Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Στο ανεπαίσθητο διάβα του χρόνου το εν-πρόσωπο τοπίο γύρω μας συνεχώς μεταβάλλεται. Άνθρωποι φεύγουν και άνθρωποι έρχονται. Συγγενείς, γνωστοί και φίλοι αναχωρούν και αφήνουν πίσω, για κείνους που τους γνώρισαν, τις μνήμες και εικόνες που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της δικής τους διαδρομής. Η αλήθεια τους υπερβαίνει το σαθρό ιστό μιας άλλοτε επιπροβαλλόμενης και άλλοτε επιβαλλόμενης επικαιρότητας.
Τελικά, αυτό που μετράει μέσα σε όλα αυτά, είναι μονάχα μια ματιά . Μια ουσιαστική ματιά στον ορίζοντα των καταιγιστικών γεγονότων, των ραγδαίων ανατροπών, των μεμονωμένων ή μαζικών δοκιμασιών, των προσωπικών ή συλλογικών ακυρώσεων ελπίδων και ονείρων.
Μια τέτοια ματιά, μεστή από ενσυναίσθηση και έγνοια, διέκρινε τον Χαράλαμπο Σκριβιλιωτάκη, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Στο βλέμμα του καθρεφτίστηκαν, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της παιδικής ηλικίας, συγκλονιστικές βιωματικές εμπειρίες μιας δοκιμαζόμενης από πολέμους και προσφυγιά κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που βάδιζε το κακοτράχαλο μονοπάτι της εναγώνιας πάλης για επιβίωση και διεκδίκηση μιας θέσης κάτω από τον ήλιο.
Γνώρισε τον πόλεμο και την ορφάνια. Έζησε τα σκληρά κατοχικά και εμφυλιοπολεμικά χρόνια, που διάρκεσαν αρκετά πέρα από τη συμβατική ημερομηνία λήξης των συρράξεων και διώξεων. Στερήθηκε, πόνεσε, υπόφερε και αγωνίστηκε με ψυχή για μια μικρή φέτα από το ψωμί της ελπίδας, αυτό που με ανεξάντλητη πίστη και απαντοχή ζυμώνεται για να απλώσει τη ζεστή μοσχοβολιά του στην ερημιά της ανάγκης.
Στάθηκε, μαζί με τα αδέλφια του, κάτω απ’ τον αγαπητικό ίσκιο της Μάνας και προχώρησε πλάι της. Είδε, έζησε, γνώρισε και αναγνώρισε. Κράτησε μέσα του άσβεστη τη λαχτάρα για ένα καλύτερο αύριο και συντόνισε όλες τις δυνάμεις και τα βήματά προς αυτή την κατεύθυνση. Το όραμά του για ακαδημαϊκές σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν ήταν δυνατό, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, να πραγματοποιηθεί. Ακολούθησε, όμως, το δρόμο μιας ουσιαστικής και αντισυμβατικής παιδείας, μελετώντας και προβληματιζόμενος αδιάκοπα.
Πορεύτηκε συντροφικά και αχώριστα με την εκλεκτή της καρδιάς του Μαρία, το γένος Σταμπούζου, με την οποία δημιούργησαν μιαν ευτυχισμένη οικογένεια. Αξιώθηκαν να καμαρώσουν τις κόρες, τους γαμπρούς και τα εγγόνια τους.
Διακρίθηκε και διέπρεψε στον επιχειρηματικό στίβο, όπου κάποια στιγμή πραγματοποίησε, μετά από χρόνια αγόγγυστης και σκληρής βιοπάλης, τα πρώτα του βήματα. Η επαγγελματική ευσυνειδησία και συνέπεια επισφράγισαν τη διαδρομή του στο χώρο Μεταφορών, όπου σήμερα τη σκυτάλη έχουν παραλάβει τα παιδιά του.
Η σταθερή συμμετοχή του στο χώρο του κοινωνικού προβληματισμού και η αγάπη του για την τέχνη του λόγου τον οδήγησαν στο χρονογράφημα, την ποίηση, την πεζογραφία. Στα κείμενα και τους στίχους του αποτυπώνεται το εργώδες αλλά και ευλογημένο οδοιπορικό μιας ζωής, οι σταθμοί των βασάνων και οι στιγμές της δικαίωσης. Αποτυπώνονται μορφές, συμπεριφορές, αντιλήψεις, ανατροπές αλλά και οι φωτεινές στιγμές γαλήνης και αγαλλίασης στον ανθισμένο κήπο της προσωπικής και οικογενειακής ολοκλήρωσης.
Η αγάπη και ο θαυμασμός του για τις Καλές Τέχνες εκφράστηκαν με πολλούς και πάντοτε δημιουργικούς τρόπους. Είχε ευδόκιμη και πολυετή θητεία στο Δ.Σ. του ιστορικού Συνδέσμου για τη Διάδοση των Καλών Τεχνών στην Κρήτη. Με τον ίδιο ζήλο διετέλεσε μέλος Δ.Σ. άλλων συλλόγων και φορέων πολιτισμού, όπου πάντοτε προσέφερε με ανιδιοτέλεια , ασυμβίβαστο πνεύμα και αδιαπραγμάτευτες θέσεις.
