Του Σίμου Ανδρονίδη
Μία ενδιαφέρουσα έρευνα για την Συμφωνία των Πρεσπών και τις προεκτάσεις της, τρία χρόνια μετά από την υπογραφή της, πραγματοποίησαν το ΕΛΙΑΜΕΠ και το Konrad Adenauer Stiftung, σε Ελλάδα και σε Βόρεια Μακεδονία, με βασικό διακύβευμα την διερεύνηση της στάσης της κοινής γνώμης στις δύο χώρες, προς την Συμφωνία και το περιεχόμενο της.
Τρία χρόνια μετά από την συμφωνία που συνομολόγησε η συγκυβέρνηση του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) και του κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων (ΑΝ.ΕΛΛ.) με την αντίστοιχη κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, και η οποία οδήγησε στην επίλυση ενός χρόνιου και ανοιχτού ζητήματος, το οποίο και δεν έπαψε να αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης εντός κοινωνίας και του κομματικού-πολιτικού συστήματος, η πραγματοποίηση της έρευνας μας βοηθά στο να σχηματίσουμε μία πληρέστερη αντίληψη ενός ‘αστερισμού’ θέσεων και αντιλήψεων που συγκροτήθηκε με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών, με τον αστερισμό αυτό να συντίθεται από προκαταλήψεις και εθνικές-ιστορικές αφηγήσεις που ακόμη ενυπάρχουν.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε την ανάλυση μας, σημειώνοντας πως «Σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες ερωτηθέντες θεωρεί ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν εθνικά επιζήμια. Την αντίληψη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εθνικά επιζήμια μοιράζεται σχεδόν και το ήμισυ του πληθυσμού στην Βόρεια Μακεδονία».[1]
Παρατηρούμε πως, παρά το ό,τι το ‘συγκρουσιακό’ φορτίο που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική σκηνή, τις παραμονές και την επαύριον της Συμφωνίας, έχει κατά τι μειωθεί, από την στιγμή όπου η συμφωνία είναι αμοιβαία και ήδη εφαρμόζεται, διαθέτοντας ρήτρες δεσμευτικότητας, ένα μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων δυσκολεύονται να αποδεχθούν το ό,τι η Συμφωνία, που είναι ένα κλασικό ‘προϊόν’ διαπραγματευτικού συμβιβασμού, όχι μόνο είναι ωφέλιμη εθνικά, αλλά, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, ό,τι μπορεί να παραγάγει έστω και στοιχειώδη θετικά αποτελέσματα, με το υψηλό ποσοστό αυτών που δηλώνουν πως η συμφωνία είναι εθνικά επιζήμια, να προσιδιάζει προς την κατεύθυνση έκφρασης μίας δυσπιστίας για το περιεχόμενο της Συμφωνίας και τις εθνικές προεκτάσεις της, αναδεικνύοντας ό,τι οι Νίκος Δεμερτζής, Μπετίνα Ντάβου και Βασίλης Θάνος, ονομάζουν «κανονιστική σημασία». Που είναι η «σημασία που έχει κάποιο συμβάν για την ατομική και συλλογική αυτο-αντίληψη και σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες και αξίες που διέπουν το κοινωνικό πλαίσιο».[2]
Και σε αυτό το πλαίσιο, «κανονιστική σημασία», διαμέσου της Συμφωνίας και της υπενθύμισης της, προσλαμβάνει η ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας, που πλέκεται με αφηγήσεις και εθνικές νοηματοδοτήσεις, με την σημασία που αποκτά η εστίαση στην ελληνικότητα της Μακεδονίας για την εν ευρεία εννοία ελληνική ιστορία και για την διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας, με την σημασιοδότηση αυτού που θεωρείται ως ‘δωρεάν προσφορά’ από την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων ‘εθνικότητας’ και γλώσσας σε κάποιους που δεν τους ανήκουν, στο λεπτό σημείο όπου η «κανονιστική σημασία» του συμβάντος είναι αυτή που διαμορφώνει το νοηματικό υπόβαθρο για την αποτύπωση ενός υψηλού ποσοστού που θεωρεί την Συμφωνία εθνικά επιζήμια. Η άρνηση συμβαδίζει με την μη-ταύτιση σε ό,τι θεωρείται πως προσφέρει στους άλλους, στους απέναντι, ‘πολλά.’
