Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Κάποτε, σε κάποια πόλη, ζούσε ένας πατέρας με τους δυο γιους του. Η γυναίκα του είχε φύγει από τη ζωή νωρίς και εκείνος μεγάλωσε, με πολλούς κόπους και θυσίες, τα παιδιά τους. Ο ίδιος γνώριζε λιγοστά γράμματα και δεν είχε κάποια δουλειά δική του, όμως ήταν εργατικός και έτρεχε πρόθυμα όποτε έβρισκε μεροκάμματο. Τα χέρια του έπιαναν, όπως λέμε, δηλαδή ήταν άξιος να μαστορεύει, και ας μην ήταν μάστορας. “Μακάρι να είχα μάθει μια τέχνη”, έλεγε, “μακάρι να είχα ένα δικό μου εργαστήρι”.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ήταν όλο και πιο δύσκολο να βρει μια σταθερή δουλειά. Άρχισε, λοιπόν, να μαζεύει από τα σκουπίδια πράγματα που θα μπορούσε να έχουν κάποια χρησιμότητα. Βρήκε και μάζεψε δυο παλιά ξύλινα τραπέζια με μάρμαρο επάνω. “Άραγε, σε ποιο ποιο παλιό καφενείο να βρισκονταν τα τραπέζια αυτά;” αναρωτήθηκε. Τα έβαλε στην αυλή του σπιτιού, κάτω από μια κληματαριά. Εκεί καθόταν, όταν ο καιρός ήταν καλός, μαζί με τα παιδιά του, που διάβαζαν. Μάλιστα είχε μαζέψει και κάποια παλιά βιβλία που βρήκε μέσα σε χαρτόκουτες, πλάι στα σκουπίδια. Σιγά-σιγά, άρχισε να διαβάζει και εκείνος. Του άρεσε να μαθαίνει, μ’ όλο που σχεδόν δεν είχε πια ελεύθερο χρόνο. Μάζευε παλιά τετζερέδια, γκαζιέρες, σόμπες, διάφορα πράγματα που τα επισκεύαζε και τα έκανε σαν καινούρια. Μάζευε σπασμένα έπιπλα και τα συναρμολογούσε ξανά, μάλιστα κάποιες φορές γινόντουσαν καλύτερα από πριν. Πολλά από αυτά τα μεταπουλούσε, άλλα τα χάριζε σε ανθρώπους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Έτσι έβγαζε το μεροκάματο και συντηρούσε την οικογένειά του. Κάποτε τα παιδιά του μεγάλωσαν πια και ήρθε η ώρα να αναζητήσουν την τύχη τους. Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, την ώρα που καθόντουσαν και οι τρεις στην αυλή,ο πατέρας είπε:
-Παιδιά μου, δοξάζω τον Θεό που με αξίωσε να σταθώ κοντά σας όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, είναι η ώρα να χαράξετε εσείς τον δικό σας δρόμο. Εγώ θα βρίσκομαι πάντα εδώ για σας, θα προσεύχομαι για σας και θα καμαρώνω για την προκοπή σας, όπου και αν βρίσκεστε. Μια συμβουλή μόνο θα σας δώσω: Nα γίνετε καλοί συλλέκτες. Να τελειοποιήσετε αυτό που εγώ δεν κατόρθωσα να όλοκληρώσω.
Ο μεγάλος γιος, που του άρεσε να κάθεται κοντά στον καλαμένιο φράχτη, προς τον δρόμο, ρώτησε:
-Εννοείς, πατέρα, να γίνουμε παλαιοπώλες;
O μικρότερος γιος, που συνήθιζε να κάθεται κοντά στη λεμονιά και το γιασεμί, ρώτησε:
-Eννοείς, πατέρα, ότι πρέπει να αναζητήσουμε άλλους δρόμους;
-Αυτό που ίσως εννοώ θα το βρήτε με τον καιρό. Θα σας το πει η καρδιά σας.
