Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε από την Ελευθερία Καλομοίρη, στο σαρανταήμερο μνημόσυνο του Λευτέρη Καλομοίρη, στον Ιερό Ναό της Παναγίας στο Περαχώρι:
“Λατρεμένε μας πατέρα.
Πέρασαν κιόλας 40 μέρες που έχουμε να σε δούμε, όμως πραγματικά νιώθουμε ότι δεν έχεις φύγει ούτε μια στιγμή από κοντά μας. Σαν κεραυνός έσκασε η είδηση του ξαφνικού και άδικου χαμού σου, που έκαψε τις καρδιές μας. Σου ζητάμε συγνώμη για τα φτωχά λόγια, αλλά βρεθήκαμε απροετοίμαστοι στο να εκφράσουμε με λέξεις το μεγαλείο σου και τα έντονα συναισθήματα μας, για σένα καλέ μου Πατέρα.
Ήσουν το στερνοβύζι της πολυμελούς οικογένειας του Δημητρομάνωλα που στη σύντομη ζωή σου πορεύτηκες κρατώντας ως λάβαρο την αγάπη για την οικογένεια και τον τόπο σου τα Ανώγεια. Ο Θεός σε έσμιξε με τη μάνα μας τη Δέσποινα σου, τη δική σου Παναγία για την οποία έλεγες τη μαντινάδα:
Την Παναγία προσκυνώ που τση κεράς μου μοιάζει,
κι όπου κι αν με έχει η Μάνα μου, ταμένο δε με νοιάζει.
Με αυτόν τον σεμνό, ταπεινό και καθάριο άνθρωπο, που σαν παλιά Ανωγειανή στάθηκε βράχος μαζί με σένα στη δημιουργία μιας μεγάλης οικογένειας 5 παιδιών, μέσα από πολλές δυσκολίες, που όμως αγωνιστήκατε και με ιδιαίτερη προσπάθεια παραπάνω και από τη μπόρεση σας, καταφέρατε να μη μας λείψει τίποτα.Ταυτόχρονα με εμάς, έδινες όλο σου το είναι στην αγάπη σου για τον πολιτισμό, τις παραδόσεις του τόπου, τις οποίες προσπαθούσες σεμνά και ταπεινά να διαδόσεις.
Προικισμένος με το ταλέντο του χορού, ιδρύεις σχολές χορού στα Ανώγεια και αλλού, μεταλαμπαδεύοντας με μεράκι και ζήλο μοναδικό τους κρητικούς παραδοσιακούς χορούς, συμβουλεύοντας τους μαθητές σου να χορεύουν με την ψυχή τους και να διατηρεί ο καθένας τη μοναδικότητα του. Χορευτές σου έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε παγκρήτιους και πανελλήνιους διαγωνισμούς.
Ήδη από τα εφηβικά σου χρόνια, νιώθεις την ανάγκη να εκφραστείς μέσα από τη μαντινάδα παρατηρώντας τον κόσμο με εκείνο το παιδικό και αγνό βλέμμα που σε θυμάμαι.Σε θυμούνται όμως και όλοι με νοσταλγία αγαπημένε μου, να περιφέρεσαι στα σοκάκια του χωριού κάνοντας καντάδες και δίνοντας ζωή, τραγουδώντας με το χέρι υψωμένο για τον έρωτα και λίγο αργότερα να χορεύεις λιτός και απέριττος όπως οι μαντινάδες σου.
Τα ΄πάντα για σένα γίνονται ποίηση. Φιλοσοφούσες τη ζωή και προσπαθούσες να την εξηγήσεις μέσα από τους στίχους σου:
Μικρή που είναι η ζωή άμα φιλοσοφήσεις,
κοπέλι πας να κοιμηθείς και γέρος θα ξυπνήσεις.
