Όχι, η Ευρώπη δεν αντέδρασε άμεσα και συντονισμένα, δεν “ξύπνησε” η εισβολή της Ρωσίας την Ευρωπαική Ένωση, όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όλο ενθουσιασμό τις πρώτες μερες του πολέμου.
Η Ευρώπη πάλι πιάστηκε στον ύπνο. Παλι αντέδρασε καθυστερημένα. Πάλι δεν είχε δική της φωνή. Αντεδρασε μετα το ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τις βουλές μιας χώρας – των ΗΠΑ – που απέχουν δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα από την Ευρώπη με το κόστος των κυρώσεων που λήφθηκαν να το πληρώνουν κυρίως οι Ευρωπαίοι πολίτες, όχι οι Αμερικάνοι.
Η αλήθεια ειναι ότι παρά την κριτική που δέχθηκε ο Τραμπ η πλατφόρμα του ήταν υπέρ της μικρότερης εμπλοκής των ΗΠΑ σε υποθέσεις άλλων χωρών.
Οι Δημοκρατικοί από την άλλη συμφωνούσαν με τον Τραμπ για την αναγκη οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες επενδύσεις σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, όμως δε συμφωνούσαν με την ανάγκη απεξάρτησή τους από τις ΗΠΑ. Ήθελαν και μεγαλύτερους εξοπλισμούς και μεγαλύτερη εξάρτηση. Ο Μπάιντεν, φαίνεται ότι σήμερα κατορθώνει αυτο ακριβώς.
Η πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας στην εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ που έφερε στην εξουσία των Τραμπ έναντι της Χίλαρι Κλίντον αποτέλεσε την αφορμή για να ξεκινήσει εκ μέρους του κόμματος των Δημοκρατικών μια μεγάλη καμπάνια, αρχικά στο εσωτερικό της χώρας, δαιμονοποίησης της Ρωσίας και του Πούτιν.
Στο βιβλίο του “Handbook of Global Media Ethics” ο Stephen J.A. Ward επισημαίνει ότι τα γεγονότα που ονομάστηκαν “Russiagate” διαμόρφωσαν το πεδίο ενός νέου “Ψυχρού Πολέμου”.
Η παρουσίαση των γεγονότων σε σχέση με τη Ρωσία στις ΗΠΑ είναι μονοδιάστατη, στον πυρήνα της βρίσκεται η πόλωση ενώ πολλές φορές απουσιάζουν τα δημοσιογραφικά κριτήρια.
Είναι ξεκάθαρο ότι στις ΗΠΑ υπάρχει εδώ και καιρό στοχευμένα μια προσπάθεια – πολύ πριν ξεκινήσει ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία – δαιμονοποίησης της Ρωσίας στα πλαίσια ενός “ψυχολογικού πολεμου”.
Με την άνοδο του Μπάιντεν στην εξουσία φαίνεται ότι περάσαμε σε ένα επόμενο στάδιο όπου οι ψυχροπολεμικές σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας μετατρέπονται σε ψυχροπολεμικές σχέσεις Δύσης – Ρωσίας και πιθανά και Κινας. Για να συμβεί όμως αυτό χρειαζόταν μια ισχυρή αφορμή. Αυτή η αφορμή ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανια.
Όπως επισήμαινε o Marwan Bishara σε άρθρο του στο Al Jazeera με τίτλο “ΗΠΑ και ΝΑΤΟ: Κατασκευάζοντας έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο” αρκετούς μήνες πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον Ιούνιο του 2021, “οι ΗΠΑ επιθυμούν να παραμείνουν η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο και θέλουν οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ να συστηθούν από πίσω τους”.
Ο Bishara αναφέρει ότι η προεδρία Τραμπ αλοίωσε το στρατηγικό όραμα της νατοϊκής συμμαχίας που είναι να προστατεύει πρώτα και κύρια τα κοινά οικονομικά συμφέροντα των χωρών που την απαρτίζουν.
Με πληθυσμό περίπου 1 δις και περίπου το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το ΝΑΤΟ ήταν ο στρατιωτικός πυλώνας μίας προνομιούχας ομάδας δυτικών καπιταλιστικών χωρών. Μετά όμως από την προεδρία Τραμπ πολλοί Ευρωπαίοι είχαν απομακρυνθεί από τη συμμαχία και επιθυμούσαν την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά τους.
Ιδιαίτερα η Γαλλία και η Γερμανία επιζητούσαν μια μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας που θα είναι αυτόνομη από τις ΗΠΑ και θα κτίζει μια σχέση με τις ΗΠΑ στη βάση της ισονομιας.
Επίσης, είχαν ως χώρες ασπαστεί μια πολύ λιγότερη δραματική οπτική των δυσκολιών που παρουσιάζουν οι σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα από αυτή που είχε ο πρόεδρος Μπάιντεν. Προτιμούσαν να αποφεύγουν τη ρητορική του Ψυχρού Πολέμου και να δίνουν έμφαση στη συνεργασία παρά στη σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα.
Και η τακτική αυτή είχε νόημα. Η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση, ενώ η Κίνα ενώ αποτελεί μια τεράστια οικονομική δύναμη επ’ ουδενί δεν έχει ένα πραγματικά εναλλακτικό όραμα για την πορεία του κοσμου.
