Τερματισμό του πολέμου με διαπραγματεύσεις ακόμη και αν αυτές θα περιλαμβάνουν και παραχώρηση εδαφών στην Ρωσία θέλει πλέον η πλειοψηφία της ουκρανικής κοινής γνώμης, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, σε μια σαφή αντιστροφή της προηγούμενης τάσης για συνέχιση του πολέμου «μέχρι τη νίκη».
Σχολιάζοντας την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην ουκρανική κοινωνία, το The Conversation σημειώνει ότι ο πόλεμος πλέον «βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή».
«Το Κίεβο έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιήσει πυραύλους Atacms και Storm Shadow που προμηθεύεται η Δύση εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας. Το έκανε αμέσως μόλις του δόθηκε αυτή η άδεια, με πλήγματα κατά ρωσικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις περιοχές Μπριάνσκ και Κουρσκ. Η αντίδραση της Μόσχας στα πλήγματα ήταν διττή.
Πρώτον, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, ενέκρινε αλλαγές στο πυρηνικό δόγμα της χώρας του, ώστε να μειωθεί το όριο για τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Επίσης, εκτόξευσε έναν βαλλιστικό πύραυλο μεσαίου βεληνεκούς – Oreshnik – σε ένα εργοστάσιο όπλων στην ουκρανική πόλη Ντνιπρό».
Αυτή η κλιμάκωση «συνοδεύεται από τη σταθερή προέλαση των ρωσικών δυνάμεων στην ανατολική Ουκρανία και τη συνέχιση των προσπαθειών του Κρεμλίνου να προκαλέσει τη μέγιστη δυνατή ζημιά στις κρίσιμες υποδομές της Ουκρανίας».
Επιπλέον «και οι δύο πλευρές ενεργούν εν αναμονή της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο», καθώς ο νέος πρόεδρος έχει επανειλημμένα δεσμευτεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε 24 ώρες.
Στο μεταξύ, σημειώνει το δημοσίευμα, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουκρανίας αγωνίζονται να διατηρήσουν το ενιαίο μέτωπο υποστήριξής τους εν αναμονή της απόσυρσης της βοήθειας των ΗΠΑ υπό την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, καθώς και του σκεπτικισμού από ηγέτες όπως ο Βίκτορ Όρμπαν, της Ουγγαρίας.
Δημοσκόπηση: Τα στοιχεία και οι αιτίες
Η πιο σημαντική αιτία, ωστόσο, για την αλλαγή στάσης του ουκρανικού λαού, είναι ότι «ο πόλεμος έχει προκαλέσει τεράστιο φόρο αίματος στην Ουκρανία».
«Έξι εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα και επιπλέον τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας. Η χώρα βιώνει αυξανόμενα επίπεδα φτώχειας και επισιτιστικής ανασφάλειας, ενώ ο λογαριασμός για την ανοικοδόμηση ανέρχεται σε σχεδόν 500 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και συνεχίζει να ανεβαίνει.
Περισσότεροι από 30.000 Ουκρανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν μόνο τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου, ενώ αμέτρητοι άλλοι τραυματίστηκαν ή αγνοούνται. Και μια συντηρητική εκτίμηση είναι ότι τουλάχιστον 12.000 άμαχοι έχουν σκοτωθεί και 30.000 έχουν τραυματιστεί».
Έτσι, «μετά από 1.000 ημέρες, η απογοήτευση της κοινής γνώμης γίνεται εμφανής».
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις του Gallup αποτελούν μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση, σημειώνει το δημοσίευμα: υπάρχει γενική συμφωνία για την ανάγκη τερματισμού του πολέμου, αλλά πολύ λιγότερη ομοφωνία για τον τρόπο τερματισμού του.
Περισσότεροι από τους μισούς Ουκρανούς που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση της Gallup (52%) συμφωνούν ότι: «Η Ουκρανία πρέπει να επιδιώξει να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου το συντομότερο δυνατό», ενώ μόνο το 38% θέλει η χώρα να «συνεχίσει να πολεμά μέχρι να κερδίσει τον πόλεμο».
Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη μετατόπιση σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, όταν το 63% ήθελε να συνεχίσει να πολεμά και το 27% ήταν υπέρ των διαπραγματεύσεων.
Πρόκειται για μια ακόμη πιο έντονη μετατόπιση σε σύγκριση με το 2022, όταν η υποστήριξη για τη συνέχιση των μαχών ήταν 73% και για τις διαπραγματεύσεις 22%.
Είναι σημαντικό ότι περισσότεροι από τους μισούς που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις είναι επίσης ανοιχτοί στο να «κάνουν κάποιες εδαφικές παραχωρήσεις ως μέρος μιας ειρηνευτικής συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου».
Αυτό υποδηλώνει ότι οι πιθανότητες για δημόσια υποστήριξη μιας συμφωνίας με τη μεσολάβηση του Τραμπ μεταξύ των Ουκρανών βελτιώνονται. Αλλά αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη των Ουκρανών στην κυβέρνησή τους μειώνεται και ο σκεπτικισμός απέναντι στους δυτικούς εταίρους της αυξάνεται.