Αγαπητός και αξιοσέβαστος στον κοινωνικό περίγυρο, με αδιαμφισβήτητα εύσημα μιας έντιμης διαδρομής, παρέμεινε αταλάντευτα πλάι στον αδικούμενο και δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το όραμά του για επί γης ειρήνη και δικαιοσύνη συντρόφευε κάθε στιγμή της ζωής του και νοηματοδοτούσε την ίδια την ύπαρξή του.
Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσε να ειπωθούν και να γραφτούν για τον αλησμόνητο και ανεκτίμητης αξίας οικογενειακό φίλο με την άδολη ματιά που αντανακλούσε τα χρώματα και τα κύματα της θάλασσας, μιας θάλασσας που τόσο αγάπησε και ύμνησε στα έργα του. Σε αρκετά από αυτά τα έργα του, είχα την τιμή να συμμεριστώ τις έγνιες και τους προβληματισμούς του. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κοινή αγωνία μας –και εξίσου πυκνή η επικοινωνία μας- σε όλη τη διάρκεια της οριστικής διαμόρφωσης του τελευταίου βιβλίου του, που συνιστά μια από καρδιάς αυτοβιογραφική εξιστόρηση και, παράλληλα, ιστορική και κοινωνική καταγραφή. Η παρουσίαση του βιβλίου αναβλήθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, με την προοπτική να πραγματοποιηθεί μόλις ο καιρός και η κατάσταση της υγείας του συγγραφέα θα επέτρεπαν το διάβημα αυτό. Ακολούθησαν οι εξελίξεις με τα δικά μου προβλήματα υγείας, που με κράτησαν μακριά από τις στιγμές και τις ώρες του ύστατου αποχαιρετισμού. Ωστόσο, είναι βέβαιο, αγαπητέ μας και πολυσέβαστε Κυρ- Χαράλαμπε της λευκορείτικης ρίζας και της θαλασσινής ζωής, ότι αυτή η παρακαταθήκη Σας θα συναντήσει τους αποδέκτες της, για να ακουστούν οι επισημάνσεις, οι διαπιστώσεις και τα λόγια που δεν πρέπει να χαθούν.
Εγώ περιορίζομαι να παραθέσω το όνειρο που είδα τη νύχτα προς το ξημέρωμα της 8ης του Μάρτη. Είδα, λοιπόν, ότι βρισκόμουν ένα πρωί στους Λάκκους, αγαπημένο τόπο μιας από τις ρίζες μου, και μάλιστα στο σπίτι των παππούδων μου (που δυστυχώς δεν υπάρχει πια), μαζί με το γιο μου.
Αναπάντεχα χτύπησε η πόρτα και αντίκρισα κάποιους συγχωριανούς που είχα καιρό να δω. Στάθηκαν όλοι, και εγώ μαζί, γύρω από ένα ορθογώνιο τραπέζι που υπήρχε στο κέντρο του σπιτιού και αρχίσαμε να απαγγέλουμε, στη σειρά, στίχους από την «Κρητηίδα». Καθώς δεν υπήρχε στο σπίτι κάποιο κέρασμα για τους επισκέπτες, βγήκα κάποια στιγμή έξω και κινήθηκα προς τα καφενεία που υπήρχαν στη λιθόστρωτη πλατεία, με σκοπό να παραγγείλω καφέδες και βραστάρια από ντόπια βότανα. Είδα, σε ένα παγκάκι της πλατείας, να κάθονται δυο ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες με χαιρέτισαν εγκάρδια και μου είπαν ότι με θυμούνται από τον καιρό που υπηρετούσα στο Νοσοκομείο Χανίων.
-Είσαστε και σεις Λακκιώτισες; Ρώτησα.
-Ναι, μου απάντησαν, είμαστε κι εμείς από τους Λάκκους.
-Χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό, είπα με συγκίνηση.
Αυτό ήταν το όνειρο που είδα κοντά σ’ εκείνο το ξημέρωμα, λίγες ώρες πριν πληροφορηθώ το αδόκητο νέο. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν εκείνη η ώρα που ξεκινούσατε το ταξίδι Σας προς το Άπειρο. Ίσως να ήταν η ώρα που αδιόρατα αναπολούσατε και στρέφατε τη ματιά προς τα αλησμόνητα χρόνια της παιδικής ηλικίας και τον τόπο καταγωγής σας από την πλευρά της Λακκιώτισσας Μάνας Σας, στην οποία και έχετε αφιερώσει το τελευταίο βιβλίο Σας.
Αυτές τις σκέψεις αποθέτω, σαν ένα αγριολούλουδο, σαν ένα κεράκι προορισμένο να φωτίζει αδιάλειπτα, στο βωμό της Μνήμης.