Επιμέλεια: Γιάννης Αγγελάκης
Κολοράντο, 27 Απριλίου 1914. Χιλιάδες άνθρωποι ακολουθούν τη νεκρική πομπή με το σκήνωμα ενός 24χρονου. Τον έλεγαν Λούη Τίκα.
Την εποχή που ο Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, στα ορυχεία υπήρχαν συνθήκες δουλείας. Το μεγάλο αφεντικό και εταιρικός μεσάζων ήταν ο Σκλήρης. Οι «Ελληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για 1,75 δολάριο την ημέρα ενώ οι υπόλοιπες εθνότητες έπαιρναν 2,50 δολάρια. Τα ημερομίσθια όλων βέβαια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» στα πάμπολλα εργατικά ατυχήματα. Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρεία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25% ακριβότερα από την «ελεύθερη αγορά». Οι εργάτες «έπρεπε» να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρεία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων.
Η χειρότερη σφαγή της εργοδοσίας στην ιστορία της Αμερικής
Ο Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο και σε επαφή με την Ενωση Ανθρακωρύχων Αμερικής άρχισε να οργανώνει τους εργάτες εν μέσω απίστευτων εκφοβισμών. Ο «Λούης ο Ελληνας» ή ο «Λίο ο Κρητικός», όπως τον αποκαλούσαν, γίνεται θρύλος της «άλλης» (κρυφής και κυνηγημένης) Αμερικής.
Η εταιρεία, για να καταπνίξει την απεργία, προέβη σε όποια τρομοκρατία μπορεί να φανταστεί κανείς αλλά οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Ο καταυλισμός αυτών των «αμόρφωτων κι ανίκανων να λειτουργήσουν άνευ μαστιγίου» λειτουργούσε σαν μια ειρηνική και πρώτη φορά απελεύθερη από το «γραβατωμένο» έγκλημα πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, φούρνος κι ελληνικό καφενείο, «ψωμί» για τα παιδιά και τους μεγάλους δίχως τις τερατώδεις υπερτιμολογήσεις.
Οταν ο Ροκφέλερ έστειλε με στολές της Εθνοφρουράς «δικούς της μισθοφόρους» κι ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο με πολυβόλο Death Special, ακολούθησε αυτό που ο Zinn αποκάλεσε τη χειρότερη σφαγή της εργοδοσίας στην ιστορία της Αμερικής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της θρυλικής Mother Jones, «πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του».
Ο Τίκας θέλησε να παρέμβει και ζήτησε να δει τον επικεφαλής της Εθνοφρουράς, λοχαγό Karl Linderfeld, κρατώντας λευκή σημαία: οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος έσπασε με την καραμπίνα το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Επειτα εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως…
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν παιδιά από τριών μηνών ώς 11 ετών.
Η απεργία απέτυχε, αλλά η αιματηρή σφαγή του Λούντλοου ήταν μια καταστροφή για τη δημόσια εικόνα του Ροκφέλερ – τόσο άσχημη που οδήγησε στη γέννηση των σύγχρονων εταιρικών δημοσίων σχέσεων για να διορθωθεί η κατάσταση και να διασωθεί η απανθρακωμένη κληρονομιά του από τις στάχτες των σκηνών των ανθρακωρύχων.
Η σφαγή του Λάντλοου ως απαρχή της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων
Ο Ροκφέλερ, έκανε ό,τι θα έκανε κάθε καλός ολιγάρχης. Έριξε χρήματα για να λύσει το πρόβλημα του. Προσέλαβε έναν γνωστό στρεψοδίκη που ονομαζόταν Άιβι Λεντμπέττερ Λι. Ο χειρισμός της κρίσης θεωρήθηκε από πολλούς ως η απαρχή της εταιρικής διαχείρισης δημοσίων σχέσεων αφού μέχρι τα γεγονότα του Ludlow η πιο συνήθης πρακτική ήταν η συγγραφή κομματιών από ξεπουλημένους δημοσιογράφους.
Ο Lee, ο άνθρωπος που ανέλαβε την καμπάνια, ήταν πτυχιούχος οικονομικών του Πρίνστον. Ήταν κι ο ίδιος δημοσιογράφος, μέχρι που οι πολλές ώρες και οι χαμηλές αμοιβές τον οδήγησαν μαζί με έναν φίλο του να ανοίξουν μια από τις πρώτες εταιρείες δημοσίων σχέσεων της χώρας – βασισμένη στην εφαρμογή των δημοσιογραφικών αρχών της «ακρίβειας στα γεγονότα, της αυθεντικότητας και της παραγωγής ενδιαφέροντος υλικού», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Για τον Lee, οι δημόσιες σχέσεις αφορούσαν τη διαφάνεια και τη στήριξη εταιρειών ώστε να βγαίνουν κερδισμένες μπροστά από πιθανές αντιπαραθέσεις. Για παράδειγμα, οι αμερικανικές σιδηροδρομικές εταιρείες είχαν αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσουν θανατηφόρα ατυχήματα στις σιδηροδρομικές γραμμές, αλλά ο Λι φρόντισε να ενημερωθούν οι δημοσιογράφοι και να τους επιτραπεί να επιθεωρήσουν τη σκηνή των ατυχημάτων και να ρωτήσουν “ειδικούς” αξιωματούχους, αποτρέποντας με επιτυχία την αδικαιολόγητη κριτική του Τύπου.
