Του Βασίλη Γαλούπη
Τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η έννοια των σφαιρών επιρροής είχε ατονήσει. Στην πράξη ολόκληρος ο κόσμος είχε γίνει μια ντε φάκτο σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Οι υπόλοιπες χώρες ήταν υποχρεωμένες να ακολουθούν τους κανόνες της Αμερικής ή αλλιώς να πληρώνουν ακριβό τίμημα, το οποίο ποίκιλλε από βαριές οικονομικές κυρώσεις μέχρι ευθεία αλλαγή καθεστώτος.
Οι διάφορες σφαίρες επιρροής είχαν ουσιαστικά συγχωνευθεί σε μία, αυτή υπό την αμερικανική ηγεμονία. Αυτός ο κόσμος όμως δεν υπάρχει πια.
Σήμερα η απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ ξεθωριάζει και η ίδια η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει ότι μπήκαμε σε «μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων». Ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τι θα σημαίνει αυτή η εποχή για τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο. Το μόνο βέβαιο, σύμφωνα με το «Foreign Affairs», είναι ότι αυτός ο ρόλος δεν θα είναι μόνο διαφορετικός, θα είναι και σημαντικά μειωμένος.
Ο μονοπολισμός έχει τελειώσει και μαζί με αυτόν η πεποίθηση ότι οι υπόλοιπες χώρες απλώς θα δέχονται την καθορισμένη θέση τους σε μια τάξη πραγμάτων υπό την Αμερική.
Ζούμε ένα νέο μοίρασμα του κόσμου μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων μεγάλων δυνάμεων. Η «επιθετική» τακτική του Τραμπ δείχνει να επισπεύδει παρά να τρενάρει αυτή την εξέλιξη. Η πραγματικότητα για την Ουάσιγκτον είναι ότι υπάρχουν σφαίρες επιρροής στον κόσμο σήμερα, αλλά δεν είναι όλες αμερικανικές.
Τα πρώτα είκοσι χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ ξεπερνούσαν τις συνολικές αμυντικές δαπάνες των δέκα χωρών που ακολουθούσαν στη σχετική λίστα. Σύμφωνα με τον Τζέιμς Μάτις, πρώην υπ. Άμυνας των ΗΠΑ, αυτό λειτουργικά σήμαινε ότι «απολαμβάναμε αδιαμφισβήτητη και κυρίαρχη υπεροχή σε κάθε τομέα. Μπορούσαμε να αναπτύξουμε τις στρατιωτικές δυνάμεις μας όποτε θέλαμε, όπου θέλαμε και να λειτουργήσουμε όπως θέλαμε».
Ουσιαστικά η αμερικανική στρατηγική τότε ήταν να υπερνικά τις όποιες προκλήσεις με πόρους, αφού πάντα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Όμως, τις πρώτες δυο δεκαετίες του 21ου αιώνα συνέβησαν τεκτονικές αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων. Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ, που ήταν σχεδόν το 1/2 το 1950, πήγε από το 1/4 το 1991 στο 1/7 σήμερα.
Ο ρόλος του Πεκίνου
Όσο μειωνόταν η σχετική δύναμη των ΗΠΑ τόσο συρρικνωνόταν το μενού των εφικτών επιλογών της. Για παράδειγμα η αμερικανική απάντηση στον κινεζικό Δρόμο του Μεταξιού. Με σχεδόν 3 τρισ. δολ. νομισματικά αποθεματικά, η Κίνα μπορεί να επενδύσει 1,3 τρισ. σε υποδομές που θα δένουν την Ευρασία σε μια σινοκεντρική τάξη. Όλα, δηλαδή, θα κινούνται γύρω από τα συμφέροντα της Κίνας.
Όταν ο Μάικ Πομπέο ανακοίνωσε ότι, ως απάντηση, οι ΗΠΑ θα αυξήσουν τις δικές τους επενδύσεις στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, συγκέντρωσε μόλις 113 εκατ. δολ. σε νέες επενδύσεις.