Μέχρι στιγμής, όμως η αρνητική αποδοχή της Συμφωνίας,[3] έτσι όπως εκφράζεται δημοσκοπικά, δεν σχετίζεται με το στοιχείο της «διαθεσιμότητας», ήτοι με την «επίγνωση ότι υπάρχει κάποια μορφή δράσης που είναι εφικτή και έχει νόημα»,[4] που στην περίπτωση θα ήταν η πραγματοποίηση κινητοποιήσεων για την εν τοις πράγμασι ακύρωση της Συμφωνίας.
Αξίζει να σημειωθεί ό,τι η προσέγγιση της Συμφωνίας ως εθνικά επιζήμιας, εναρμονίζεται με την αντίστοιχη στάση που εκφράζει υψηλό ποσοστό των Βορειομακεδόνων συμμετεχόντων στην έρευνα, η γενικότερη στάση των οποίων απέναντι στη Συμφωνία, στάση είτε θετική είτε αρνητική, άπτεται του κριτηρίου της εθνοτικής καταγωγής. «Οι αλβανικής καταγωγής έχουν στη συντριπτική τους πλειονότητα θετικές απόψεις. Αντίθετα, σχεδόν οι μισοί από τους σλαβικής καταγωγής την εκλαμβάνουν αρνητικά».[5]
Ενδιαφέρον έχει και ο δείκτης εκείνος που δείχνει πως ποσοστό 52% των Ελλήνων συμμετεχόντων αξιολογεί θετικά την Συμφωνία, ως προς το σκέλος της ενίσχυσης της ειρήνης και της σταθερότητας στα Βαλκάνια, με ένα 32% να έχει αντίθετη άποψη.
Αν και αρχικά φαντάζει παράδοξο, θα αναφέρουμε πως η στάση αυτή, στάση αρκούντως πλειοψηφική, αν και το ποσοστό όσων έχουν αντίθετη άποψη δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο, δεν συγκρούεται δραστικά με τον δείκτη που αναλύσαμε πιο πάνω. Με το ό,τι ένας στους δύο ερωτώμενους πιστεύει πως η Συμφωνία είναι εθνικά επιζήμια. Και γιατί υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο;
Διότι, υπό αυτό το πρίσμα, το 52% που θεωρεί την Συμφωνία[6] ενισχυτική της σταθερότητας και της ειρήνης στα Βαλκάνια, προτάσσει μία ευρύτερη γεω-πολιτική οπτική, εντός της οποίας, εμφιλοχωρούν, αφενός μεν η αντίληψη εκείνη που θέλει την Συμφωνία των Πρεσπών ως απόρροια διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών, δίχως το κλείσιμο του ματιού στην ένταση και στην επιθετικότητα, και, αφετέρου δε, η αντίληψη που προσδιορίζει την Συμφωνία ως Συμφωνία που μπορεί να συμβάλλει στην βελτίωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, στην εμπέδωση κλίματος καλής γειτονίας, στην ενίσχυση της διαδικασίας ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, και, μέσω όλων αυτών, στην ενίσχυση της ειρήνης σε μία περιοχή εύθραυστη και φέρουσα μνήμες συγκρούσεων και πολέμου.
Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτό καθαυτό τώρα, θα σημειώσουμε πως μία ανισορροπία παρατηρείται μεταξύ των οπτικών που ανακύπτουν και έχουν σχέση με την εφαρμογή της.
