Σε άρθρο του στο προσωπικό του μπλογκ με τίτλο «Η υπονόμευση του ελληνικού παραγωγικού ιστού», ο οικονομολόγος Κώστας Λαπαβίτσας αναφέρει πως το 2010 η Ελλάδα αντιμετώπισε ένα στρατηγικό δίλημμα: «παραμονή στην ΟΝΕ και συνακόλουθη ‘εσωτερική υποτίμηση’, ή έξοδο από την ΟΝΕ με άρνηση πληρωμής του χρέους», με αποτέλεσμα να προκριθεί η καταστροφική -κατά τον κ. Λαπαβίτσα- πρώτη επιλογή.Συνεχίζοντας, ο γνωστός οικονομολόγος αποτιμά τις συνέπειες των Μνημονίων και της παραμονής της χώρας στο ευρώ, τονίζοντας πως από το 2008 μέχρι και σήμερα, ο βιομηχανικός ιστός της χώρας έχει καταστραφεί. «Αν πάρουμε τη βιομηχανική παραγωγή του 2005 ως βάση, με τιμή 100, τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2000 μέχρι το 2007, δηλαδή την περίοδο των υποτιθέμενων παχιών αγελάδων, η βιομηχανία λίμνασε, σχεδόν χωρίς καμία απόκλιση από το 100. Από το 2008 και μετά εμφανίστηκε ταχύτατη μείωση, για να πέσουμε περίπου στο 70 το πρώτο εξάμηνο του 2013. Δηλαδή η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 30% της ήδη χαμηλής βιομηχανικής της παραγωγής, ενώ περίπου το 20% της απώλειας οφείλεται στην ‘εσωτερική υποτίμηση’».
Τα αίτια που σύμφωνα με τον κ. Λαπαβίτσα προκάλεσαν την καταστροφή της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, είναι «η κατάρρευση της τελικής ζήτησης λόγω της συντριβής μισθών και συντάξεων, η κατάρρευση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, η κατάρρευση της τραπεζικής πίστωσης και ρευστότητας, η αδυναμία εξυπηρέτησης επιχειρηματικού δανεισμού, η εξαφάνιση της εμπορικής πίστης, η απόλυτη ανασφάλεια και η δυσπιστία. Η ‘εσωτερική υποτίμηση’ ήταν πραγματική πυρκαγιά που κατέκαψε το βιομηχανικό κορμό της χώρας», σημειώνει.
Παράλληλα, παραθέτει και τις δικές του μεταρρυθμιστικές προτάσεις για να αναπτυχθεί ο δευτερογενής τομέα και να έρθει ανάπτυξη στην Ελλάδα, κάτι που σύμφωνα με το κείμενο του, δεν γίνεται αποκρατικοποιήσειςκαι ξένες επενδύσεις, αλλά «με δημόσια παρέμβαση στο πεδίο της τεχνολογίας, νέους μηχανισμούς μακροχρόνιας πίστωσης για παραγωγικούς σκοπούς, εκτενείς δημόσιες επενδύσεις και στοχευμένη παρέμβαση στο χώρο της παιδείας. Θα χρειαστεί επίσης νέα σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα που σημειώνει πολύ μέτριες επιδόσεις για δεκαετίες. Αυτές είναι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και όχι η κωμωδία που παίζεται σήμερα».
Κλείνοντας, καλεί την επόμενη κυβέρνηση η οποία όπως υποστηρίζει θα είναι αυτή της Αριστεράς, «να αντιμετωπίσει την καμένη γη με ψυχραιμία και χωρίς καμία ιδεοληψία περί ΟΝΕ. Είναι η μόνη ελπίδα για τη χώρα».
Το άρθρο του κ. Λαπαβίτσα:
Η υπονόμευση του ελληνικού παραγωγικού ιστού
Την άνοιξη του 2010 η Ελλάδα αντιμετώπισε ένα στρατηγικό δίλημμα: παραμονή στην ΟΝΕ και συνακόλουθη ‘εσωτερική υποτίμηση’, ή έξοδο από την ΟΝΕ με άρνηση πληρωμής του χρέους. Χωρίς ουσιαστική συζήτηση και με εντυπωσιακή σύμπνοια όλων των πολιτικών κομμάτων – μη σας μπερδεύουν οι μετέπειτα φραστικές κορώνες, αριστερές και δεξιές – η χώρα μπήκε στον πρώτο δρόμο. Η καταστροφή που ακολούθησε επιβεβαιώνει ότι έγινε ιστορικό σφάλμα που θα έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Τι θα γίνει όμως από δω και πέρα αν η Ελλάδα συνεχίσει στο ίδιο δρόμο; Μια απάντηση μας δίνει η κατάσταση του βιομηχανικού ιστού της χώρας μετά από τρία χρόνια ‘εσωτερικής υποτίμησης’. Αν πάρουμε τη βιομηχανική παραγωγή του 2005 ως βάση, με τιμή 100, τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2000 μέχρι το 2007, δηλαδή την περίοδο των υποτιθέμενων παχιών αγελάδων, η βιομηχανία λίμνασε, σχεδόν χωρίς καμία απόκλιση από το 100. Από το 2008 και μετά εμφανίστηκε ταχύτατη μείωση, για να πέσουμε περίπου στο 70 το πρώτο εξάμηνο του 2013. Δηλαδή η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 30% της ήδη χαμηλής βιομηχανικής της παραγωγής, ενώ περίπου το 20% της απώλειας οφείλεται στην ‘εσωτερική υποτίμηση’.
