Νέα λουκέτα για 63.000 μικρές επιχειρήσεις και απώλεια 138.000 θέσεων εργασίας αντίστοιχα «βλέπει» για το επόμενο εξάμηνο η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Τα στοιχεία που παρουσίασε χθες στη Θεσσαλονίκη στηρίζονται σε έρευνα της εταιρείας MARC, που έγινε σε δείγμα 1.005 επιχειρήσεων με προσωπικό έως 49 άτομα.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, Διονύση Γράβαρη, το νέο κύμα λουκέτων θα οδηγήσει σε στροφή χιλιάδων επιχειρηματιών, κυρίως των κλάδων των υπηρεσιών και του εμπορίου, στην άτυπη οικονομία, δίνοντάς της χαρακτηριστικά λατινοαμερικανικού τύπου.
«Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις χάνουν πλέον τις αντιστάσεις που κατόρθωσαν να διατηρήσουν μέσα στην κρίση. Τα λουκέτα συνεπάγονται στροφή στην αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα (ιδίως σε τομείς όπως οι υπηρεσίες, τα κομμωτήρια και τα κέντρα αισθητικής, τα ηλεκτρονικά και οι νέες τεχνολογίες, οι νοσηλευτικές υπηρεσίες κτλ), ακόμη και στις μετακινήσεις έδρας ή επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός και εκτός Ελλάδας. Αν αυτό επαληθευτεί, ούτε με το 50ό μνημόνιο δεν θα πιάσουμε τους αναπτυξιακούς στόχους. Οι επιπτώσεις για τα φορολογικά έσοδα και τα ασφαλιστικά ταμεία θα είναι τεράστιες. Η Ελλάδα αποκτά χαρακτηριστικά χωρών της Λατινικής Αμερικής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Σε όλους τους τομείς έχουμε ταχεία επιστροφή στον Ιούλιο του 2012. Αυτό σημαίνει ότι χάθηκαν όλες οι θυσίες του ελληνικού λαού. Τα ευρήματα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμιά ανάσχεση της υφεσιακής πορείας», τόνισε από την πλευρά του, φανερά απογοητευμένος, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, σημειώνοντας ότι εκπροσωπεί 600.000 επιχειρήσεις που συντηρούν 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενους.
Μείωση τζίρου κατά 70%
Στην παρουσίαση της έρευνας που έγινε στη Θεσσαλονίκη λόγω της ΔΕΘ, τονίστηκε ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (τα capital controls) «σάρωσαν» τις επιχειρήσεις-μέλη της ΓΣΕΒΕΕ, με αποτέλεσμα οι τρεις στις δέκα να καταγράφουν μείωση τζίρου πάνω από 70%, ενώ συνολικά για τις επιχειρήσεις η μείωση του κύκλου εργασιών ήταν μεσοσταθμικά 48%.
Αμεση συνέπεια ήταν η συρρίκνωση της κατανάλωσης κατά 50% ή κατά 3,8 δισ. ευρώ κατά το διάστημα αυτό. Με μια μετριοπαθή εκτίμηση υπολογίζεται ότι από αυτή τη μείωση το ελληνικό Δημόσιο έχασε 570 εκατομμύρια ευρώ από έμμεσους φόρους.
Στα αποτελέσματα της έρευνας καταγράφεται ακόμη ότι:
● Το 84,3% των ερωτώμενων δήλωσαν επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησής τους σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του Φεβρουαρίου.
● Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση μετά το 2010 «αγγίζει» μεσοσταθμικά το 78%.
● Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις διαπίστωσαν και αυτό το εξάμηνο μείωση ζήτησης και παραγγελιών και επιδείνωση ρευστότητας.
● Σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (49,8%) δήλωσαν μείωση των επενδύσεων στο προηγούμενο εξάμηνο.
● Υπερδιπλάσιες επιχειρήσεις προσανατολίζονται σε αύξηση τιμών.
● Ενδεικτική της επίπτωσης των νέων φόρων και του αυξημένου ΦΠΑ είναι η τάση που εμφανίζεται στο επίπεδο των τιμών, καθώς ο αριθμός των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι θα αυξήσουν τις τιμές στο επόμενο εξάμηνο υπερδιπλασιάζεται (από το 5,7% τον Φεβρουάριο στο 12,6%).
● Το 46,3% των επιχειρήσεων θεωρεί ως πολύ πιθανό τον κίνδυνο λουκέτου (έναντι 32,9% στην αντίστοιχη έρευνα Φεβρουαρίου 2015). Μεταξύ αυτών, άμεσα κινδυνεύουν να κλείσουν τρεις στις δέκα (27,3%).
● Σημαντική αύξηση σημείωσαν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς τις ΔΕΚΟ (από 25,5% σε 29,1%).
● Πάνω από μία στις πέντε επιχειρήσεις θεωρεί πιθανό να απολύσει προσωπικό το επόμενο εξάμηνο. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 5 άτομα (40,2%). Εάν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, τότε υπάρχει κίνδυνος απώλειας 55.000 θέσεων μισθωτής απασχόλησης στο επόμενο εξάμηνο (περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες 138.000 θέσεις απασχόλησης).
● Το 43% των επιχειρήσεων παρουσιάζει πρόβλημα στην έγκαιρη καταβολή των μισθών χωρίς κάποια τάση εκτόνωσης και μία στις τέσσερις επιχειρήσεις δήλωσε ότι έχει μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων στο προηγούμενο εξάμηνο.
● Παραμένει, αν και ελαφρώς μειούμενο (39% έναντι 43%), το καθεστώς εφαρμογής ευέλικτων μορφών απασχόλησης.