Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
Για την χαρά έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, γι’ αυτό και τον έβαλε στον τόπο της τρυφής, τον Παράδεισο. Είναι, λοιπόν, φυσικό ο άνθρωπος, να ζητά την χαρά στη ζωή. Να διψά για χαρά όπως το ελάφι για νερό. Ο Θεός σας εδημιούργησε για τον άνθρωπο «κόλαση» Δυστυχώς αυτός ( ο άνθρωπος) προτίμησε την «κόλαση» από την χαρά του Θεού. Γιατί αγάπησε την χαρά του κόσμου. Γιατί έτρεξε να πιεί το νερό της χαράς από τα βαλτονέρια και όχι από την δροσοπηγή. Από την πηγή του «ύδατος ζώντος» (Ιωάνν. 7,38), του Θεού.
Κι η μεγαλύτερη ευφροσύνη δεν μπορεί να συγκριθεί με την αληθινή χαρά κάτι που και το επιβεβαιώνει κι η Σοφία Σειράχ: «Ουκ έστω ευφροσύνη υπέρ χαράν καρδίας» (30,16). Και μάλιστα όταν η χαρά έρχεται ανέλπιστα «Η γαρ εκτός και παρ’ ελπίδας χαρά έοικεν άλλη μήκος ουδέν ηδονή» (Πίνδαρος).
Και σε περιπτώσεις, που οι άνθρωποι έπεφταν σε θλίψεις και δοκιμασίες, ο Θεός δεν τους εγκατέλειπε και, δια του προφήτου Σωήλ, τους παραμυθούσε «Θάρσει γη, χαίρε και ευφραίνου» (2,21).Και ο πολύ δοκιμασμένος Δαβίδ, αυτή η δακρύβρεκτη ψυχή, σε στιγμές που ο Θεός αλαφρύνει τον πόνο του, θα του ευχαριστήσει: «Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν» (Ψαλμός 29,12).
Δυστυχώς, αν και γεννηθήκαμε για την χαρά, αυτή η αγάπη μας για την χαρά έφερε στη ζωή μας θλίψη. Πολλές τραγωδίες. Πολλά ναυάγια. Δυστυχίες και αποτυχίες. Οι θάνατοι κάθε μέρα και περισσότερο θερίζουν ανθρώπους και όποια μέσα κι αναλαμβάνονται δεν μπορούν να συγκρατήσουν το αδάμαστο ποτάμι του χάρου.
Βεβαίως, οι θλίψεις και όλα τα παραπάνω, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, δηλαδή της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεόν: «Τα γαρ ο ψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Θάνατος (κυρίως) ψυχικός, θάνατος σωματικός. Είναι ακόμη και γιατί «συσχηματιζόμαστε τω ακόνι τούτω» (Ρωμ. 12,2) και στροβιλιζόμαστε κι εμείς μέσα στην φθορά του.
Δεν θέλομε να νοήσομε, λοιπόν, πως μέσα σ’ ένα κόσμον, που δημιουργεί συνεχώς καταστροφές και πολέμους. Που παράγει όσο και νέα θύματα, που μολύνει συστηματικά το περιβάλλον και φέρνει αγιάτρευτες, τις περισσότερες φορές, αρρώστιες, η θλίψις, ο πόνος κι οι τραγωδίες θα είναι ο μόνιμος συνοδός της ζωής μας. Όχι γιατί ο Θεός μας μισεί ή μας καταδικάζει να πονούμε. Ο Θεός είναι όλο αγάπη (Α’ Ιωανν. 4,16), και «πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως (βοηθείας)» (Β. Κορινθ. 1,3). Κλυδωνιζόμαστε όμως μέσα στον πόνο και στην θλίψη, γιατί αυτόν τον δρόμο διαλέξαμε ως ανθρωπότητα, αν όχι και σαν άτομα. Γιατί κάναμε κόλαση και φρίκη την γη μας, ζούγκλα την κοινωνία μας. ανασφάλιστη την ζωή και την περιουσία μας. Κάθε μέρα ληστείες και σ’ αυτά τα χωριά μας. Ναυαγοί και μέσα στο λιμάνι. Αφύλακτοι στα σπίτια μας και στους τόπους εργασίας μας. Κράτος ούτε υπήρξε, ούτε και θα υπάρξει, κι αν υπήρξε ή υπάρχει, είναι μόνο για να βάζει δυσβάστακτους φόρους στους – άτυχους – πολίτες και να ακριβαίνει σε καθημερινή πια βάση ακόμα τα στοιχειώδη προς το ζην.
Αν υπήρχε φόβος Θεού. Αν εφαρμοζόταν ο λόγος Του δεν θα είχαμε αυτά τα χάλια, που ασφαλώς με την φόρα που έρχονται θα φτάσομε στον αφανισμό και το – λιγότερο – στην εξαθλίωση. Εδώ είναι ο πόνος μας. Εδώ είναι ο στεναγμός του δύσμοιρου λαού, ο οποίος είναι μόνο για να χειροκροτεί και να ψηφίζει τους δυνάστες του. Φθάνουν δυστυχώς πολλοί να αυταπατώνται σε σημείον που να επευφημούν τους δημίους τους! Και όπως θα πει ο Χριστός «οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται» (Λουκ. 22,25). Εμείς φταίμε και μας εμπαίζουν και μας εξαπατούν και δεν διστάζομε αυτήν την απάτη να την βαπτίζομε «Ευεργεσία»!!!
Εκείνος που ειλικρινά αγαπά τον Θεόν και, κατά συνέπειαν, τον συνάνθρωπό του δεν τον εξαπατά. Είναι ειλικρινής μαζί του. Προσπαθεί να του αφαιρέσει, ή απαλύνει, τον πόνο του και τα προβλήματά του και να τον ελεεί κατά την χρεία του (Λουκ. 10,37). Αυτόν τον άνθρωπο του ελέους έχομε ανάγκη, σαν τον εμπεσόντα στους ληστάς (Λουκ. 10,36). Αυτόν χρειαζόμαστε όσες φορές πέφταμε στα σκληρά και αιματοβαμμένα χέρια των ληστών μας, σε όποια περίπτωση κι αν βρισκόμαστε. Η χαρά είναι για όλους και όχι για μερικούς.