Του Νίκου Τζάρα
Ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο επισημαίνει την υποχρεωτική συμμετοχή του πολίτη στα κοινά. «Μόνοι γάρ τον τε μηδέν των δε (πολιτικών) μετέχοντα, ούκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Η πρόκριση δηλαδή της ατομικής «ησυχίας» αντί των κοινών ανησυχιών ήταν ανεπίτρεπτη και επέσυρε το χαρακτηρισμό του άχρηστου.
Οδηγήσανε ένα ολόκληρο λαό να φαντασιώνεται ότι μπορεί να βρει ατομικές λύσεις και να υπομένει μοιρολατρικά μέχρι να δοθεί στον καθένα ξεχωριστά η ευκαιρία . Εκατοντάδες χιλιάδες πήρανε των ομματιών τους για άλλους τόπους και αυτοί που μείνανε φαντασιώνονται ότι υπάρχει χώρος για αυτούς. Μέχρι τότε τρέχουν πίσω από λογαριασμούς, τέλη και φόρους που τους επιτρέπουν απλά να επιβιώνουν κυνηγώντας μια και δύο δουλειές ,αν τις βρουν , και συγκρίνοντας τις ζωές τους με εκείνων που βρίσκονται σε απόλυτη ένδεια και να λένε ‘ υπάρχουν και χειρότερα”.
Με ακυρωμένη την ελπίδα για μια ζωή με περιεχόμενο ,χωρίς χώρο για επικοινωνία,συζήτηση και όνειρα ζούμε μια φτωχή ζωή στερημένη όχι μόνο από υλικά αγαθά αλλά αισθήματα και γνησιότητα και εν τέλει από ανθρωπιά που δίνει η κοινωνικότητα και η κοινότητα.
Η χώρα γνώρισε κατά καιρούς φτώχεια μέσα από την επάρκεια της στα βασικά αλλά ποτέ την ένδεια και την τωρινή απελπισία και ανασφάλεια καθώς οι άνθρωποι δεν τρέχανε πίσω από πλασματικές ανάγκες και από κατασκευασμένη ευτυχία που μετριέται με την απόκτηση άχρηστων πραγμάτων.
Κατάφεραν να μας κάνουν ανασφαλείς,φοβισμένους,
Πάνω στα ερείπια που συσσώρευσαν για χρόνια πριν και μετά τα μνημόνια αξιώνουν συμμόρφωση και υποταγή σε στόχους αλλότριους ιδιωτικοποιώντας τις συνειδήσεις μας και καθιστώντας μας από πολίτες ιδιώτες .