Μικρό παιδί σαν ήμουνα, άκουγα από το πατέρα :
Πως είμαι απόγονος σογιού, δε το σκίαζε φοβέρα.
Είχαμε θείο οπλαρχηγό, άντρα αντρειωμένο
Τον καπετάνιο το Κουμή με τα άρματα ζωσμένο.
Πολέμησε, να διώξει τη τουρκιά από τα χώματα μας
να μείνει η πατρίδα μας, στα χεριά τα δικά μας.
Χρέος το νιώθω ύψιστο, εκείνον να αναστήσω
Σε ένα χαρτί ,εκιά μπορώ, να τόνε φέρω πίσω.
Να δούνε όλοι οι εγνωστοί ,φίλοι καλοί και ξένοι
Η σκούφια μας από πού κρατεί ,άνθρωποι παινεμένοι.
Στην Σπίνα, σε ένα ορεινό χωριό, σε ένα καστανοχώρι
Γεννήθηκε ο Καπετάν Κουμής, μέσα στο ξεροβόρι.
Ήτανε δύσκολα πολύ τα χρόνια τα δικά του,
Ο Τούρκος ήταν άτρωτος και έτρωγε τα παιδιά του.
Παιδιά τους μα ελεγανε, κάτω από το ζυγό τους
Μα εμείς ήμασταν Έλληνες, θέλαμε τον χαμό τους.
Kαι σαν μεγάλωσε ο Κουμής, φούσκωσε η καρδιά του,
Δεν άντεχε, δεν ήθελε, Τούρκος να ζει κοντά του..
Επήρε το τουφέκι του, ζώστηκε το μαχαίρι
Το Κρητικό, που το φορεί και στήνει το καρτέρι..
Φτάνει στις υψηλές κορφές, στήνει το μπαϊράκι,
Το σουλτανάτο πολέμα, με το Καραϊσκάκη..
Οι Τούρκοι φοβηθήκανε, εστείλανε μαντάτο
Στην ΠΟΛΗ για να μάθουνε, τι θέ το σουλτανάτο;
«Σφάξετον, Μπει ,τον Κουμή και τον Καραϊσκάκη
Δεν θέλω εγώ Έλληνες, Άρχοντες στο κονάκι.
Φέρε μου τα κεφάλια τους, βαλμένα στο αλάτι
Για να θωρούνε οι οχτροί, να πνίξουν το γινάτι…
Πολλοί αντρειωθήκανε, σηκώσανε σημαία
μα δεν γνωρίζουν πως εγώ, δεν σκιάζω από φοβέρα…»
Μα ήτανε λόγια μοναχά δεν πιάνανε και τόπο,
Ο Καπετάν Ιάκωβος, είχε εδικό του τρόπο..
Ήτανε ατρόμητος πολύ, φόβος δεν τον κατέχει,
Ακόμα και τον θάνατο ξέρει, πως τον αντέχει.
Άρπαξε τα άρματα ,χύθηκε μπέτι με μπέτι
Στον Μπει που του έστησε ,ενέδρα σε ένα δέτι.
«Δεν σε φοβούμαι Μπέι εγώ, τον έδιωξα το χάρο
Από την καρδιά και το μυαλό, δεν μου κρατάει φάρο.
Και έτσι με τόλμη και αντρειά, θα βγάλει το μαχαίρι
Και στην καρδιά του αντιπάλου, θα τηνε καταφέρει..»
Ετσά πολέμα ο Κουμής, ήτανε παλικάρι
Στης λευτεριάς το αγαθό, δεν έβαζε ξαμάρι.
Ανώτερες είχε αρετές μέσα εις την ψυχή του
Δεν βάσταγε αυτός ζυγό μήτε και οι δικοί του.
Και Στο παλάτι της μικρής, της τότε ρωμιοσύνης
Έφτασε η φήμη του Κουμή και της αντρειοσύνης.
Καλέσανε τον να τον δουν ,τιμές να του αποδώσουν
Οπλαρχηγό και αρχηγό, με τίτλους να τον ζώσουν.
Τον διορίσανε Γενικό, Οπλαρχηγό Σελίνου
Πήρε και τη διοίκηση φρουράς ,του βασιλιά εκείνου.
Αγάπησε παράφορα και έκλεψε την καλή του
Και κάμανε δυο κοπελιές, αυτές ήταν η ζωή του..
Μια μέρα παίρνει διαταγή, να πάει να πολεμήσει
Στρατιά στη Πελοπόννησο, Τούρκους να εμβολίσει.
Στην Λακωνία, φτάνει αυγή με μια γερή φρεγάτα
Και στους Μολάους θέτει τα άρματα, κοντά σε μια στράτα.
Εκιά παραταχτήκανε, με το Καραϊσκάκη,
Ξεκίνησαν να μάχονται με όλο τους το μεράκι.
Μα δε χωρεί ο Καπετάν Κουμής, να πεις την ιστορία
σε σύνορα και σε χαρτιά, τόσης ψυχής ανδρεία..
Δεν πέθανε όμως από σπαθί ,Μπέι και γενίτσαρου
Δικοί μας τον εστείλανε, στην αγκαλιά του χάρου.
Νύκτα καθώς κοιμότανε ,μέσα σε ένα αλώνι
Έλληνας ανταγωνιστής, μαχαίρι του καρφώνει
Γιατί δεν ήταν ικανός, να τον αντιμετωπίσει
Τον καπετάνιο τον Κουμή, όπου πλάσε η ζήσει!!!
*
Ο Καπετάν Ιάκωβος Κουμής γεννήθηκε στην Σπίνα Σελίνου .Ήταν Γενικός Αργηχός Σελίνου ,μέλος της φιλικής εταιρείας ,ταγματάρχης της βασιλικής φρουράς..
Οπλαρχηγός διετέλεσε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Υπήρξε το φόβητρο των Τούρκων σε όλη την Κρήτη!
Πρωτοστάτησε στην επανάσταση του 1821 και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας..
Διακρίθηκε επίσης, στην Πελλοπόνησο στην μάχη του Ναβαρίνου ,στην μάχη των Σάλωνων (Άμφισσα),στην Αττική (Μαραθώνα ,Φάληρο στο πλευρό του Καραϊσκάκη) κτλ..
Δολοφονήθηκε το 1843 στους Μολάους Λακωνίας, από αντιζηλία και ενώ κοιμότανε σε ένα αλώνι …
Είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει δυο κορίτσια..
(Ιστορικά στοιχεία Κ Βαβουλέ)