Διαβάστε επίσης:
Το βιβλίο «Ρεβιζιονιστικοί μύθοι» του Karl Heinz Roth κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2018 και αποτελεί μια απάντηση στον ιστορικό Heinz A. Richter, το ερευνητικό πεδίο του οποίου εστιάζεται στην ιστορία της Ελλάδας.
Το βιβλίο μεταφράστηκε από τα μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ» και θα δημοσιευτεί από τον “Αγώνα της Κρήτης” σε συνέχειες.
Ο παράλογος ισχυρισμός του τελευταίου ότι η Γερμανία δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τις υποθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ, αντίθετα, η Ελλάδα είναι αυτή που οφείλει να αποπληρώσει μερικές χιλιάδες χρυσές λίρες στη Γερμανία, αντικρούεται από τον Karl Heinz Roth με το παρόν πόνημα.
Ο Ροτ εξετάζει συστηματικά τις απόψεις του Ρίχτερ για την ελληνική ιστορία και προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο Ρίχτερ χαίρει −ακόμα και σήμερα− εκτίμησης στην Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του γίνεται αντιληπτή η επικινδυνότητα των ρεβιζιονιστικών μύθων του Ρίχτερ και η αυθαίρετη σύνδεσή τους με την τρέχουσα σκληρή πολιτική της Γερμανίας προς την Ελλάδα: η αντίληψη της υποτιθέμενης ματαιότητας της σφοδρής ελληνικής αντίστασης στη γερμανική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί στην χωρίς αντίρρηση αποδοχή της αμείλικτης στάσης της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα όσον αφορά την ευρωπαϊκή της προοπτική και την οικονομική κρίση!
Στους «Ρεβιζιονιστικούς μύθους» ο συγγραφέας εστιάζει στις μεθοδικά ελλιπείς και τεχνικά ανεπαρκείς ιστορικές έρευνες του Ρίχτερ, που παρουσιάζουν μια μονομερώς αρνητική εικόνα των Ελλήνων, της ιστορίας τους και της κοινωνίας τους.
Προσεκτικά και σχολαστικά αποδομεί την ιστοριογραφική έρευνά του καταλογίζοντάς του επιστημονική ανεπάρκεια, ιδεοληψία, προκατάληψη, μονομέρεια και λανθασμένες μεθόδους (επιλογή των πηγών, εξέταση «βολικών» μαρτύρων κ.ά). Εντέλει, παρουσιάζει τον Ρίχτερ ως έναν «κατ’ επίφασιν» επιστήμονα, που με το έργο του σπέρνει διχόνοια και μίσος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, κι αποτελεί ισχυρό ανάχωμα στην επίλυση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων.
Διαβάστε το 3ο μέρος του βιβλίου:
Οι πελατειακές σχέσεις στην Ελλάδα
Εκτός του ότι ο Ρίχτερ στο έργο του παραλείπει σημαντικά στοιχεία της ιστοριογραφίας, έχει την τάση να περιορίζει τους σύνθετους συσχετισμούς που συναντάμε σε διάφορα ζητήματα, αντικαθιστώντας τους με απλουστευμένες ερμηνείες και όρους. Τέτοιου είδους τάσεις διέπουν όλη την πορεία του: για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε αναλάβει στρατιωτικές δεσμεύσεις στην Ελλάδα από τα τέλη του 1940 μόνο και μόνο επειδή το Λονδίνο θέλησε να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις του αμερικανικού Κογκρέσου σχετικά με τον νόμο Lend-Lease (νόμος εκμισθώσεως και δανεισμού). Ή ότι η βρετανική επέμβαση στην Κρήτη μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ο Τσώρτσιλ ήθελε να προκαλέσει μέρος της ήττας του Χίτλερ.[1]
Ωστόσο,τέτοιου είδους απλουστεύσεις δεν παύουν να είναι μεμονωμένα φαινόμενα. Υπάρχουν όμως και μεθοδικοί μηχανισμοίπου αποτελούν ουσιαστικόστοιχείο για το συνολικό του έργου. Ο πιο σημαντικός είναι η υπόθεση ότι όλη η ελληνική ιστορία και η κοινωνία διέπονται από ένα συγκεκριμένο πελατειακό σύστημα.Σε μια μελέτη του που δημοσιεύθηκε τόσο στο «Θέτις»,όσο και στην εισαγωγή του πρώτου τόμου της συνοπτικής του παρουσίασης, εξέθεσε τις σκέψεις του αναλυτικά. Ο παραγωγικός του συλλογισμός συνοψίζεται ως εξής:[2]
Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν στα μέσα του 15ου αιώνα την Κωνσταντινούπολη και αργότερα το ελληνικό έδαφος, κατέστρεψαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Απέμειναν μόνο οι τοπικές αρχές που είχαν εκλεγεί αρχικά, «οι οποίοι έκτοτε εκπροσωπούσαν στον τόπο τους την Οθωμανική Κυβέρνηση».[3]
Οι τελευταίοι έγιναν προστάτες των χωρικών, υπήρξαν ωστόσο και οι δύο αντικείμενα της οθωμανικής καταστολής και απαιτούσαν ως αντάλλαγμα «την αφοσίωση των χωρικών». Σταδιακά οι προύχοντες έγιναν πλούσιοι και εκμεταλλεύονταν τους χωρικούς, οι οποίοι έγιναν υποτελείς τους. Ονομάστηκαν μουχτάρηδες, και από εκεί προήρθε ιστορικά, σύμφωνα με τον Ρίχτερ, «η έννοια του πελατειακού συστήματος». Επιπλέον, στέρησαν από τους υποτελείς το δικαίωμα ναθεωρήσουντο κράτος ως κοινότητα, το οποίο ήταν και παρέμεινε γι’ αυτούς συνώνυμο της «ξένης κυριαρχίας». Έτσι αντιτάχτηκαν στις απαιτήσεις του με «φοροδιαφυγή και κλοπή της κρατικής περιουσίας». Αυτή η στάση «έγινε μια παράδοση που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα».Στη συνέχεια ήρθε ο 19οςαιώνας, που σημαδεύτηκε κυρίως από τον απελευθερωτικό πόλεμο του 1820.[4]
Οι αντάρτες θεώρησαν το πελατειακό σύστημα ως έναν ενιαίο πυρήνα για την πολιτική οργάνωση της αντίστασης. Οι μουχτάρηδες δικτυώθηκαν στην επανάσταση οριζόντια και κάθετακι έτσι «προέκυψαν δίκτυα σε μορφή πυραμίδας».Σε αυτούς προστέθηκαν και οι αρχηγοί των κλεφτών, ως φορείς του ένοπλου αγώνα, αφού εδώ και εκατοντάδες χρόνια αμύνονταν κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.Μαζί με τους μουχτάρηδεςαποτέλεσαν την άρχουσα τάξη, η οποία οργανώθηκε με βάση το πελατειακό σύστημα.Μετά την εγκαθίδρυση της μοναρχίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να προσφύγει και η βασιλική οικογένεια «σε αυτό το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων», και έτσι προέκυψε από αυτούς ένα «σύστημα διακυβέρνησης». Οι πάτρωνες είχαν τώρα «πρόσβαση σε χρήματα του δημοσίου».
Κατά συνέπεια, αναμιγνύονταν ολοένα και περισσότερο στην πολιτική, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα «ότι οι πελατειακές σχέσεις μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για πολιτικούς σκοπούς». Διότι τότε κατέστη δυνατόν «να γίνονται χάρες στους υποτελείς […]. Επιπλέον, χρησιμοποιούσαν συχνά τα κλεμμένα κρατικά κεφάλαια ή μεσολαβούσαν για να δοθούν θέσεις στο δημόσιο», ενώ οι υποτελείς από την πλευρά τους τελειοποιούσαν τους μηχανισμούς άμυνας κατά του κράτους, όπως η φοροδιαφυγή και η κλοπή των δημόσιων αγαθών.Στο πλαίσιο του μοναδικούπλέον βρετανικού προτεκτοράτου αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του 1860 το σύστημα των πολιτικών κομμάτων, το οποίο υπέστη στη συνέχεια πολλές αλλαγές. Στο τέλοςδιασπάστηκε σε φιλοβασιλικό και δημοκρατικό στρατόπεδο, αλλά και στις δύο παρατάξεις είχε διεισδύσει το φαινόμενο των πελατειακών σχέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για «πελατειακά δίκτυα», που εξακολουθούν να ελέγχονται μέχρι και σήμερα από τους ηγέτες των κομμάτων και τους υψηλά ιστάμενους.