Με αυτά τα λόγια, ο πατέρας ξεπροδόβισε τους δυο γιους του. Καθένας τους πήρε ένα δρόμο και πάντα θυμόταν τα λόγια και τις συμβουλές του πατέρα.
Ο πρώτος γιος ταξίδεψε πολύ. Γνώρισε ξένους τόπους και μίλησε με διαφορετικούς ανθρώπους για να μάθει κάτι περισσότερο γύρω από το επάγγελμα του συλλέκτη. Δούλεψε, μάλιστα, σε κάποιο παλαιοπωλείο. Με τα πρώτα χρήματα που μάζεψε, αγόρασε βιβλία σχετικά με τις συλλογές που μπορεί να δημιουργήσει ένας συλλέκτης. Έμαθε να αναγνωρίζει την ηλικία και την προέλευση των αντικειμένων.Ύστερα άρχισε να αγοράζει ο ίδιος από τα παλαιοπωλεία. Πρώτα ξεκίνησε με μια μικρή συλλογή από σφαίρες, άλλες γυάλινες, άλλες μεταλλικές, άλλες φτιαγμένες από όστρακα, άλλες από αλάβαστρο και άλλες από ξύλο. Τις τοποθετούσε σε ένα μικρό βιτρινάκι και τις καμάρωνε.
Μετά άρχισε να μαζεύει αυγά από διάφορα υλικά,σε διαφορετικά μεγέθη και χρώματα.Τα τοποθετούσε πάνω σε τρίποδες βάσεις, σε ένα άλλο βιτρινάκι.
Ύστερα άρχισε να μαζεύει καμπανάκια, μικρά και μεγαλύτερα, επιτραπέζια ή κρεμασμένα από αλυσσίδα. Καθένα είχε τον δικό του μοναδικό ήχο.
Μάζεψε, ακόμα, μουσικά κουτιά, και μικρά μουσικά γλυπτά, μπρούτζινα.ξύλινα ή κρυστάλλινα. Γυρνούσε το κουρδιστήρι που είχαν στη βάση τους και άκουγε μια όμορφη μελωδία.
Καθώς ο καιρός περνούσε, το όνομά του έγινε γνωστό. Πουλούσε τα σπάνια είδη που αγόραζε και είχε καλά κέρδη. Απόκτησε περιουσία και δημιούργησε οικογένεια. Το σπίτι του ήταν γεμάτο αξιοπερίεργα αντικείμενα. Οι φίλοι που τον επισκέπτονταν τον άκουγαν να μιλά με ενθουσιασμό και συγκίνηση:
-Βλέπεις εκείνο το αυγό; Είναι από μέταλλο ολοσκάλιστο, χρωματισμένο με σμάλτο. Είναι μια μπιζουτιέρα, το καπάκι είναι στο πάνω μέρος. Φαντάζομαι πως κάποιος πλούσιος άνθρωπος να το είχε δωρήσει κάποτε στη σύζυγό του, για να βάζει μέσα τα κοσμήματά της. Δες και αυτό το κουδούνι προβάτου, από παλιό μπρούτζο. Έχει πάνω του ανάγλυφα τα μέλη της οικογένειας του τσοπάνου. Είναι ο τσοπάνος, η γυναίκα του και τα παιδιά του, πέντε παιδιά είχαν. Από το ύψος μπορείς περίπου να καταλάβεις τις ηλικίες των παιδιών. Το πιο συγκινητικό, όμως, είναι αυτά τα ξύλινα πιόνια σκακιού. Είναι χοντροκομμένα, σκαλισμένα με δυσκολία και έχουν μείνει αλουστράριστα. Τα μαστόρεψε κάποιος που δεν είχε χρήματα να αγοράσει ένα σκάκι για τα παιδιά του. Βλέπεις τι σχήμα έχουν τα στέματα του βασιλιά και της βασίλισσας; Ο άνθρωπος που έφτιαξε αυτά τα πιόνια ήταν μετανάστης από κάποια μακρινή χώρα του Βορρά…