Το 2022, το 60% των Ουκρανών εξέφραζαν εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους, ένα χρόνο αργότερα το ποσοστό αυτό ήταν 49% και το 2024 τα επίπεδα έπεσαν μόλις στο 28%.
Αντίθετα, οι τράπεζες (92%) και ο στρατός (62%) εξακολουθούν να απολαμβάνουν συντριπτική εμπιστοσύνη του κοινού.
Αναζητώντας διέξοδο
Το The Conversation θεωρεί «ένδειξη της μεταβαλλόμενης διάθεσης στην Ουκρανία», ότι ο πρόεδρος της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, «μιλάει περισσότερο για τον τερματισμό του πολέμου», εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η εκλογή του Τραμπ θα φέρει ταχύτερο τέλος στον πόλεμο και τονίζοντας την αποφασιστικότητά του να «κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να τερματιστεί ο πόλεμος το επόμενο έτος μέσω συνομιλιών».
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Ουκρανοί είναι ακόμη έτοιμοι να συμβιβαστούν με τους όρους που μπορεί να προτείνει ο Τραμπ και να αποδεχθεί ο Πούτιν.
Αντιθέτως, υπογραμμίζει το δημοσίευμα, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να εγκαταλείψει βασικά στοιχεία των σχεδίων της για την ειρήνη και τη νίκη, κυρίως τον στόχο της ανάκτησης όλων των κατεχόμενων από τη Ρωσία εδαφών και της εξασφάλισης της ένταξης στο ΝΑΤΟ ως μέρος ενός πακέτου αξιόπιστων εγγυήσεων ασφαλείας.
Ωστόσο, αντιλαμβανόμενος ότι πρέπει να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ του οράματός του για την ειρήνη και τη νίκη και της αυξανόμενης πίεσης για την αναζήτηση ενός αποδεκτού συμβιβασμού, ο Ζελένσκι πρότεινε ένα τρίτο σχέδιο: Το «σχέδιο εσωτερικής ανθεκτικότητας».
Πρόκειται για μια λιγότερο φιλόδοξη στρατηγική. Τα βασικά σημεία είναι η σταθεροποίηση των γραμμών του μετώπου και η ενίσχυση του αμυντικού-βιομηχανικού τομέα της χώρας. Εάν επιτύχει, αυτό θα δημιουργήσει τα θεμέλια για τη διατήρηση της Ουκρανίας στον αγώνα κατά της Ρωσίας και τη δημιουργία των εσωτερικών συνθηκών για την επιβίωση της Ουκρανίας, τουλάχιστον μέχρι να τεθούν στο τραπέζι αποδεκτοί όροι κατάπαυσης του πυρός.
Το σχέδιο αυτό «στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι υπό την ηγεσία του Ζελένσκι, οι μέγιστοι στόχοι που περιγράφονται παραπάνω, δηλαδή η ανάκτηση των χαμένων εδαφών και η ένταξη στο ΝΑΤΟ, συνεχίζουν να καθοδηγούν τις πολιτικές της κυβέρνησής του μακροπρόθεσμα».
«Αλλά δεν αποκλείει βραχυπρόθεσμους συμβιβασμούς που μπορεί να είναι απαραίτητοι λόγω της διπλωματικής πίεσης του Τραμπ, της επιδείνωσης της κατάστασης στο μέτωπο και της εξασθένησης της ευρωπαϊκής αποφασιστικότητας – ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών».
Παίζοντας για το χρόνο
Δεν είναι σαφές πώς θα εξελιχθούν οι δύο μήνες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ. Αλλά είναι σαφές ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία με τα πράγματα ως έχουν θα ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εσωτερικής αποσταθεροποίησης στην Ουκρανία, εκτιμά το The Conversation.
Η πιθανή επαναπροσέγγιση του Ζελένσκι με εκείνους που τάσσονται υπέρ των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει ένα άνοιγμα για μια σοβαρή πολιτική πρόκληση από τον προκάτοχό του, Πέτρο Ποροσένκο.
Ο Ποροσένκο, τον οποίο ο Ζελένσκι αντικατέστησε στην προεδρία το 2019, έχει υποστηρίξει σθεναρά μια στάση «μη παράδοσης» ως ηγέτης της αντιπολίτευσης του κόμματος της «Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης» στο κοινοβούλιο της Ουκρανίας. Διευθύνει επίσης το Ίδρυμα Ποροσένκο, το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει «παράσχει βοήθεια σε περισσότερες από 200 στρατιωτικές μονάδες» με τη μορφή όπλων και εξοπλισμού.
Έτσι, η στρατηγική για τον Ζελένσκι είναι να κερδίσει χρόνο. Αντιμέτωπος με εσωτερικά «γεράκια» και ένα αβέβαιο και ασταθές εξωτερικό περιβάλλον, ο Ουκρανός πρόεδρος σκύβει στην ευκαιρία που δημιουργεί η χαλάρωση των δυτικών περιορισμών για τα πλήγματα κατά της Ρωσίας και προετοιμάζει τη χώρα για περισσότερες θυσίες.
Η πρόκληση για τον Ζελένσκι και την Ουκρανία μακροπρόθεσμα παραμένει η ίδια: πώς να διαχειριστεί μια βιώσιμη μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη μπροστά στην πίεση των ΗΠΑ, τις ρωσικές απαιτήσεις και την αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής ενότητας.