Τα αίτια δεν είναι δύσκολο να βρεθούν: κατάρρευση της τελικής ζήτησης λόγω της συντριβής μισθών και συντάξεων, κατάρρευση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, κατάρρευση της τραπεζικής πίστωσης και ρευστότητας, αδυναμία εξυπηρέτησης επιχειρηματικού δανεισμού, εξαφάνιση της εμπορικής πίστης, απόλυτη ανασφάλεια και δυσπιστία. Η ‘εσωτερική υποτίμηση’ ήταν πραγματική πυρκαγιά που κατέκαψε το βιομηχανικό κορμό της χώρας.
Υπάρχουν ορισμένοι που κάνουν μια πρωτόλεια ανάγνωση του Καρλ Μαρξ, ή του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου Γιόζεφ Αλόις Σουμπέτερ, και ισχυρίζονται ότι η πυρκαγιά ήταν φυσική απόρροια του καπιταλιστικού χαρακτήρα της οικονομίας. Πιστεύουν ότι πρόκειται για ‘δημιουργική καταστροφή’, ή για βίαιη απαξίωση του κεφαλαίου, έτσι ώστε οι υγιείς επιχειρήσεις που απομένουν να ξεκινήσουν μια νέα δυναμική περίοδο συσσώρευσης. Κάτι παρόμοιο ισχυρίζεται και η κυβέρνηση που βαφτίζει ‘εξυγίανση’ την καταστροφή. Όποιος λέει τέτοια καταλαβαίνει πολύ λίγα από Μαρξ και Σουμπέτερ, κι ακόμη λιγότερα από τις σύγχρονες οικονομίες.
Στις μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις είναι κανόνας να καίγονται τα χλωρά μαζί με τα ξερά, να υπάρχει δηλαδή απώλεια και υγιούς παραγωγικού δυναμικού. Στην ελληνική κρίση που καθορίστηκε από το παράλογο πλαίσιο της ΟΝΕ, όπου η Ελλάδα δεν είχε καμία δυνατότητα ανεξάρτητης δημοσιονομικής και νομισματικής παρέμβασης, ενώ οι τράπεζες βρέθηκαν επί ξύλου κρεμάμενες, η πυρκαγιά κατέφαγε ότι βρήκε μπροστά της. Δεν υπήρχε απολύτως καμία ‘νομοτέλεια’ στην κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής. Η ‘εσωτερική υποτίμηση’ προκάλεσε ζημία στον παραγωγικό ιστό που πολύ δύσκολα θα αντιστραφεί.
Οι εξ επαγγέλματος υποστηρικτές της τρόικας έχουν ήδη αρχίσει να ισχυρίζονται ότι τα χειρότερα πέρασαν, νέοι ορίζοντες ανοίγονται και καινούργιες δραστηριότητες εμφανίζονται, ιδίως στη γεωργία. Με την πτώση των μισθών και τις προσδοκώμενες ξένες επενδύσεις, το ελληνικό δαιμόνιο θα κάνει και πάλι θαύματα. Η εικόνα αυτή θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα. Η σωτηρία της Ελλάδας θα έρθει από τα γεωργικά προϊόντα που οι εξ ανατολών γείτονες θα αξιοποιούν στις ανθούσες βιομηχανίες τους, καθώς και από τις ξένες επενδύσεις που θα κάνουν Γερμανοί, Άραβες και Κινέζοι …
Καμία οικονομία του μεγέθους της ελληνικής δε μπορεί να έχει καλές προοπτικές ανάπτυξης χωρίς ισχυρό δευτερογενή τομέα, ο οποίος φυσικά δε θα προκύψει μέσω χαμηλών μισθών, αποκρατικοποιήσεων και ξένων επενδύσεων. Για να αντιμετωπιστεί η βιομηχανική καταστροφή που προκάλεσε η ‘εσωτερική υποτίμηση’ θα χρειαστεί δημόσια παρέμβαση στο πεδίο της τεχνολογίας, νέοι μηχανισμοί μακροχρόνιας πίστωσης για παραγωγικούς σκοπούς, εκτενείς δημόσιες επενδύσεις και στοχευμένη παρέμβαση στο χώρο της παιδείας. Θα χρειαστεί επίσης νέα σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα που σημειώνει πολύ μέτριες επιδόσεις για δεκαετίες. Αυτές είναι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και όχι η κωμωδία που παίζεται σήμερα.
Κάποια ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής φυσικά θα υπάρξει όταν η ύφεση φτάσει στο τέλος της. Τα στοιχεία του Ιουνίου 2013, για παράδειγμα, είναι ενθαρρυντικά. Αποκλείεται όμως να έχει δυναμισμό και διάρκεια, αν δεν ξεφύγουμε από τα νύχια της τρόικας. Όπως και δεν θα υπάρξει δυναμική παραγωγική ανάκαμψη αν δεν τεθεί ξανά επί τάπητος και με σοβαρότητα το θέμα της συμμετοχής μας στην ΟΝΕ. Η εξωτερική υποτίμηση θα άρει την πίεση στους μισθούς και θα δώσει νέα πνοή στο δευτερογενή τομέα διευκολύνοντας σε πρώτη φάση την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς και πιο μεσοπρόθεσμα την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Μετά από τρία χρόνια ‘εσωτερικής υποτίμησης’ το δίλημμα του 2010 δεν εξέλιπε αλλά εμφανίζεται με πολύ πιο σκληρούς όρους ακριβώς γιατί η οικονομία είναι γονατισμένη. Η παρούσα κυβέρνηση είναι ανίκανη να ακολουθήσει οποιαδήποτε άλλη πορεία. Η επόμενη κυβέρνηση, που μάλλον θα είναι της Αριστεράς, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την καμένη γη με ψυχραιμία και χωρίς καμία ιδεοληψία περί ΟΝΕ. Είναι η μόνη ελπίδα για τη χώρα.