Στην προσπάθεια σου αυτή σε προβληματίζει έντονα το πέρας του χρόνου:
Στο πρόσωπο μας φαίνονται τα χρόνια που περνούνε,
μα ποια λουλούδια ανθίζουνε, χωρίς να μαραθούνε;
Με το ανήσυχο πνεύμα σου, αναπολείς τα όνειρα στη μαντινάδα σου:
Πουλιά ‘σαν και πετάξανε, σύννεφα και εχαθήκαν,
ε! τα παντέρμα όνειρα και γιάντα δε μου βγήκαν.
Με συγχωρείς πατέρα μου αλλά επειδή ο χρόνος είναι λίγος και η ποιητική σου συλλογή και το εύρος των θεμάτων τεράστιο, αδυνατώ να το παρουσιάσω. Ως γιος της μαντινάδας και του χορού, αφήνεις πίσω βαριά πολιτιστική και ποιητική κληρονομιά τα τέσσερα βιβλία σου. “Ο ντελικανής”, “Μια μαντινάδα μια ζωή”, “Τον έρωντα εφαντάστηκα”, και “Ποιο παραμύθι να σου πω”. Με πληγώνει όμως καλέ μου που δεν πρόλαβες να εκδώσεις το πέμπτο βιβλίο σου “Αέρας είναι η ζωή” για το οποίο βιαζόσουν και λαχταρούσες τόσο. Δεν πρόλαβες όμως. Σου δίνουμε υπόσχεση ότι θα εκδοθεί αγαπημένε μου.
Στη διάρκεια της ζωής σου ήρθε και ο τίτλος του Προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου Ανωγείων, που επάξια κατείχες επί 10ετία και μαζί με άλλους 6 φίλους σου αγωνιστήκατε για την ανάδειξη του τόπου μας πέρα από τα σύνορα. Ταξιδέψατε και μεταφέρατε την ανωγειανή κουλτούρα και ψυχή σε όλη την Κρήτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Χάλκη, Λάρισα, Ρόδο, Κύπρο, Βρυξέλλες, Λουξεμβούργο και αλλού. Επίσης διετέλεσες πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ανωγείων για τέσσερα χρόνια.
Αγαπημένε μου πατέρα, τι να πω για την ανθρωπιά σου, τη λεβεντιά σου, το φιλότιμο σου, την τιμιότητα σου, που τα λέει όλος ο κόσμος που συμπαραστέκεται στον πόνο μας. Δεχθήκαμε άπειρα μηνύματα αγάπης καθώς όλοι είναι συγκλονισμένοι με το χαμό σου. Μπαμπά μου μέσα σε όλα μας είπαν ότι ο πλανήτης θρηνεί για σένα και ότι αν ζούσε ο Λεωνίδας της Σπάρτης θα είχε εσένα ως πρότυπο. Ακριβέ μου, μόνο περηφάνια, μεγάλη περηφάνια για σένα παλικάρι μου.
Δεν πείραξες ποτέ κανέναν, σεβόσουν όλους τους ανθρώπους και στήριζες περισσότερο τους πονεμένους και τους αδικημένους της ζωής. Πάντα μας έλεγες ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία, δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος. Έκανες όλους να γελάνε με τα καλαμπούρια σου, αλλά εσένα η χαρά σου ήταν διπλή που έβλεπες το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων. Απαξίωνες το χρήμα γιατί όπως έλεγες ο πλούτος είναι οι άνθρωποι και οι στιγμές.Με έβλεπες να κρατάω το μωρό μου και μου τόνιζες να μη γυρεύω τίποτα άλλο από τη ζωή γιατί έχω στα χέρια μου την ευτυχία:
Αγνή ψυχή μωρού παιδιού αν είχε ν’ έχουμε όλοι,
θα ‘ταν μπαξές αληθινός του κόσμου το περβόλι.
Είπες και κοίταξες τα δυο μικρά σου εγγονάκια. Μα εγώ καλέ μου ένιωσα αμέσως ότι η μαντινάδα αυτή μιλάει για τη δική σου ψυχή. Δεν πρόλαβες όμως καλέ μου να γνωρίσεις τις χαρές της Αριστέας, του Μανόλη και του Λευτέρη μας. Κι αυτό πονάει πατέρα και θα πονάει πάντα.
