Το 1931 ήταν μια αρκετά δύσκολη χρονιά για την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η παγκόσμια οικονομική κρίση μετά την κατακόρυφη πτώση του Αμερικανικού Χρηματιστηρίου Αξιών της Αμερικής, είχε πλέον κάνει την εμφάνιση της και στην Ευρώπη, με την Αγγλία να εγκαταλείπει τον “κανόνα του χρυσού”. Σε μια τέτοια κακή συγκυρία η Ελλάδα είχε βρεθεί με μεγάλο εξωτερικό δανεισμό που δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει. Ταυτόχρονα η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε γονατίσει τις ελληνικές εξαγωγές σε αγροτικά προϊόντα (κυρίως καπνά), ενώ εξανεμίζονταν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος.. Εκτός όμως από τις οικονομικές δυσκολίες, ο Βενιζέλος είχε πλέον να αντιμετωπίσει και το Κυπριακό του οποίου η αναζωπύρωση (που οδήγησε στα αιματηρά γεγονότα των «Οκτωβριανών») απειλούσε τις ομαλές διμερείς σχέσεις με την Αγγλία. Στο εσωτερικό μέτωπο ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε μια αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα με τα οποία συνδέονταν πολλά στελέχη των “Φιλελευθέρων”, ενώ ακόμη και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήταν οι παραδοσιακοί και φανατικοί οπαδοί του Κρητικού πολιτικού διαμαρτύρονταν για την Ελληνοτουρκική φιλία και την υπογραφή των συμφώνων που «χάριζαν» στην Τουρκία του Κεμάλ τις περιουσίες τους.
Σε ένα τόσο αρνητικό κλίμα με την κοινή γνώμη αργά αλλά σταθερά να στρέφεται κατά της ακολουθητέας Βενιζελικής πολιτικής, παρακρατικοί μηχανισμοί που κινούνταν στον χώρο των “Φιλελευθέρων” στράφηκαν προς τον αυταρχισμό για να καταπνίξουν κάθε μορφής αντίδραση. Μια σημαντική εστία αντίδρασης στην πολιτική της κυβέρνησης τότε, ήταν και το θέατρο. Μια από τις σημαντικότερες θεατρικές σκηνές ήταν το “Περοκέ” όπου παρουσιαζόταν η επιθεώρηση “Κατεργάρα” του Κίμωνος Καπετανάκη και του Μίμη Κατριβάνου. Η επιθεώρηση αυτή είχε αποσπάσει θιδυραμβικές κριτικές από αντιπολιτευόμενες εφημερίδες και κάθε βράδυ κόσμος πολύς συνωστίζονταν για να βγάλει εισιτήριο. Σε ένα από τα νούμερα της επιθεώρησης με τίτλο “από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια” πρωταγωνιστούσε ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης (27 ετών τότε) σατιρίζοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον στενό του συνεργάτη Ευστράτιο Γαλόπουλο που ήταν εμπλεκόμενος στο περίφημο “σκάνδαλο του κινίνου”. Η επιτυχία της παράστασης όμως δεν είχε ενθουσιάσει ιδιαίτερα τους βενιζελικούς, καθώς ο φιλικός τους Τύπος μιλούσε για “κίτρινο θέατρο”, τίποτε όμως δεν προδίκαζε την τραγική συνέχεια.
Σε μια από τις πετυχημένες αυτές παραστάσεις το βράδυ της 24ης Αυγούστου, ο Αυλωνίτης βρισκόταν επί σκηνής στο επίμαχο θεατρικό νούμερο. Τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές αποδοκιμασίας από την πλατεία και ανέβηκαν επί σκηνής τέσσερις μπράβοι που κάθονταν στην πρώτη σειρά, οπλισμένοι με περίστροφα και μαγκούρες, απειλώντας τους ηθοποιούς και σχίζοντας το σκηνικό. Ο Αυλωνίτης αιφνιδιάστηκε, οπισθοχώρησε και για καλή του τύχη σκόνταψε και έπεσε προς τα πίσω την στιγμή που έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι σφαίρες που προορίζονταν για τον Αυλωνίτη σκότωσαν τον 35χρονο τεχνικό του θεάτρου Παναγιώτη Μοραΐτη, ο οποίος είχε ανέβει επί σκηνής περίεργος να δει τι συμβαίνει. Από τους υπόλοιπους πυροβολισμούς τραυματίστηκαν ο λογιστής του Θεάτρου Νικόλαος Λαγκαδάς, ο ηλεκτρολόγος Κλαύδιος Χατζηγεωργίου και η ηθοποιός διαλεχτή Ρούφου.