Οι Ευρωπαίοι έβλεπαν την Κίνα ως ένα οικονομικό ανταγωνιστή, στη χειρότερη των περιπτώσεων ως ένα αντίπαλο και δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνυπάρχουν σε έναν πολυπολικό κόσμο. Όμως οι ΗΠΑ κοιτούν την Κίνα με ένα διαφορετικό μάτι. Η Αμερική βλέπει την Κίνα ως μία δύναμη που μετατρέπεται γρήγορα σε ηγεμόνας στην περιοχή της Ασίας και επιμένουν να θέσουν όρια στην άνοδό της πριν γίνει η κυρίαρχη δύναμη του κόσμου. Η Αμερική θέλει να παραμείνει η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν χρειαζόταν να βρει ένα τρόπο να κινητοποιήσει και να τρομοκρατήσει τους διεσπασμένους όμως πλούσιους Ευρωπαίους εταίρους ώστε να συστηθούν πίσω από τις ΗΠΑ.
Αυτή την αφορμή την έδωσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σε έναν πόλεμο που φαίνεται ότι ήταν στα σκαριά εδώ και πολλά χρονια.
Ήδη από την εξέγερση του Μεϊντάν που οδήγησε στην πτώση του Γιανούκοβιτς, του (στην πραγματικότητα όχι και τόσο) φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας ήταν ξεκαθαρο ότι οι ΗΠΑ έπαιζαν ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην Ουκρανια.
Γνώριζαν, λ.χ. ότι η εκπαίδευση και ο οπλισμός που έδιναν στα νεοναζιστικά τάγματα χρησιμοποιούνταν στον εμφύλιο πόλεμο στις περιοχές του Ντομπάς όπου κυριαρχούν οι φιλορώσοι. Η δράση αυτών των ταγμάτων είχε σπείρει τον τρόμο με τη Διεθνή Αμνηστία να κάνει αναφορές για εγκλήματα πολέμου στην περιοχή. Οι ΗΠΑ έσπρωχναν την Ουκρανια προς το ΝΑΤΟ παρά τη γνώση των αντιδράσεων που μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε από τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ στην πραγματικότητα έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους όχι για να αποφευχθεί ο πόλεμος αλλά για να συμβεί. Και ο πόλεμος τελικά συνέβη.
Το αποτέλεσμα είναι μια καταστροφή για την Ουκρανία και για τους απλούς πολίτες της χώρας αλλά μια μεγάλη νίκη (ως αυτή τη στιγμή) των ΗΠΑ που κατόρθωσε να συσπειρώσει τους Ευρωπαίους συμμάχους πίσω από τις ΗΠΑ, ισχυροποιώντας ξανά τον ρόλο του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, οδηγώντας χώρες της Ευρώπης σε μια μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών με αγορά εξοπλισμών κυρίως από τις ΗΠΑ, με κατάρρευση του σχεδιασμού για σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης για την ασφάλειά της από την επιρροή των ΗΠΑ.
Τώρα, ο πόλεμος συνεχίζεται και είναι ξεκαθαρο ότι οι ΗΠΑ επενδύουν στην όσο πιο μεγάλη διάρκειά του που θα εξουθενώσουν τη Ρωσία και θα φέρουν και την Κίνα σε μία κατάσταση όπου θα πρέπει να λάβει ξεκάθαρη θέση θέτωντας έτσι στο επίκεντρο πιθανών κυρώσεων και τον γίγαντα της Ασίας. Το έδαφος έχει πλέον διαμορφωθεί για ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ των χωρών της Δύσης, των δυνάμεων “της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας”, και της Ανατολης, δηλαδή των δυναμεων “του απολυταρχισμού και της ανελευθερίας”.
Πόσο αληθινοί είναι αυτοι οι διαχωρισμοί; Όσο είναι χρήσιμοι.
Το βέβαιο είναι ότι ο κόσμος μας είναι πολύ πιο σύνθετος σε σχέση με τη δεκαετία του ’60 και αυτό κάνει και πολύ πιο μεγάλα τα ρίσκα αυτών των ενεργειών. Ο πλανήτης δεν είναι πλέον χωρισμένος σε αυτόνομες οικονομικές ζώνες, δεν υπάρχουν κομμουνιστικά και καπιταλιστικά μπλοκ. Σήμερα, όλα τα κράτη συνδέονται σε έναν παγκόσμιο ιστο εμπορίου. Αυτή η αμοιβαία εξάρτηση κάνει τον όποιο επιτεθέμενο πιο ευάλωτο στις οικονομικές κυρώσεις όμως αποφέρει ένα σημαντικό αντίκτυπο και σε αυτούς που επιβάλλουν τις κυρώσεις.
Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή βιώνει ένα πρωτόγνωρο κύμα ακρίβειας ως αποτέλεσμα και των κυρώσεων που η ίδια έχει επιβάλλει τη στιγμή όπου στις ΗΠΑ ο αντικτυπος είναι πολύ μικρότερος.
Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να τραβούν το σκοινι όμως είναι αβέβαιο αν στην Ευρώπη οι χώρες θα συνεχίσουν να πιέζουν εξίσου λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά από δύο χρόνια πανδημίας μία περαιτέρω βύθιση της οικονομίας μπορεί να έχει τρομακτικές συνέπειες όχι μονο για τις ζωές εκατομμύρια ανθρώπων αλλά και για τα ίδια τα πολιτικά συστήματα.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες to 2011 ξεκινησαν λόγω ενός παρόμοιου κύματος ακρίβειας.