Ένα από τα επιχειρήματα που επαναλαμβάνουν αρκετοί που θεωρούν ότι καλώς έκλεισαν τα σχολεία σε Χανιά και Ρέθυμνο παρά την καλοκαιρία είναι ότι αν δεν είχαν κλείσει και υπήρχε πράγματι κακοκαιρία και τραυματιζότανε ή πέθαινε κάποιος άνθρωπος, η κυβέρνηση θα δεχόταν βαρύτατη κριτική και λόγω του πρόσφατου της καταστροφής στο Μάτι. Έτσι, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, καλώς έκλεισαν τα σχολεία και ας μην έγινε τίποτα.
Το ερώτημα βεβαίως που τίθεται είναι, τα σχολεία πρέπει να τα κλείνουμε αναλόγως των επικοινωνιακών αναγκών μίας κυβέρνησης ή ενός κλίματος που έχει διαμορφωθεί και του φόβου της κριτικής “αν κάτι πάει στραβά” ή σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες και με βάση κάποιου σχεδίου; Δηλαδή, αν σε ένα χρόνο το Μάτι έχει ξεχαστεί, τότε, θα είναι φυσικό τα σχολεία να μην κλείσουν σε μία παρόμοια συγκυρία; Αν ναι, τότε με ποια λογική μπορούμε να προασπίζουμε πρακτικές που κινούνται με βάση επικοινωνιακές ανάγκες; Δε μπορεί αυτό να είναι το κριτήριο για να λαμβάνονται τέτοιου είδους αποφάσεις.
Είμαστε υπέρ του κλεισίματος των σχολείων όταν υπάρχει πραγματικά ανάγκη, όπως θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχουν σχέδια εκκένωσης σε περιπτώσεις καταστροφών, και να πραγματοποιούνται έργα που θα προστατεύουν τους ανθρώπους σε ακραία καιρικά ή άλλα φαινόμενα.
Πρέπει να υπάρχει και ένα μέτρο. Δε μπορούμε από το ένα άκρο όλων που συνέβησαν στο Μάτι που είχαν ως αποτέλεσμα να θρηνήσουμε 99 νεκρούς να πηγαίνουμε στο άλλο άκρο του προληπτικού κλεισίματος σχολείων πριν καν κτυπήσει η κακοκαιρία τη χώρα. Και στις δύο περιπτώσεις φανερώνεται η παθογένεια του ελληνικού κράτους το οποίο κινείται περιστασιακά και τυχοδιωκτικά, δίχως σχέδιο.
Εν τέλει, το θέμα είναι να κάνουμε αυτό που πρέπει ή αυτό που επιβάλλουν οι επικοινωνιακές ανάγκες;