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη. Περπάτησε αρκετά, ώσπου έφθασε σε ένα απόμερο χωριουδάκι,. Σταμάτησε σε μια έρημη αυλή και κάθισε στο πέτρινο πεζούλι να ξαποστάσει. Εκεί που καθόταν, είδε στο χώμα ένα μικροσκοπικό ανθάκι, τόσο μικρό μα και τόσο όμορφο! Ο μίσχος του ήταν πολύ χαμηλός, το μικροσκοπικό λουλούδι σχεδόν ακουμπούσε το χώμα, και τα πέταλά του είχαν ένα τόσο λαμπερό μπλε χρώμα, που δεν μπορούσες να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω τους. Στο κέντρο του μικρού άνθους υπήρχε μια κουκίδα λευκό και ελάχιστο κόκκινο χρώμα. Καθώς περιεργαζόταν αυτό το μικρό λουλουδάκι,, του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή να αντηχεί:
-Το λουλουδάκι αυτό το λένε “Μη με λησμόνει”, που πάει να πει “Μη με ξεχνάς…”.
Ήταν η φωνή της μητέρας του, που τόσα πολλά χρόνια δεν είχε ακούσει. Ξαφνικά θυμήθηκε τότε που ήταν πολύ μικρό παιδάκι και βάδιζε μαζί της στην εξοχή. Είχαν συναντήσει ένα ανθάκι, όμορφο σαν αυτό εδώ και εκείνος είχε σκύψει να το κόψει, να το πάρει στα χεράκια του.
Ένιωσε πολλά και δυνατά συναισθήματα να τον κυριεύουν. Δίχως δεύτερη σκέψη, είπε:
-Θα ζήσω εδώ, σε αυτόν τον τόπο!
Έμεινε εκεί, δούλεψε στα χωράφια και αργότερα έχτισε ένα μικρό, όμορφο αγροτόσπιτο. Έμαθε να ζυμώνει και να ψήνει ο ίδιος το ψωμί που έτρωγε. Έμαθε να γνωρίζει και να μαγειρεύει τα άγρια χόρτα που υπήρχαν άφθονα γύρω από το σπίτι.Φύτεψε δέντρα, έβαλε κήπους και αργότερα έβλεπε, μαζί με την οικογένεια που δημιούργησε, τους κόπους του να αβγατίζουν. Μελετούσε το πρόσωπο του φεγγαριού, το χρώμα που είχαν τα σύννεφα, τα ταξίδια των πουλιών. Μελετούσε τις πηγές και τα δέντρα του δάσους.Έγινε φίλος με τον άνεμο και τη βροχή. Είχε καταλάβει ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα στο μεγαλείο της Πλάσης.
Τα χρόνια περνούσαν και μια μέρα ο πατέρας μήνυσε στα παιδιά του πως χρειάζεται να τον επισκεφθούν. Οι δυο γιοι δίχως αργοπορία βρέθηκαν κοντά του και εκείνος ρώτησε πρώτα τον μεγαλύτερο:
-Πες μου, γιε μου, ήσουν καλός συλλέκτης;
-Πατέρα, νομίζω πως ναι. Έχω συλλογές από τα πιο σπάνια και ωραία αντικείμενα. Αυτά με κάνουν να ταξιδεύω συνεχώς. Βρίσκομαι από τη μια στιγμή στην άλλη σε άλλους τόπους.Φαντάζομαι το πότε, πού και πώς φτιάχτηκαν τα αντικείμενα αυτά, πότε και πού αγοράστηκαν. Σκέπτομαι με συγκίνηση τη ζωή των ανθρώπων σε άλλες εποχές και άλλα μέρη, τα όνειρα και τις ελπίδες εκείνων που είχαν τα αντικείμενα αυτά, τις δυσκολίες ή τις χαρές που έζησαν.