Αλλά ο Λι ήταν επίσης μαθητής αυτού που ονόμαζε “ψυχολογία του πλήθους” και πίστευε ότι η δημοσιότητα λειτουργούσε καλύτερα όταν εκπαιδευμένοι επαγγελματίες στόχευαν «στη φαντασία ή στο συναίσθημα του κοινού». Η παρουσίαση ενός γεγονότος λοιπόν ήταν πρωταρχικής σημασίας, και το γεγονός αυτό καθ’ αυτό – αυτό που πραγματικά συνέβη – έμπαινε σε δεύτερη μοίρα.
Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Lee:
«Τι είναι άραγε γεγονός; Η προσπάθεια να αποτυπώσω ένα απόλυτο γεγονός είναι απλώς μια προσπάθεια… να σας δώσω την δική μου ερμηνεία για τα γεγονότα».
Οι ικανότητες του Ivy Lee δοκιμάστηκαν όσο ποτέ άλλοτε στον απόηχο του Ludlow.
Πώς ο Ροκφέλερ από δολοφόνος μετατράπηκε σε μέγα φιλάνθρωπο
Νωρίτερα, ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ Τζούνιορ – παθιασμένος με το να εξωραϊσει την εικόνα του ληστή – βαρώνου πατέρα του, είχε δώσει κατάθεση ενώπιον του Κογκρέσου για την επιθυμία των ανθρακωρύχων να συνδικαλιστούν για να κερδίσουν καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Ερωτηθείς δύο εβδομάδες πριν από τη σφαγή αν θα εμμείνει στην αρχή του κατά των συνδικάτων ακόμα και «αν κοστίσει όλη σου την περιουσία και αν χρειαστεί να σκοτώσεις όλους τους υπαλλήλους σου», ο Ροκφέλερ απάντησε κυνικά σπέρνωντας την ανατριχίλα:
«Βεβαίως! Αυτό θα είναι μια σπουδαία Αρχή».
Μετά το Λάντλοου, με τον Ροκφέλερ να πολιορκείται από τη γνωστή ακτιβίστρια Μητέρα Τζόουνς (Mother Jones) και να ενημερώνεται από τον δημοφιλή συγγραφέα Άπτον Σινκλέρ ότι «σκοπεύω να σε κατηγορήσω για φόνο ενώπιον του λαού αυτής της χώρας», είχε ήρθε η ώρα για τον πλούσιο βιομήχανο να δημιουργήσει τη σύγχρονη γλώσσα των δημοσίων σχέσεων βάζοντας σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τη διαχείριση της κρίσης.
Ο Lee, τον οποίο ο Sinclair ονόμασε “Poison Ivy”, προσήχθη για να δώσει τη δική του ερμηνεία για τα γεγονότα γύρω από το Ludlow.
Αρχικά δημιουργήθηκε ενα διαφημιστικό δελτίο τύπου (o Lee θεωρείται ο ιδρυτής της έννοιας “δελτίο τύπου”) που ισχυριζόταν —ψευδώς— ότι η σφαγή ήταν έργο «καλοπληρωμένων ταραχοποιών που στάλθηκαν από το συνδικάτο», ότι η Μητέρα Τζόουνς ήταν «πόρνη» και ότι οι γυναίκες και τα παιδιά που είχαν πνιγεί στο λάκκο είχαν πέσει θύματα μιας «αναποδογυρισμένης σόμπας».
Όλο το επεισόδιο, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση από τον Ροκφέλερ, ήταν “θλιβερο”, αλλά οι «υπερασπιστές του νόμου και της ιδιοκτησίας… δεν ήταν καθόλου υπεύθυνες για αυτό».
Και αυτή ήταν μόνο η αρχή της αποκατάστασης του Ροκφέλερ.
Αφού πρώτα σκούπισε το αίμα από το πέτο του, ο Ροκφέλερ Τζούνιορ ανακοίνωσε ότι αναγνώρισε το λάθος του τρόπου που διαχειρίστηκε την κατάσταση και το επόμενο έτος – αφού οι ανθρακωρύχοι επέστρεψαν στη δουλειά – ο βιομήχανος έκανε μια πολυδιαφημισμένη επίσκεψη στο Λάντλοου, όπου έφαγε μαζί με τους εργάτες και ανακοίνωσε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση των παραπόνων των εργαζομένων.
Μάλιστα προχώρησε και σε μια φωτογραφικη καμπάνια, όπου μεταξύ άλλων χόρευε και με τις συζύγους των νεκρών ανθρακωρύχων, οι οποίες αδύναμες να αντισταθούν και οικονομικά εξαρτημένες για την επιβίωσή τους, χόρευαν μαζί του για τις ανάγκες των δημοσίων σχέσεων του βιομηχάνου.