Ένα 43%, επιθυμεί η κυβέρνηση να ανοίξει θέμα τροποποίησης των όρων της συμφωνίας (κάτι που δεν έχει επιχειρήσει η παρούσα κυβέρνηση), ένα 16% να την καταργήσει (η συμφωνία ως εθνική ήττα), ποσοστό το οποίο και απεικονίζει μία εν συνόλω απορριπτική στάση απέναντι στη συμφωνία,[7] από την οποία η Ελλάδα δεν έχει να αποκομίσει και δεν αποκομίζει τίποτα, με την συμφωνία να μειώνει την εθνική αυτοπεποίθηση, και, ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 30% επιζητεί την πλήρη εφαρμογή των όρων της.[8]
Άρα, συμπεραίνουμε εν πρώτοις, πως το 16% είναι μειοψηφικό, όντας αντιπροσωπευτικό ποσοστό των αρνητών της συμφωνίας, με το μεν 43% να εκφράζει επιφυλάξεις όσον αφορά το περιεχόμενο της, δίχως να φθάσει σε σημείο ανοιχτής αμφισβήτησης της και για το τι σημαίνει αυτή για τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και την ενσωμάτωση της στην έννομη, συνταγματική τάξη, ενώ το 30% και κάτι, αποδέχεται την συμφωνία ως έχει. Χωρίς αμφιβολίες και αστερίσκους, προτάσσοντας την συνεργασία και την αύξηση του συμβολικού και διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας και στην περιοχή αλλά και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εάν η έκφραση γνώμης για το Μακεδονικό, αποτελεί άθροισμα πολλών παραγόντων, τότε, σε αυτό το σημείο, θα προσθέσουμε και ένα ακόμη: Τις πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές. Το όλο πλαίσιο για τι μπορεί και το τι επιθυμείται να αλλάξει, με βάση τις αποκρίσεις των ερωτώμενων καθίσταται αντιφατικό. Ας το δούμε λίγο διαφορετικά, εστιάζοντας σε έναν απευθείας ορισμός της Συμφωνίας.
Το 43% των ερωτηθέντων, θεωρεί πως η Συμφωνία επιδέχεται τροποποιήσεων και βελτιώσεων, εντάσσοντας την στην κατηγορία της ανισοβαρούς συμφωνίας, το 16% την αντιλαμβάνεται ως κακή συμφωνία, με το30% περίπου να καταθέτει την άποψη ό,τι είναι θετική Συμφωνία, η οποία, πρέπει να εφαρμοσθεί, πετυχαίνοντας σε πρώτη φάση, την ισχυροποίηση του ρόλου της χώρας στην ευρύτερη περιοχή. Αυτός ο δείκτης προσέγγισης μας προσέφερε την δυνατότητα να δώσουμε βάση στην Συμφωνία των Πρεσπών με όρους διαβάθμισης.
Τώρα, και πάλι ένα υψηλό ποσοστό, ήγουν ένα 56,5%,[9] εκφράζει την αντίληψη πως η υπογραφή και η θέσπιση σε εφαρμογή της Συμφωνίας, απέτρεψε μία περαιτέρω χρήση του όρου ‘Μακεδονία’ για τη Βόρεια Μακεδονία, με την προσθήκη χωρικού προσδιορισμού να ανάγεται στο ύψος του λειτουργικού και όχι του σωτήριου.
Συμπερασματικά, οι απαντήσεις που δίδονται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα φανερώνουν μία ποικιλία στάσεων και αντιλήψεων, που άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε συγκλίνουν, όντας αντιφατικές και κατ’ επέκταση, χαρακτηριστικές των κοινωνικών-πολιτικών διαιρέσεων και της πόλωσης που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία, κύρια την περίοδο πριν την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Συμφωνία που δεσμεύει την χώρα και είναι λειτουργική, αποτελώντας Συμφωνία θετικού αθροίσματος.[10]
Οι απαντήσεις αναδεικνύουν το ό,τι η Συμφωνία[11] εξακολουθεί να ζυγίζεται με διάφορους τρόπους, ενώ στο εσωτερικό της διαγράφονται η αποδοχή και η προσαρμογή, η θετική στάση και η δυσπιστία, η καχυποψία και η άρνηση, με την συμβίωση μαζί της να μην είναι επώδυνη, όσο σύνθετη, προβάλλοντας το Μακεδονικό από διάφορες γωνίες: Ιστορικές, μνημονικές, εθνικές, Βαλκανικές, ευρωπαϊκές, πολιτικές, γεω-πολιτικές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλέπε σχετικά, Φακαλής Τίμος, ‘ Έρευνα για τα 3 χρόνια Συμφωνίας των Πρεσπών: Το 52% συμφωνεί ότι ενίσχυσε την ειρήνη στα Βαλκάνια,’ Εφημερίδα ‘Έθνος,’ 