Τα κρατικά κεφάλαια αποτελούν πρόσφορο έδαφος γι’αυτούς: τα αποκτούν και τα διανέμουν στους οπαδούς τους. Σύμφωνα με τον Ρίχτερ, δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα συνονθύλευμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από «ευνοιοκρατία», «νεποτισμό», «διαφθορά», «χάρες» (ρουσφέτια), «δωροδοκίες» και συνεχή κατάληψη θέσεων στον δημόσιο τομέα.[5]
Σε γενικές γραμμές, οι πελατειακές σχέσεις έχουν εξελιχθεί σε ένα γενικό κοινωνικό φαινόμενο με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να ακολουθήσει ένα χρόνιο δημόσιο χρέος και οι «περιβόητες» κρατικές πτωχεύσεις. Παράλληλα, οι Έλληνες πολιτικοί πίστεψαν πως λόγω της γεωστρατηγικήςτης σημασίας η χώρα θα προστατευόταναπό την ολοκληρωτική κατάρρευση από τις προστάτιδες δυνάμεις –πρώτα από την Αγγλία, έπειτα από τις ΗΠΑ και από τη δεκαετία του 1980 από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.Ωστόσο, οι παρεχόμενες επιχορηγήσεις και τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν μόνο για να καλύψουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να διατηρήσουν το «πελατειακό σύστημα σε μορφή πυραμίδας», ενώ απουσίασε η οικονομική πρόοδος και ιδιαίτερα η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας.Σύμφωνα με τον Ρίχτερ, η παντοδυναμία των πελατειακών σχέσεων μπορεί να αποδειχθεί επίσης και από την επιρροή τους στις εσωτερικές και εξωτερικές παραμέτρους της ελληνικής ιστορίας.
Κατά τη διάρκεια των δύο δικτατοριών (κυβέρνηση Μεταξά 1936-1941 και στρατιωτική χούντα 1967-1974) είχε γίνει ακόμη πιο ισχυρή, γιατί τώρα πλούτισαν και οι λιγότερο εύποροι στρατιωτικοί. Οι πελατειακές σχέσεις διατηρήθηκαν ακόμα και κατά την εμφάνιση των μεγάλων ιδεολογιών του 20ου αιώνα, του φασισμού και του κομμουνισμού. Γι’ αυτό είναι εύστοχο να γίνεται λόγος, αναφορικά με την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, για «πελατειακό σύστημα του φασισμού» και για «πελατειακό σύστημα του κομμουνισμού».
Αυτή η έννοια του πελατειακού συστήματος διαμορφώθηκε στο έργο του Ρίχτερ από τη συγγραφή της διδακτορικής του διατριβής κι έπειτα και διατρέχει πλέον όλη την πολιτική του σκέψη. Παράλληλα, ο Ρίχτερπέφτει συχνά σε αντιφάσεις, γιατί έχει την τάση να στιγματίζει τους Έλληνες πολιτικούς και τα κόμματά τους ως «εφευρέτες» του πελατειακού συστήματος. Όταν, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο πιο σημαντικός εκφραστής της δημοκρατικής παράταξης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, κατά την έναρξη της δεύτερης θητείας του ως πρωθυπουργός (1917-1920) είχε αναγάγει για πρώτη φορά τις πελατειακές σχέσεις σε πολιτικό όργανο εξουσίας, το οποίο και δεν ξεφορτώθηκε ποτέ,[6]τότε οδηγεί τη θεωρίαΜουχτάρ (Muchtar) στα όρια του παραλόγου.
Η θεωρία του Ρίχτερ περί «πελατειακών σχέσεων» αποτελείιδεολογική παραποίηση της ιστορίας. Το σύστημα Μουχτάρδεν υπήρχε στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι μια εκδοχή που έχει προστεθεί από τον ίδιο και δεν αποτελεί επίμαχο σημείο της ιστορικής έρευνας.Η προ-εθνική ιστορία της Ελλάδας έχει εντελώς διαφορετικά βασικά χαρακτηριστικά. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453 η υποταγμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε ενσωματωθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μια θρησκευτική οντότητα (millet-i-rum: έθνος των Ρωμαίων).[7]
Παράλληλα, οι χριστιανοί ορθόδοξοι έμποροι (Φαναριώτες) αναρριχήθηκαν στους κόλπους της οθωμανικής άρχουσας τάξης, ενώ ο ορθόδοξος κλήρος,που συνενώθηκε με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ανέλαβε τα διοικητικά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής φόρων.Όταν στις αρχές του 19ου αιώνα περιήλθε η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μια σοβαρή εσωτερική διαρθρωτική κρίση και δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα να προσφέρει στους Φαναριώτες και στην τάξη των διανοούμενων –η οποία είχε εντωμεταξύ δημιουργηθεί−περαιτέρω δυνατότητες εξέλιξης, αυτοί απομακρύνθηκαν από την προστάτιδα δύναμη. Ανακάλυψαν τον γαλλικό Διαφωτισμό και το αξίωμα που πήγαζε από αυτόν, δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία ως εναλλακτική λύση, και τάχθηκαν με την επανάσταση κατά των Οθωμανών.