Και με την πάροδο του χρόνου, η εικόνα του Ροκφέλερ μέσω του έργου του Lee άλλαξε τόσο ώστε να αναγνωριστεί ως μέγας ανθρωπιστής και φιλάνθρωπος, μια φήμη που απολαμβάνει ακόμα και σήμερα.
Η διαμόρφωση της δημόσιας εικόνας του Rockefeller, ωστόσο, είναι μόνο ένα μικρό μέρος της κληρονομιάς του Ivy Lee.
Η συνεργασία του Ivy Lee με το ναζιστικό καθεστώς και τον Γκαίμπελς
Πράγματι, η μεγαλύτερη κληρονομιά του Lee είναι η δημιουργία του οδηγού δημοσίων σχέσεων για ολόκληρη τη βιομηχανία πετρελαίου—τον οποίο η βιομηχανία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί 100 χρόνια αργότερα.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ivy Lee βρίσκονται σε όλες τις εκστρατείες παραπληροφόρησης της βιομηχανίας πετρελαίου.
Είναι οι ίδιες τακτικές (το blueprint) που ανέπτυξε ο Lee στην καμπάνια αποκατάστασης της εικόνας του Ροκφέλερ τότε: ψεύτικες ειδήσεις, ηθοποιοί κρίσης, εταιρική φιλανθρωπία ως μέρος μίας ευρύτερης καμπάνιας δημοσίων σχέσεων, όλα όσα χρειάζονται για να μετατοπιστεί η εστίαση του κοινού μακριά από την κακή, εγκληματική συμπεριφορά μιας εταιρείας.
Είναι επίσης οι ίδιες τακτικές που χρησιμοποίησε ο Λι όταν συμβούλευε τους Ναζί….
Η συμβουλή του Lee: «Ακόμα κι αν κάνεις φασιστικά πράγματα, δεν μπορείς να ακούγεσαι σα φασίστας».
Οι Ναζί τη δεκαετία του 1930, καθώς το καθεστώς του Χίτλερ εξαπλωνόταν στη Γερμανία, αλλά πάλευε να αποκτήσει νομιμότητα στο εξωτερικό, χρειαζόταν τρόπους για να επεκτείνει την επιρροή του. Εργαζόμενος ως σύμβουλος για τη γερμανική χημική εταιρεία IG Farben, ο Λι είπε στον υπουργό Εξωτερικών του Χίτλερ Τζόζεφ Γκέμπελς ότι δεν πρέπει να διώχνει τον ξένο Τύπο από τη Γερμανία ή να διαδίδει την ναζιστική προπαγάνδα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα – είπε ο Lee – οι Ναζί θα πρέπει να γίνουν φίλοι με τους Αμερικανούς δημοσιογράφους και να τους δίνουν αντικειμενικές πληροφορίες εάν ήθελαν να επιτύχουν τους στόχους τους.
Μερικά έγγραφα που παρέχονται από τον Westervelt επιβεβαιώνουν αυτή την αφήγηση:
- Ένα άρθρο των New York Times του 1934 σχετικά με τη μαρτυρία του Lee ενώπιον του Κογκρέσου σχετικά με το έργο του για τη ναζιστική Γερμανία.
- Ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του 1934 του πρέσβη των ΗΠΑ στη Γερμανία Ουίλιαμ Ντοντ .
- Η κατάθεση του ίδιου του Lee ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής για τις Αντιαμερικανικές Δραστηριότητες.
Και η βιομηχανία πατρελαίου και φυσικού αερίου
Η πιο αμφιλεγόμενη κληρονομιά του Lee είναι οι συμβουλές δημοσίων σχέσεων που έδωσε στους Ναζί τη δεκαετία του 1930, αλλά η πιο σπουδαία κληρονομιά του είναι η δημιουργία του πρώτου εμπορικού ομίλου της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου – το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου – πάνω από μια δεκαετία πριν, το 1919.
«Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρχε ενδιαφέρον για τον συντονισμό μιας βιομηχανικής θέσης για τη βιομηχανία πετρελαίου για να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά της στο κοινό», λέει ο κοινωνιολόγος Robert Brulle.
«Ο Ivy Lee βασίστηκε στην εμπειρία που απέκτησε ως μέλος του συμβουλίου προπαγάνδας του πολέμου για να αρχίσει να αναπτύσσει μεγαλύτερες θεσμικές προσπάθειες δημοσίων σχέσεων. Και συνεργάζεται με τον επικεφαλής της Standard Oil του New Jersey, που τώρα γνωρίζουμε ως ExxonMobil, για να σχηματίσει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου το 1919».
Σήμερα, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου παραμένει μια ισχυρή δύναμη στις δημόσιες σχέσεις για τα ορυκτά καύσιμα σε μια εποχή κλιματικής έκτακτης ανάγκης. Εκπροσωπώντας περισσότερες από 600 εταιρείες, είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός όμιλος των ΗΠΑ για τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου—και τα μέλη του ξοδεύουν σωρευτικά δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως προσπαθώντας να πείσουν το κοινό ότι το πετρέλαιο είναι καλό, αμερικανικό και απαραίτητο για την πρόοδο.