Του Γιώργου Λιμογιάννη
Πολλές φορές βλέπουμε βίντεο στο youtube και αλλού με νέους ανθρώπους που προχωρούν σε επικίνδυνους ελιγμούς ή σε ακροβασίες πάνω σε μηχανάκια ή με αυτοκίνητα σε δρόμους, στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο κυρίως με οχήματα που έχουν πειραχτεί. Πίσω από αυτές τις συμπεριφορές υπάρχει μία κουλτούρα, που και στην Ελλάδα έχει ειδικά χαρακτηριστικά που έχουν διάρκεια στο χρόνο. Εδώ και δεκαετίες, τους αποκαλούν “κάγκουρες”.
Ίσως θα ήταν χρήσιμο να γίνει μία έρευνα ανθρωπολόγων γύρω από τις συνήθειες, την κουλτούρα των νέων που ασχολούνται με τις μηχανές και τα αυτοκίνητα. Τις τελετουργίες που έχουν, τους κώδικες επικοινωνίας και συμπεριφοράς, που συμπεριλαμβάνει το ντύσιμο και την ομιλία τους και τη σχέση που διαμορφώνουν με τις μηχανές, τις μετατροπές που προχωρούν, πώς γίνονται τμήμα της ταυτότητάς τους που ορίζει το πώς φέρονται.
Θα είχε ενδιαφέρον επίσης να ερευνηθεί πώς η ένταξη σε μία τέτοια ομάδα νέων ανθρώπων μετατρέπει κάποιες συμπεριφορές σε περισσότερο επιθυμητές από κάποιες άλλες που δε θεωρούνται ικανές να δώσουν στάτους εντός της ομάδας. Εν τέλει, πρέπει να κατανοήσουμε πώς αποκτά “νόημα” η ζωή αυτών των νέων ανθρώπων και γιατί αυτό το νόημα κάνει τόσο δύσκολο να μπουν στην άκρη οι παραβατικές συμπεριφορές. Τι σηματοδοτεί η παραβατικότητα τους και γιατί αποτελεί κυρίαρχο τμήμα της κουλτούρας;
Αυτή η νεανική κουλτούρα που στα Χανιά ονομάζουμε τους φορείς της απαξιωτικά “κούργιαλους” γιατί έλκει τους νέους; Τι είναι αυτό που τους δίνει;
Ο νέος που μοιράζεται το κοινό του ενδιαφέρον με άλλους νέους, αλλάζει τη μορφή των μηχανακιών που οδηγεί, αφαιρεί και προσθέτει στοιχεία, μετατρέπεται η μηχανή σε επέκταση της προσωπικότητάς του και εκφράζεται μέσω αυτής η έκρηξη της σεξουαλικότητάς του, με επιθετικότητα, ταχύτητα, θόρυβο που λειτουργούν ως τα στοιχεία που θα έλξουν το αντίθετο φύλλο αλλά κυρίως θα προσδόσει κύρος εντός της ομάδας και αναγνώριση της μοναδικότητάς του.
Πρόκειται κυρίως για νέους ανθρώπους από εργατικά ή μικροαστικά περιβάλλοντα με μειωμένες δυνατότητες επαγγελματικής ανέλιξης. Γι’ αυτούς, η δυνατότητα να οδηγούν γρήγορα και ριψοκίνδυνα, να οδηγούν με θόρυβο, αποτελεί επαλήθευση της αξίας τους. Όσο πιο γρήγορα και επικίνδυνα οδηγούν και επιβιώνουν, τόσο πιο άξιοι είναι. Το κράνος ή η ζώνη υπό μία τέτοια οπτική δεν είναι απλά περιττό αλλά αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει “φόβο”, τη στιγμή που ο κανόνας εντός της κουλτούρας τους, επιβάλλει ο οδηγός να μην αισθάνεται τον φόβο και να οδηγεί στα όρια.
Μόνο όταν καταλάβουμε πραγματικά τον πολιτισμό πίσω από την παραβατικότητα θα μπορέσουμε ίσως να την περιορίσουμε. Και μαζί με αυτή, καθώς και με πλειάδα άλλων μέτρων που πρέπει να προηγηθούν και στα πλαίσια πάντα μίας γενικότερης στρατηγικής, θα περιορίσουμε και τα ατυχήματα, τους θανάτους από τροχαία.
Δεν αρκεί να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα με στερεότυπους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Πρέπει πρώτα να την καταλάβουμε.