας Δημοτικής Αγοράς, της πλατείας των Νέων Καταστημάτων. Δίχως τη νίκη αυτού του αγώνα, καμία ουσιαστική βελτίωση δε μπορεί να υπάρξει στο ζήτημα των αστέγων, αφού το πρόβλημα θα ανατροφοδοτείται και θα γιγαντώνεται από το μείγμα πολιτικών που εφαρμόζεται, ενώ την ίδια στιγμή το ίδιο κράτος που γιγαντώνει το πρόβλημα θα δημιουργεί την ψευδαίσθηση της καταπολέμησής του με ασπιρίνες, όπως είναι τα προγράμματα επανένταξης.
Τα προγράμματα λοιπόν και οι ξενώνες είναι χρήσιμα και καλά και προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ενταγμένα σε μια γενικότερη στρατηγική με ένα πολύ διαφορετικό μείγμα πολιτικών. Αλλιώς γίνονται εργαλεία των ίδιων πολιτικών που γιγαντώνουν το πρόβλημα, δημιουργούν την ψευδαίσθηση και συντελούν σε ένα εφησυχασμό, μιας κάποιας μερικής έστω λύσης, ενώ ελαχιστοποιούν τις αντιδράσεις και νομιμοποιούν την αναπαραγωγή του φαινομένου. Γιατί εκεί που 15 άνθρωποι θα βρίσκουν μια διέξοδο μέσω των προγραμμάτων, θα βρίσκονται πάντα επιπλέον άνθρωποι για να καλύψουν το κενό που άφησαν, εξαιτίας των πολιτικών που εφαρμόζονται.
Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει. Και από εκεί θα πρέπει να ξεκινάει η οποιαδήποτε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη τη λύπησή μας. Αυτό που χρειάζονται είναι στήριξη για να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
Γ.Α.