Θα μας λείψει εκείνο το γλυκό φιλί που μας έδινες τα βράδια στον ύπνο μας, ακόμα και μεγάλοι που ήμασταν.Θα μου λείψει το σ’αγαπώ σου, που μου έλεγες όταν κλείναμε το τηλέφωνο.Θα μας λείψει το γέλιο σου, το λεβέντικο ανάστημα σου,ο χορός σου, οι μαντινάδες σου, η σοφία σου.Μπαμπά μου λείπεις και δεν ταιριάζει να λείπεις.Υπήρξες 1000 φορές πατέρας αλλά κι εμείς όσες ζωές κι αν ζούσαμε εσένα θα θέλαμε για πατέρα μας. Εσένα και τη μάνα μας που πονά βουβά.Δοξάζουμε το Θεό για την ευλογία να είμαστε οικογένεια σου. Όμως ένα παιδί σου, ο Μανόλης, σε χαιρετά από μακριά. Αλλά είμαι σίγουρη καλέ μου πως δεν τον έχεις αφήσει στιγμή από την αγκαλιά σου. Η αγάπη και η αυτοθυσία σας θα μείνει στην ιστορία. Δεν θα άντεχες να τον χάσεις ούτε αυτόν ούτε κανέναν μας.Παντού μίλαγες με καμάρι για εμάς και το πρόσωπο σου είχε μια ιδιαίτερη γλύκα.
Εγώ δεν είμαι πλούσιος μας ‘χω λεφτά πληθώρα,
κι είναι τα πέντε μου παιδιά που καμαρώνω τώρα.
==========================================
Τρεις βιόλες έχω στο μπαξέ κι αναμεσώς δυο κρίνους,
κι έχουνε ρίζες δυνατές σα τ’ αοριού τσι πρίνους.
============================================
Στις χαρές του σπιτιού μας που θα ‘ρθουν και δεν πρόλαβες να ζήσεις σου λέμε αγαπημένε μου:
Από πατέρας έγινες φύλακας άγγελος μας,
και στσι χαρές μας θα κλουθάς μα και των κοπελιών μας.
Πρώτος θα σέρνεις το χορό κι εμείς θα σου κλουθούμε,
τα φτερωτά σου βήματα, να παρακολουθούμε.
Σ’ αγαπάμε και σε ευχαριστούμε θησαυρέ μου.
Οι παρακάτω στίχοι είναι από μια ψυχή που σε ένιωσε σαν πατέρα της:
Σαράντα μέρες πάνε δίχως σου χαρά μου,
και όλα μοιάζουν σκοτεινά παρηγοριά μου.
========================================
Που ‘ναι οι μέρες οι παλιές Ντελικανή μου,
που δεν περνούσαν δίχως γέλιο μερακλή μου.
========================================
Γιάντα δε λες πως είναι ψέμα παλικάρι μου,
και πως μας κάνεις πάλι πλάκα εσύ καμάρι μου.
========================================
Πως είναι όνειρο κακό αστέρι μου,
και θα γυρίσεις πάλι δίπλα μας Λευτέρη μου.
=====================================
Εσύ ‘σαι που δίνες παρηγοριά καλέ μου,
σε όλους τσι ανθρώπους καντιφέ μου.
========================================
Άμα στενοχωριόμασταν αστέρι μου,
έκλαιγες στο πλευρό μας περιστέρι μου.
========================================
Σε όλες τσι χαρές μας παλικάρι μου,
πάντα θα σε σκεφτόμαστε καμάρι μου.
========================================
Και θα μας λείπει η γλυκιά μορφή σου,
τα μάτια σου, το γέλιο κι η ψυχή σου.
=======================================
Όπου κι αν πας όμως αστέρι μου,
πάντα θα τριγυρνάς εδώ Λευτέρη μου.
=======================================
Να δίνεις φως απ’ την ψυχή σου,
κι εμείς να φωτιζόμαστε μαζί σου.”