17/06/2021, https://www.ethnos.gr/politiki/161763_ereyna-gia-ta-3-hronia-symfonias-ton-prespon-52-symfonei-oti-enishyse-tin-eirini Η Συμφωνία εν συνόλω, αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες εκείνους που διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στην μεταβολή των κομματικών-πολιτικών συσχετισμών, ενισχύοντας προϋπάρχουσες κοινωνικές τάσεις, και συμβάλλοντας στην συγκρότηση μίας ‘αντι-ΣΥΡΙΖΑ’ αντίληψης και στάσης από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, παρασύροντας και τον κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου. Η υπερψήφιση της Συμφωνίας από το κόμμα, είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει έναν εκ των μείζονων λόγων ύπαρξης του (raison d’ etre), δηλαδή την πολιτική θέση περί υπεράσπισης με διάφορους τρόπους της Ελληνικότητας της Μακεδονίας, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, την άρθρωση της πολιτικής στρατηγικής του κόμματος γύρω από αυτό το επίδικο, εκεί όπου οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, δεν έμειναν μόνο εκτός Βουλής στις βουλευτικές εκλογές του 2019, αλλά είδαν την πολιτική-εκλογική τους επιρροή να μειώνεται δραστικά, έχοντας γίνει αντιληπτοί ως το μη-χρήσιμο κόμμα που δεν έπαιξε τον ρόλο το veto-player εντός του κυβερνητικού σχήματος. Η υπερψήφιση της Συμφωνίας προστέθηκε πάνω στην πρότερη χρονικά, ψήφιση του τρίτου μνημονίου, εξέλιξη που είχε ήδη προκαλέσει ρωγμές στο κεντρικό αφήγημα και στην κεντρική γραμμής του κόμματος. Για μία ανάλυση του πολιτικοϊδεολογικού προφίλ των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, εντός του οποίου κεντρική θέση κατέλαβε η άρθρωση ενός επιθετικά αντι-μνημονιακού λόγου, βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Η Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα 1965-2018,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2019, σελ. 201-207. Πέραν της ώσμωσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως εκφράσθηκε κυβερνητικά, στο επίπεδο της εναντίωσης στα μνημόνια και σε ό,τι προσδιορίσθηκε ως ‘μνημονιακό καθεστώς,’ εντοπίζουμε έναν λόγο ώσμωσης ή και σύγκλισης που αφορά την έκφραση πολιτικής δυσπιστίας και περαιτέρω, εναντίωσης στο ‘παλαιό’ κομματικό-πολιτικό σύστημα και στα κόμματα εξουσίας και κυβερνητικής εναλλαγής, η κριτική στα οποία και κλιμακώνονταν συγκυριακά, με βάση την υπογραφή κάποιου μνημονιακού προγράμματος (τα κόμματα-‘καταστροφείς’ της χώρας), και προλείαινε το έδαφος για την σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Για την «ιδεολογική πλαδαρότητα της αντιμνημονιακής ιδιότητας», βλέπε Γεωργιάδου…ό.π., σελ. 202.
[2] Βλέπε σχετικά, Δεμερτζής Νίκος, Ντάβου Μπετίνα & Θάνος Βασίλης, ‘Συναισθήματα, κίνητρα και πολιτική συμπεριφορά στην Ελλάδα της κρίσης,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ-Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού,’ Εκδόσεις Gutenberg/Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 2015, σελ. 34.
[3] Ο δείκτης, τον οποίο θα ονομάσουμε χάριν οικονομίας, δείκτη αρνητικής πρόσληψης, σχετίζεται και με την αφήγηση που λέει ό,τι ‘τα Σκόπια έλαβαν, με την συμφωνία, κάτι που δεν τους ανήκει. Όνομα και υπόσταση.’
[4] Βλέπε σχετικά, Δεμερτζής Νίκος, Ντάβου Μπετίνα & Θάνος Βασίλης, ‘Συναισθήματα, κίνητρα και πολιτική συμπεριφορά στην Ελλάδα της κρίσης,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ-Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού…ό.π., σελ. 37.
[5] Βλέπε σχετικά, Παπακώστα Καρολίνα, ‘Οι Πρέσπες συνεχίζουν να διχάζουν,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 17/06/2021, σελ. 12.