Ως αποτέλεσμα, κατέφυγαν σε ένα σύστημα Μουχτάρ, το οποίο ήταν ούτως ή άλλως ανύπαρκτο. Ωστόσο, η νέα άρχουσα τάξη δεν κατάφερε να αποτινάξει με τις δικές της δυνάμεις την οθωμανική κυριαρχία, παρά την ένταξη των Κλεφτών σε αυτή στα δέκα χρόνια της εξέγερσης και του εμφυλίου πολέμου. Για τον σκοπό αυτό χρειάστηκαν την υποστήριξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων, δηλαδή της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίες τους επέβαλαν ως συμβιβαστική λύση τημοναρχία, οι απολυταρχικές τάσεις της οποίας περιορίστηκαν μόνο το 1843,με τη συνταγματική επανάσταση.
Αναμφισβήτητα, η πολιτική ιστορία του ελληνικού έθνους-κράτους και της Διασποράς του χαρακτηρίστηκε από περιόδους παρακμής, στις οποίες η διαφθορά και η υπόσχεση διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Ωστόσο συχνά υπερίσχυσαν ιστορικές συγκυρίες, στη διάρκεια των οποίων οι κυβερνήσεις χειρίστηκαν με επιτυχία δύσκολες καταστάσεις, επέβαλαν διοικητικές μεταρρυθμίσεις και προώθησαν την ανάπτυξη των υποδομών του εμπορίου και του βιομηχανικού κεφαλαίου, υπό τις ακραίες συνθήκες μιας αναδυόμενης αγοράς, καθοδηγούμενης από την εξωτερική πολιτική. Αυτή τη σελίδα, όχι μόνο την έχει αποκρύψει ο Ρίχτερ προβάλλοντας την ετυμηγορία των «πελατειακών σχέσεων», αλλά την αρνήθηκε ρητά.Για την ιστορία και τον ρόλο των «πελατειακών σχέσεων» υπάρχει σήμερα εκτενής βιβλιογραφία, από την οποία προκύπτει πως η διαφθορά και το «πελατειακό σύστημα» είναι διαδεδομένα παγκοσμίως.
Σε καμία περίπτωση δεν εγγράφονται ως μη ιστορική οντότητα στην εκάστοτε κοινωνία, παρά είναι διαμορφωμένα διαρθρωτικά. Ο «πελατειακές σχέσεις» είναι τόσο βαθιά ριζωμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, τη Λατινική Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποσιωπηθούνκάποια σημαντικά στοιχεία, τα οποία διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα πελατειακά δίκτυα σημαντικών γερμανικών φορέων είναι άγνωστα στην Ελλάδα, ενώ ο όμιλος Siemens έχει χρησιμοποιήσει τα μαύρα ταμεία του στην Ελλάδα, τη Γερμανία και άλλα μέρη του κόσμου, για να κερδίσει τις δημόσιες συμβάσεις. Αν ο Ρίχτερ καλύπτει το σύνολο της ελληνικής ιστορίας με τον μανδύα του «πελατειακού συστήματος» και εκμεταλλεύεται την καθημερινή πολιτική,αντιδρά με μια ιστορικοπολιτική μεροληψία που δεν μπορούμε να δεχτούμε.
Σημειώσεις:
[1]Richter, Griechenland II (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 69; Richter, Operation Merkur (όπωςηυποσημείωση 18), σ.284Φ.
[2]Richter, Die politische Kultur Griechenlands (όπωςηυποσημείωση 18), σ.527κ.ε.; Richter, Griechenland I (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 15κ.ε.; Richter, Griechenland II (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 85Φ.; Richter, Griechenland III (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 406Φ.
[3]Richter, Die politische Kultur Griechenlands (όπωςηυποσημείωση 18), σ.528.
[4]Richter, Die politische Kultur Griechenlands (όπωςηυποσημείωση 18), σ.528Φ. Ταακόλουθαπαραθέματα, στοίδιο.
[5]Richter, Die politische Kultur Griechenlands (όπωςηυποσημείωση 18), σ.528Φ.
[6]Richter, Griechenland I (όπωςηυποσημείωση 17), σ.116.
[7]Σύγκρ. εδώκαιπαρακάτωHalilInalcik/Donald Quataerd (εκδ.), The Economic and Social History of the Ottoman Empire 1300–1914, Cambridge 1994; John Lampe/Marvin Jackson, Balkan Economic History, 1550–1950. From Imperial Borderlands to Developing Nations, Bloomington 1982;συμπληρωματικά, τησύντομηαλλάπεριεκτικήπαρουσίασηστοΙωάννηςΤσελέπος, KleineGeschichteGriechenlands. Von der Staatsgründung bis heute, München 2014, σ.13κ.ε.