Του Δημήτρη Στούμπου
Σοβαρό προβληματισμό και ανησυχία προκάλεσαν στο κεντρικό «επιτελείο» της Νέας Δημοκρατίας οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που για πρώτη φορά αποτύπωσαν την σοβαρή φθορά που σημειώνει το κυβερνητικό κόμμα στην κοινωνία.
Όσοι θεωρούσαν στο Μαξίμου ότι παρά τη δυσφορία και την διογκούμενη αγανάκτηση των συμπολιτών μας για την διαρκή επέλαση της ακρίβειας, την ενόχληση της συντηρητικής της βάσης με τον νόμο για τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και για την διευρυνόμενη πεποίθηση ότι συγκαλύπτεται η βαριά ευθύνη για την τραγωδία των Τεμπών, η υποστήριξή τους θα είχε ελάχιστες έως μικρές απώλειες, είδαν τώρα να καταγράφεται σοβαρή μείωση (σχεδόν 5%) της δημοσκοπικής καταγραφής.
Όπως έχουμε ξαναπεί η πολύμηνη κοινωνική δυσφορία εκφράστηκε και εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους, με κινητοποιήσεις και απεργίες, όμως «καθυστέρησε» να αποτυπωθεί και δημοσκοπικά, γεγονός που πολλοί «επιτελάρχες» πίστευαν ότι δεν θα είχε την έκταση που φαίνεται. Μάλιστα υπερεκτιμώντας την ισχυρή πολιτική καταγραφή του κυβερνητικού κόμματος πάντα στην πρώτη θέση (ακόμη και τώρα σε επίπεδα πάνω του 30%) και με τεράστια διαφορά από τα ποσοστά της ευρύτερης αντιπολίτευσης (παρά τις μικρές «ανακατατάξεις» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ), συνέχισαν μια κεντρική προπαγανδιστική πρακτική συνεχών υποσχέσεων αντιμετώπισης της ακρίβειας, υποτίμησης και αδιαφορίας του ενάμιση εκατομμυρίου υπογραφών συμπολιτών μας που απαιτούν πλήρη διαλεύκανση αιτίων και τιμωρία υπευθύνων για την τραγωδία που, όπως όλα δείχνουν, δεν «καθησυχάζει» την κοινωνική δυσαρέσκεια. Όπως λοιπόν ήταν αναμενόμενο η κοινωνία κινείται και πιέζει για διαφοροποιήσεις στο πολιτικό σκηνικό.
Οι συνεχείς προπαγανδιστικές απόπειρες να βαφτιστούν όλες οι αντιδράσεις κοινωνικές, πολιτικές και κομματικές ως απόλυτα υπονομευτικές της κυβερνητικής διαχείρισης των προβλημάτων, σε βαθμό μάλιστα που ορισμένοι προσπαθούν να
«διαγράψουν» ακόμη και τις ουσιαστικές αποφάσεις και ενέργειες από το Ευρωκοινοβούλιο και την ευρωπαία Εισαγγελέα, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερο κύμα απόρριψης και ενόχλησης.
Κάθε τόσο ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης προσπαθεί να βαφτίσει την δυσαρέσκεια της κοινωνικής πλειονότητας ως περίπου «εμφυλιοπολεμική» και επαναλαμβανόμενα «τοξική» (ατάκες ιδιαίτερα προσφιλείς στον κεντρικό πυρήνα της κυβέρνησης), χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η διχαστική ρητορική είναι αρκετά ξεπερασμένη και δεν μπορεί να απαντήσει στην αυθεντική αγωνία και κριτική της κοινωνίας.
Σ’ αυτό το κλίμα προστέθηκε προχθές το αποκαλυπτικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «το Βήμα» που ενόχλησε σφοδρά την κυβέρνηση, η οποία παρά το μπαράζ ανακοινώσεων δεν έχει ακόμη απαντήσει πειστικά πώς στήθηκε και διαδόθηκε μιντιακά πριν ένα χρόνο η κοπτοραπτική των συνομιλιών σταθμάρχη και μηχανοδηγών, ώστε να καλλιεργηθεί μονόπλευρα και περιοριστικά η δική τους ευθύνη μπροστά στην κοινωνία! Όπως ήταν αναμενόμενο, ξέσπασε μία πολιτική καταιγίδα, οι επιδράσεις της οποίας θα συντελέσουν έτι περαιτέρω στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ (με την συνδρομή και άλλων δυνάμεων της ευρύτερης αντιπολίτευσης) θα υποχρεώσει θεσμικά και πολιτικά την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να απαντήσουν μέσα στη Βουλή, κάτι που απέφυγαν ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Κ.Α.Καραμανλής (κάκιστα) στην πρόσφατη συζήτηση στην ολομέλεια του κοινοβουλίου για το αποτέλεσμα της εξεταστικής επιτροπής για τα Τέμπη. Η διερεύνηση και διαλεύκανση της πολύνεκρης τραγωδίας θα βαραίνει διαρκώς την κυβέρνηση και στο βαθμό που δεν δώσει τις απαντήσεις που εκκρεμούν θα υποστεί και νέα φθορά.
Με την πρόταση δυσπιστίας όσοι νομίζουν συγκυριακά ότι επιταχύνουν την κυβερνητική αποσταθεροποίηση κάνουν λάθος εκτίμηση και βέβαια δηλώσεις όπως αυτή του κ. Κασσελάκη για παραίτηση του Πρωθυπουργού (!), πρόωρες πολιτικές εκλογές και μάλιστα με την παρουσία διεθνών παρατηρητών (!) είναι ακραία υπερβολικές και γίνονται μόνο για «ρελάνς» στην πρόταση δυσπιστίας από τον κ. Ανδρουλάκη. Σε δυόμιση μήνες, ούτως ή άλλως, έχουμε τις κάλπες για τις ευρωεκλογές όπου με βεβαιότητα θα σταλούν πολλά μηνύματα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης στην κυβέρνηση.
Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η ισοπεδωτική, μηδενιστική πολιτική αντιπαράθεση το μόνο σίγουρο όφελος που θα φέρει θα είναι στην ακροδεξιά και τα παρακλάδια της (όπως βλέπουμε και πρόσφατα σε όλη την Ευρώπη).
Ζητούμενο σε αυτή την περίοδο για την δημοκρατία μας είναι να δυναμώσει η ουσιαστική πολιτική, προγραμματική αντιπαράθεση και όχι ο επικοινωνιακός σαματάς που απλά περνάει και χάνεται. Η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να κινείται χωρίς να ακούει την κοινωνία και δείχνοντας μάλιστα ότι εμπλεκόμενοι στην τραγωδία φαίνεται να μένουν στο απυρόβλητο. Με γνωστά τα ελλείμματα στο κράτος δικαίου, την διαφάνεια και την ηθική στην πολιτική, είναι πρωτεύον ζητούμενο η πολιτική συζήτηση και διαπάλη να ακουμπήσει στα ουσιώδη που απαιτεί η κοινωνία. Χωρίς αξίες και πολιτικά προτάγματα που να προσεγγίζουν τους συμπολίτες μας, η δημοκρατία μας θα ταλανίζεται από διαρκές έλλειμμα εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη που είναι καθοριστική για την πολιτική συμμετοχή όλων μας…