Του Γιώργου Καλογήρου
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες εκτυλίσσεται στην Ινδία ένα ακόμα (ίσως το σοβαρότερο μέχρι σήμερα) επεισόδιο στην πορεία ολοκληρωτικής καθυπόταξης της πάλαι ποτέ “ελεύθερης” δημόσιας σφαίρας του διαδικτύου στα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της διεθνούς ελίτ. Η κυβέρνηση του νεοφιλελεύθερου ινδουιστή εθνικιστή Ναρέντρα Μόντι απαιτούσε εδώ και καιρό από την πλατφόρμα του Twitter να διαγράψει εκατοντάδες λογαριασμούς που ασκούσαν σκληρή κριτική στις αποφάσεις της σχετικά με τη νέα νομοθεσία που πρόκειται να απελευθερώσει πλήρως την αγροτική παραγωγή και αγορά στη χώρα.
Η εταιρεία με έδρα το Σαν Φρανσίσκο υπέκυψε στις απαιτήσεις της ινδικής κυβέρνησης όταν η τελευταία έδειξε μέσω νομικών κινήσεων πως ήταν έτοιμη να καταδικάσει τους υπαλλήλους του Twitter στην Ινδία σε εφτάχρονη φυλάκιση. Για πρώτη φορά λοιπόν, και εν μέσω της μεγαλύτερης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής των τελευταίων χρόνων στην Ινδία, το Twitter προσαρμόζει την, πάντοτε εκλεκτική, λογοκριτική του διαχείριση όχι σε τοπικές ή διεθνείς νομικές διατάξεις, αλλά στην απτή βούληση μιας κυβέρνησης. Εκατοντάδες λογαριασμοί διαγράφηκαν, ενώ ακόμη περισσότεροι γίνανε αόρατοι για τους Ινδούς χρήστες.
Παράλληλα, εκτός από την καθαρή ισχύ, η κυβέρνηση του κόμματος Bharatiya Janata έχει εδώ και καιρό εξαπολύσει σε πλήρη διάταξη τον “μεγαλύτερο στρατό από trolls σε παγκόσμιο επίπεδo”, με σκοπό την υπονόμευση του αγώνα των αγροτών αλλά και όσων διεθνώς στέκονται αλληλέγγυοι σε αυτούς. Ενδεικτική ως προς αυτό ήταν η τεχνητή “θύελλα” και ο “ηθικός πανικός” που προκλήθηκε στο ινδικό Twitter έπειτα από αναρτήσεις της Rihanna και της Greta Tunberg σχετικά με τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Το πλήθος των λογαριασμών που πρόσκεινται στην κυβέρνηση ανακάλυψαν “παγκόσμια συνωμοσία” από διεθνή σκοτεινά κέντρα που θέλουν να ρίξουν λάδι στη φωτιά της σοβούσας κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης στην Ινδία. Την ίδια στιγμή όμως, το κράτος του Μόντι έλαβε δράση και εκτός του ψηφιακού πεδίου. Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, η αστυνομία έκανε έφοδο στα γραφεία του δημοσιογραφικού σάιτ Newsclick, προσήγαγε αρκετούς δημοσιογράφους, ενώ κατάσχεσε υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα και σκληρούς δίσκους.
Αυτή η άνευ προηγουμένου ένταση της καταστολής από την πλευρά της κυβέρνησης Μόντι αντανακλά βέβαια την πολύ δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί η ίδια. Η ιστορικών διαστάσεων ανάπτυξη του πολύμηνου κινήματος των Ινδών αγροτών έχει καταφέρει να συσπειρώσει τη μεγάλη πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος ενάντιά της. Οι δεκάδες χιλιάδες αγρότες από όλη τη χώρα που έχουν κατασκηνώσει στα προάστια του Νέου Δελχί (και μετράν μέχρι σήμερα 200 νεκρούς από τον παγετό, αλλά και το μπλοκάρισμα από την κυβέρνηση της παροχής νερού και ρεύματος) αποτελούν αυτήν τη στιγμή μια δύναμη που έχει de facto απονομιμοποιήσει την κυβέρνηση και τα σχέδιά της για το πλήρες “άνοιγμα” της αγροτικής παραγωγής της χώρας στην παγκόσμια ελεύθερη αγορά. Στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων ενάντια στους τρεις νέους αγροτικούς νόμους έχει συγκροτηθεί για πρώτη φορά ένα ετερόκλητο φάσμα δυνάμεων από το σύνολο της ινδικής κοινωνίας. Παραδοσιακοί “αντίπαλοι”, όπως οι αγρότες και οι πράκτορες προμηθειών, αλλά και διαφορετικές κοινοτικές ομάδες, λ.χ. οι Σιχ (που πρωτοστατούν), οι Μουσουλμάνοι και άλλες, έχουν συσπειρωθεί ενάντια στην κυβέρνηση του Bharatiya Janata.
Η παλλαϊκή αυτή στήριξη των αγροτών βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με το μέγεθος και το εύρος της επιχειρούμενης αλλαγής από πλευράς του ινδικού κράτους. Πρόκειται για μια ιστορική προσπάθεια μεταβολής του ίδιου του παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης της Ινδίας, η οποία για να εφαρμοστεί προϋποθέτει την εκ βάθρων αναδιάρθρωση (επί τα χείρω) της καθημερινής ζωής και εργασίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Αν καταργηθεί το μέχρι τώρα εγγυημένο από το κράτος πλαφόν για τις τιμές δημοπράτησης των αγροτικών προϊόντων και “απελευθερωθεί” συνολικά η αγορά, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. θα κυριαρχήσουν άμεσα και ολοκληρωτικά σε μια χώρα άνω του ενός δισεκατομμυρίου, παρασύροντας στο διάβα τους το 60% του παραγωγικά ενεργού πληθυσμού της. Αυτός είναι και ο λόγος που η προσπάθεια της κυβέρνησης Μόντι απολαμβάνει τη στήριξη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην κατεύθυνση “της βελτίωσης της αποδοτικότητας της ινδικής αγοράς και προσέλκυσης μεγάλων επενδύσεων”, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του εκπροσώπου του, Νεντ Πράις.
Επιπλέον, η αναδιάρθρωση και μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου της Ινδίας, και η συνακόλουθη μελλοντική μετατροπή της σε βιομηχανική χώρα, συντονίζεται με τα γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ που αφορούν την αντιμετώπιση της “κινεζικής απειλής”. Η γενναία υποστήριξη του Μόντι από την κυβέρνηση Μπάιντεν στοχεύει προοπτικά στην ανάδυση της Ινδίας ως γεωστρατηγικού αντίβαρου για λογαριασμό της Δύσης απέναντι στην κυριαρχία της Κίνας και των συμμάχων της στην κεντρική και ανατολική Ασία.
Τούτων δοθέντων, γίνεται φανερό πως ο αγώνας των Ινδών αγροτών απέναντι στους τρεις νέους αγροτικούς νόμους του Μόντι είναι ένας αγώνας διεθνών διαστάσεων, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη “κανονικότητα” και το “There is No Alternative” του ευρωατλαντικού στρατοπέδου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. H έκβασή του θα καθορίσει όχι μόνο το παραγωγικό και πολιτικό μέλλον της Ινδίας, αλλά και τους όρους της, ήδη αμφισβητούμενης σε πολλά πεδία, μελλοντικής ηγεμονίας των δυτικών ελίτ σε παγκόσμιο επίπεδο.