Του Κώστα Βαξεβάνη
Ακόμη και ένα χαλασμένο ρολόι,δυο φορές την ημέρα δείχνει τη σωστή ώρα. Με αυτή την έννοια, όλα έχουν την επιβεβαίωσή τους, ακόμη και αν δεν έχουν χρηστικότητα. Δεν ξέρω γιατί η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ κυρία Ρεπούση, επιλέγει συνεχώς να έχει το ρόλο του χαλασμένου ρολογιού, μόνο και μόνο επειδή κάποιοι θα υποστηρίξουν πως κάποιες φορές δείχνει τη σωστή ώρα. Γιατί δηλαδή δείχνει να επιλέγει να απασχολήσει με “μη χρηστικές” προκλήσεις, για να προσέξουμε πως υπάρχει ένα ρολόι, στο κομοδίνο του δημόσιου προβληματισμού.
Επιφανειακά, η κυρία βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, έχει το θάρρος της γνώμης και επιλέγει να μιλήσει χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος. Αναρωτιέμαι όμως, είναι έτσι; Την κυρία Ρεπούση την γνωρίσαμε όταν συνωστίστηκε όλη η Ελλάδα γύρω από την επιστημονική της άποψη για τον συνωστισμό στη Μικρασιατική καταστροφή. Η ιστορικός Ρεπούση, δεν παρέθεσε στο βιβλίο της την ιστορική καταγραφή. Δεν είχε το θάρρος έστω να γράψει πως τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνοντας στην Ανατολία έκαναν έστω σφαγές. Απλώς «σαπούνισε» την ιστορία, λείανε τις αιχμές για να εξασφαλίσει έναν καθαρό συμψηφισμό. Παραποίησε δηλαδή την ιστορία, προς όφελος της καλής εμφάνισης, απολογούμενη σε έναν εθνικισμό από την ανάποδη. Με τον ίδιο τρόπο που οι εθνικιστές την παραποιούσαν για να έχουμε εθνικό και γενναίο δίκαιο, αυτή την παραποίησε για να έχουμε τουριστικό άδικο. Κάπως έτσι, οι σφαγιασθέντες πρόγονοι, συνωστίστηκαν στο βιβλίο της Ρεπούση και δεν υπήρξε έλληνας που δεν την έμαθε.
Η κυρία Ρεπούση χτυπάει συνεχώς με τον ίδιο τρόπο, εφευρίσκοντας μια αναγκαιότητα και μια αποκλειστική έκφραση του προοδευτισμού. Το θέμα που έθεσε με την κατάργηση των θρησκευτικών στα σχολεία είναι όντως ένα σοβαρό θέμα. Η πίστη είναι θέμα των εκκλησιών και όχι των σχολείων. Των ιερέων κάθε θρησκείας και όχι των δασκάλων. Της ανησυχίας του καθενός και όχι της επιβολής της. Αλλά όπως εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, στην Ελλάδα υπάρχει ένα σοβαρό θέμα με τον εναγκαλισμό της Εκκλησίας με το Κράτος. Για δεκαετίες το κρατικό ταυτίζεται με το χριστιανικό και αντίστροφα. Το δημοκρατικό αίτημα λοιπόν θα ήταν ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος. Δεν το έθεσε ούτε η κυρία Ρεπούση,ούτε το κόμμα της. Έτσι απλώς παρέδωσε στον ακροδεξιό λαικισμό, στη Χρυσή Αυγή δηλαδή και ένα κομμάτι της ΝΔ, τη δυνατότητα να θολώσουν τα νερά και να μιλήσουν για ανθέλληνες και για άπιστους. Υποβάθμισε ένα σοβαρό πολιτικό αίτημα, σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Το τελευταίο χτύπημα της κυρίας Ρεπούση, αφορούσε την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών ως νεκρή γλώσσα. Να σημειώσω εδώ, πως ως μαθητής με επιλογή στις θετικές επιστήμες, θεωρούσα κι εγώ τα Αρχαία μη αναγκαία. Μέχρι που ένα βράδυ σε εστιατόριο στο Βερολίνο ντράπηκα όταν κάποιος Ιταλός από τη Μεγάλη Ελλάδα με πλησίασε και άρχισε να μου μιλά αρχαία ελληνικά που εγώ δεν ήξερα τόσο καλά. Το ίδιο περίπου συνέβη και πριν από μερικές ημέρες, με ισπανίδα συνάδελφο που μου έπαιρνε συνέντευξη. Αναθεματίζω τον εαυτό μου που δεν μπορώ να διαβάσω την αρχαία ελληνική γραμματεία από το πρωτότυπο και που τόλμησα κάποια περίοδο στη ζωή μου να θεωρήσω ένα κομμάτι γνώσης περιττό και νεκρό.
Τα Αρχαία δεν είναι νεκρή γλώσσα. Πολύ περισσότερο δεν είναι άχρηστη γνώση. Είναι ένας τεράστιος πλούτος που είμαστε κομμάτι του, ακόμα και αν δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Επίσης όπως ίσως γνωρίζει η κυρία Ρεπούση, στο ελληνικό σχολείο το πρόβλημα δεν είναι τα Αρχαία Ελληνικά. Είναι η παπαπαγαλία, η ακύρωση της κριτικής σκέψης, είναι η παραπαιδεία, το εκπαιδευτικό σύστημα και τώρα πλέον είναι και τα σχολεία που δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Α,να συμπληρώσω πως το πρόβλημα επίσης είναι πως πολλά από τα παιδιά που πάνε στο όποιο δημόσιο ακόμη σχολείο υπάρχει, δεν έχουν να φάνε και ίσως κάποιοι γονείς τους αυτοκτονούν. Νεκροί στην πραγματικότητα κυρία Ρεπούση και όχι μεταφορικά όπως λέτε για τα αρχαία.
Η κυρία Ρεπούση δεν εξέφρασε κανέναν προβληματισμό για αυτά. Επέλεξε το θορυβώδες και ειδικό για να ακουστεί. Δεν μπορώ να την κατατάξω σε καμιά ομάδα που συνωμοτεί για να καταστρέψει την Ελλάδα, ούτε σε αυτούς που συγκρούονται για συγκρουστούν, από ιδεοληψία ή πολιτικό εγωισμό. Θεωρώ απλώς πως βρίσκει τρόπο να ακούγεται. Από το κοινοβουλευτικό έδρανο που της χάρισε αυτή της ιδιαιτερότητα, σηκώνει διακριτικά το πόδι και αμολάει μια ηχηρή. Άποψη εννοώ.