Αυτό βέβαια (να γελάσομε τώρα) προσωπικά δεν το βρίσκω και κακό. Μια χαρά! Να ενδιαφέρεται για το δίκιο της γειτόνισσας! Δηλαδή τώρα, στην εποχή μας, η γυναίκα αυτή θα ήταν πρώτη στα συλλαλητήρια! Αλλά, παλιά, τις γυναίκες τις θέλανε σιγανοβλεπούσες, σιγανομιλούσες, σιγανοπαπαδίτσες. Κάτι, που η συγκεκριμένη δεν ήταν.
Όταν λοιπόν γινόταν καυγάς στην γειτονιά, άκουγε και όποια έβγαζε το συμπέρασμα πως είχε δίκιο έβγαινε απ’ το σπίτι της και την υπρασπιζόταν με θέρμη. Ο άντρας της όμως είχε απηυδίσει γιατί μια της καιγόταν το φαγητό, μια της έμενε το ζυμωτό ψωμί λειψό γιατί το παρατούσε στη μέση, μια έτρωγε ξυλιές και δεν μπορούσε να «εξυπηρετήσει» τον άνδρα της.
Μια μέρα λοιπόν που είχε ζύμωμα ο άνδρας της για καλό και για κακό μην τύχει σου λέει κανείς καυγάς και πάει πάλι το ψωμί, την έγδυσε. Την έκανε τσίτσιδη και κλείδωσε τα ρούχα της. Ζύμωνε αυτή, ξαφνικά ακούγεται καυγάς. Σταματά! Στήνει αυτί, βγάζει συμπέρασμα ποια γειτόνισσα είχε δίκιο. Ανάβει, θυμώνει, θέλει να τρέξει να υπερασπιστεί την αδικημένη γειτόνισσα. Πώς όμως που ήταν ολόγυμνη; Α…! Δεν την σταματά τίποτα. Τίποτα δεν μπαίνει εμπόδιο στην ορμή της!
Πιάνει ένα κομμάτι ζυμάρι το βάζει μπροστά, στο επίμαχο σημείο, βάζει άλλο ένα κομμάτι πίσω στο άλλο επίμαχο σημείο και ορμά σαν άλλη Ζαν ντ’ Αρκ κραυγάζοντας: «Πίττα μπρος και πίττα πίσω, για της γειτόνισσας το δίκιο» Έτσι λοιπόν έμεινε όποιας γυναίκας δεν «κοίταζε τη δουλειά της» αλλά ενδιαφερόταν για τα δίκια άλλων της έλεγαν αυτό: «Πίττα μπρος και πίττα πίσω για της γειτόνισσας το δίκιο»
Παλιά, γιατί τώρα είναι μομφή για τις γυναίκες να είναι «σιγανομιλούσες» «σιγανοβλεπούσες» και «σιγανοπαπαδίτσες». Και ο τύπος που γελοιοποιούσαν είναι τώρα προσόν.