Αρχικώς οι θεατές πίστεψαν ότι η ξαφνική επέμβαση των μπράβων ήταν μέρος της παράστασης. Όταν αντελήφθησαν τι ακριβώς συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους, επιτέθηκαν στους μπράβους ξυλοκοπώντας τους ανηλεώς. Η επέμβαση της αστυνομίας γλύτωσε τους δολοφόνους από βέβαιο θάνατο, καθώς ο κόσμος ήταν εξαγριωμένος από την πρωτοφανή αυτή αιματηρή επίθεση. Όπως εξακριβώθηκε μετά από τις αστυνομικές Αρχές από τους τρεις συλληφθέντες ο Ανδρέας Δικώνυμος είχε ήδη στο ενεργητικό του άλλη μια συμμετοχή σε δολοφονική επίθεση, ενώ οι υπόλοιποι δύο Κ. Σταφυλαράκης και Κ. Περουλίδης δήλωσαν…ιδιωτικοί υπάλληλοι. Στα κρατητήρια της αστυνομίας είχαν συλληφθεί και κρατούνταν και πολλοί άλλοι από αυτούς που είχαν προσπαθήσει να λιντσάρουν τους δολοφόνους. Η δολοφονική αυτή επίθεση ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα της συντηρητικής και σχετικά φιλήσυχης κοινωνίας της Αθήνας του Μεσοπολέμου, όπου η εγκληματικότητα με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανύπαρκτη.
Την επόμενη ημέρα η κηδεία του Μοραΐτη εξελίχθηκε σε ογκώδη αντικυβερνητική διαδήλωση στην οποία πρωτοστάτησαν οι ηθοποιοί και ο καλλιτεχνικός κόσμος της πόλης. Στην βουλή σύσσωμη η Βενιζελική πολιτική ηγεσία (Βενιζέλος, Μιχαλακόπουλος) καταδίκασε τα πρωτοφανή γεγονότα, αλλά ο αρχηγός του Λαϊκού Κομματος Παναγής Τσαλδάρης εξαπέλυσε δριμύτατη επίθεση κατά του Βενιζέλου κατηγορώντας τον ευθέως (αλλά αδίκως) για πολιτική συνέργεια στα αιματηρά γεγονότα του “Περοκέ” και η πολιτική αυτή αντιπαράθεση κράτησε για αρκετές εβδομάδες με εκατέρωθεν εκτόξευση κατηγοριών. Πάντως ήταν προφανές πως η ανώτερη πολιτική ηγεσία των Βενιζελικών δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στην στυγερή δολοφονία. Οι Αρχές και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου δικαιοσύνης βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να επανορθώσει την αδικία που έγινε και να λήξει το θέμα: λογόκρινε τα επίμαχα τετράστιχα, ώστε να μην προσβάλλονται οι πολιτικές ευαισθησίες των Βενιζελικών και διασαλεύεται η δημόσια τάξη.
Στις δίκες που ακολούθησαν αποδείχθηκε ότι ο ηθικός αυτουργός της άνανδρης επίθεσης ήταν ο Παύλος Γύπαρης, διακριθείς μακεδονομάχος, παλαιός διοικητής του Βενιζελικού “τάγματος ασφαλείας” που έδρευε στην Αθήνα την τριετία 1917-1920 και ένας από τους βασικότερους υπόπτους για την άνανδρη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη Για τον Γύπαρη εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης αλλά οι Αρχές δεν κατάφεραν να τον βρουν για να λογοδοτήσει κάτι που μάλλον ήταν αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1932 καταδικάστηκαν μόνο οι δύο από τους δράστες (Δικώνυμος και Σταφυλαράκης) σε επτά χρόνια φυλακή.
Ι. Β. Δ.
Πηγή
Ελευθέριος Σκιαδάς, “Περοκέ: η επιθεώρηση που βάφτηκε με αίμα”, άρθρο στην εφημερίδα “Δημοκρατία”
Εφημερίδες “Μακεδονία”, “Ριζοσπάστης”
http://www.istorikathemata.com