[6] Ένα ποσοστό άνω του 50%, θεωρεί πως η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, υπονόμευσε την δυνατότητα να αναζητεί μία καλύτερη συμφωνία στο εγγύς μέλλον, περισσότερο ισορροπημένη, υψηλό ποσοστό που επίσης παρατηρείται και στη Βόρεια Μακεδονία, με την Συμφωνία έτσι, να αναπαρίσταται ως βιαστικά τιθέμενη και υπογεγραμμένη, κάτι που δεικνύει ‘αλλότριους σκοπούς.’
[7] Εντός αυτού του 16% που θέλει την κατάργηση μίας διεθνούς Συμφωνίας, θεωρούμε πως ενυπάρχουν και γνώμες οι οποίες τείνουν να αντιλαμβάνονται την Συμφωνία και ό,τι αυτή επιφέρει εσωτερικά, σε διμερές επίπεδο και διεθνο-πολιτικά, ως ‘καταστροφική’ Συμφωνία και όχι απλά εθνικά επιζήμια.
[8] Βλέπε σχετικά, Φακαλής Τίμος, ‘ Έρευνα για τα 3 χρόνια Συμφωνίας των Πρεσπών: Το 52% συμφωνεί ότι ενίσχυσε την ειρήνη στα Βαλκάνια…ό.π. Είναι ενδεικτικό πως «η πλειονότητα των ερωτηθέντων» κατά την διατύπωση του Τίμου Φακαλή, πιστεύει πως η συμφωνία επιβλήθηκε ουσιαστικά από τις ξένες δυνάμεις, με τρόπο μάλιστα, επιζήμιο για τα εθνικά δίκαια και συμφέροντα. Η άποψη αυτή, τροφοδοτείται ή αλλιώς, συνδέεται και τροφοδοτείται από την άποψη που κάνει λόγο για την ζημία που προκαλεί η Συμφωνία όντας εθνικά επιζήμια, ενώ, σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω αυτού της μεταβλητής εξέτασης της Συμφωνίας των Πρεσπών, εντοπίζουμε, ευκρινέστερα ίσως, πολιτικές αφηγήσεις, καθότι τμήμα των πολιτικών δυνάμεων, προχώρησε στην ανάλυση της Συμφωνίας και του περιεχομένου της, με αυτούς τους όρους. Ότι ήταν δηλαδή άνωθεν επιβαλλόμενη και υπαγορευμένη, κάτι που διαφοροποιούνταν κατά περίσταση, από το ποιος ήταν ο πολιτικός φορέας που υποστήριζε μία τέτοια άποψη. Για παράδειγμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), προσδιόριζε την Συμφωνία υπό την οπτική γωνία της επιβολής της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαϊκή Ένωση), στα πλαίσια του ανταγωνισμού για την κυριαρχία στην περιοχή των Βαλκανίων.
[9] Βλέπε σχετικά, Παπακώστα Καρολίνα, ‘Οι Πρέσπες συνεχίζουν να διχάζουν…ό.π.
[10] Η υπογραφή και κύρια η εφαρμογή της Συμφωνίας, άνοιξε νέα πεδία συνεργασίας των δύο χωρών, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην τότε ενίσχυση της διαδικασίας ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Που έκτοτε βέβαια, δεν έχει προχωρήσει και πολύ.
[11] Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαϊού του 2019, μαζί τις ευρωεκλογές της ίδιας περιόδου, εκλογές που στη βιβλιογραφία θεωρούνται εκλογές «δεύτερης τάξης», λειτούργησαν ως συγκοινωνούντα δοχεία, παρά τις επιμέρους διαφορές, όπου και αποτυπώθηκε ή αλλιώς, εκφράσθηκε πολιτικά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και κλίμα, με πολλούς ψηφοφόρους να σπεύδουν στην κάλπη με βασικό στόχο να τιμωρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για την συνομολόγηση και την υπογραφή της Συμφωνίας, για αυτό που έγινε αντιληπτό ως ‘παράδοση,’ και περισσότερο επιθετικά-συναισθηματικά, ως ‘προδοσίας’ της Μακεδονίας και της μοναδικότητας-‘ελληνικότητας’ της, με την ψήφο να φέρει οιονεί τιμωρητικά χαρακτηριστικά και εναντιωτικά συναισθήματα, αποτελώντας ευκαιρία για την προβολή σε εκλογικό χρόνο, μίας διττής εναντίωσης: Και προς το κόμμα-συνεργό, και προς την ίδια την Συμφωνία.