O πατέρας στράφηκε στον μικρότερο γιο:
-Εσύ, παιδί μου;
-Eγώ, πατέρα, δεν έχω συλλέξει κάποια αντικείμενα. Έχω, όμως, συλλέξει πολύτιμες εικόνες και έχω συνθέσει τις πιο όμορφες αναμνήσεις. Έχω δει ένα ολόκληρο χαλί από μικρά, άγρια κυκλάμινα να παρουσιάζεται ξαφνικά ένα πρωί πάνω στο χιόνι και το άλλο πρωί τα κυκλάμινα να έχουν εξαφανιστεί. Έχω δει όλα τα χρώματα που αλλάζει το φεγγάρι. Θυμάμαι συχνά τη γιαγιά, που, όταν ήταν γέμωση και το φεγγάρι φώτιζε σαν χρυσός δίσκος τον ουρανό, δοξολογούσε τον Θεό και έλεγε: “Βασιλέα μου, δοξασμένο το όνομά σου!”. Έχω δει την Άνοιξη να με καλημερίζει με μια φουρφουλιά πολύχρωμα λουλούδια. Έχω δει τον ανυπόμονο ήλιο του καλοκαιριού να πετραδίζει νωρίς το πρωί το παράθυρό μου. Έχω δει το φθινόπωρο να ρίχνει στο διάβα μου κάστανα και καρύδια και τον χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια να μου λέει: “Μη φοβάσαι, αλλά να χαίρεσαι την κάθε μπόρα, χόρεψε στη βροχή, αν μπορείς, αυτό σημαίνει ότι ζεις!” . Έχω νιώσει το απέραντο δέος που κυριεύει κάθε πλάσμα στην απόλυτη γαλήνη και σιωπή. Έχω δει το πέταγμα του αετού και του κόρακα, του χελιδονιού και του περιστεριού. Έχω δει πεινασμένα ζώα του δάσους να έρχονται μέχρι την αυλή μου και να περιμένουν από εμένα να τα ταϊσω, να με εμπιστεύονται. Δεν ξέρω αν σε απογοήτευσα, πατέρα, αλλά αυτά έχω ζήσει. Αυτές είναι οι εικόνες που θα με συντροφεύουν πάντα.
Ο πατέρας, που άκουσε τους δυο γιους του με προσοχή, είπε:
-Νομίζω πως μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, παιδιά μου. Καθένας από σας έγινε ένας πολύ επιτυχημένος συλλέκτης. Επειδή καλός συλλέκτης είναι αυτός που κοπιάζει, αυτός που μαζεύει με αγάπη και ευλάβεια, αυτός που νιώθει και μαθαίνει.
Εσύ, πρωτότοκε γιε μου, μάζεψες αντικείμενα που σε βοήθησαν να αναζητήσεις ιστορίες και συναισθήματα άλλων ανθρώπων. Ταξίδεψες με τη φαντασία σου σε άλλους τόπους και άλλους καιρούς. Έμαθες πως, όσο πιο παλιό και φθαρμένο είναι ένα αντικείμενο,τόσο περισσότερα πράγματα έχει να μας πει. Να έχεις την ευχή μου.
Και εσύ, μικρότερε γιε μου, έμαθες πόσο μεγάλη αξία έχει η ζωή κοντά στη Φύση. Μάζεψες πολλές δικές σου εικόνες και στιγμές, ένιωσες, σκέφτηκες, απόκτησες σοφία. Ζεις μέσα στη γαλήνη και την ειρήνη, γνώρισες τα αληθινά δώρα της ζωής. Να έχεις και εσύ την ευχή μου. Να προχωράτε πάντοτε, παιδιά μου, με οδηγό την αγάπη!
Με αυτά τα λόγια ο πατέρας ευχαρίστησε και αποχαιρέτισε τα παιδιά του.