Το «Foreign Affairs» εκτιμά ότι, καθώς η Κίνα διαθέτει τέσσερις φορές τον πληθυσμό των ΗΠΑ, αν οι Κινέζοι εργαζόμενοι φθάσουν να γίνουν μόλις κατά το ήμισυ παραγωγικοί σε σχέση με τους Αμερικανούς, τότε η Κίνα πρόκειται να δει το ΑΕΠ της να διπλασιάζεται σε σχέση με αυτό των ΗΠΑ
Στην Ασία η οικονομική ισορροπία έχει ήδη γείρει δραματικά υπέρ του Πεκίνου. Διεθνώς η Κίνα εξελίσσεται γοργά σε έναν ομότιμο ανταγωνιστή της Αμερικής στις προηγμένες τεχνολογίες. Σήμερα, από τις είκοσι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας πληροφοριών, οι εννέα είναι κινεζικές.
Παράλληλα έχουν ανέβει οι στρατιωτικές δυνατότητες και οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας.
● Πριν από 25 χρόνια ο αμυντικός προϋπολογισμός της ήταν το 1/25 συγκριτικά με αυτόν των ΗΠΑ.
● Τώρα είναι στο 1/3 και καθ’ οδόν για να φτάσει τον αμερικανικό.
Και ενώ ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ απλώνεται σε διάφορες διεθνείς δεσμεύσεις, όπως στην Ευρώπη και τη Μ. Ανατολή, το μπάτζετ της Κίνας είναι επικεντρωμένο στην ανατολική Ασία.
Σε συγκεκριμένα σενάρια στρατιωτικής εμπλοκής η Κίνα ήδη δείχνει να παίρνει το προβάδισμα. Όπως έγραψαν οι «New York Times», «και στα 18 από τα τελευταία 18 παιχνίδια πολέμου του Πενταγώνου, που περιλαμβάνουν την Κίνα στα Στενά της Ταϊβάν, οι ΗΠΑ έχασαν».
Το οπλοστάσιο της Μόσχας
Η Ρωσία είναι ένα άλλο ζήτημα. Παρά το τι μπορεί να επιθυμεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία δεν πρόκειται ποτέ ξανά να γίνει η Σοβιετική Ένωση. Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, το ρωσικό κράτος που προέκυψε έμεινε με λιγότερο από το μισό ΑΕΠ και τον μισό πληθυσμό και είδε τα σύνορά του να υποχωρούν στις εποχές πριν από τη Μεγάλη Αικατερίνη.
Όμως, η Ρωσία παραμένει μια στρατιωτική υπερδύναμη, με ένα οπλοστάσιο που είναι λειτουργικά ισοδύναμο με αυτό της Αμερικής. Διαθέτει μια αμυντική βιομηχανία που παράγει όπλα τα οποία πολλές χώρες επιθυμούν να αγοράσουν, όπως η Τουρκία και η Ινδία.
Τέλος, έχει στρατιωτικές δυνάμεις που μπορούν να νικήσουν σε συρράξεις όπως στην Τσετσενία, τη Γεωργία, την Ουκρανία, τη Συρία. Σε μια ήπειρο όπου οι περισσότερες άλλες χώρες θεωρούν ότι οι πόλεμοι ανήκουν στο παρελθόν, η στρατιωτική ικανότητα αποτελεί το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας.
Η τεχνολογία
Οι σφαίρες επιρροής εκτείνονται και πέρα από τη γεωγραφία. Όταν η Αμερική έγινε πρωτοπόρος στη δημιουργία του Ίντερνετ και στις υποδομές του, κατάφερε να απολαμβάνει αυτό που ο Μάικλ Χέιντεν, πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, αποκάλεσε «χρυσή εποχή της ηλεκτρονικής παρακολούθησης».
Ειδικά τα πρώτα χρόνια οι ΗΠΑ διέθεταν μια ασύγκριτη δυνατότητα να ακούνε, να ερευνούν, ακόμα και να επηρεάζουν άλλα κράτη. Σήμερα πολλές χώρες αδιαφορούν για την προσπάθεια των ΗΠΑ να τις αποτρέψει από το να αγοράσουν τις υποδομές του 5G από την κινεζική Huawei.
Η Ουάσιγκτον επιχειρεί να πείσει άλλες χώρες να μην αγοράσουν κινεζικό λογισμικό διότι αυτό θα διευκολύνει την Κίνα να τις κατασκοπεύει, αλλά αντ’ αυτού να αγοράσουν αμερικανικό λογισμικό, που θα διευκολύνει τις ΗΠΑ να κατασκοπεύουν.
Ένας ρεαλιστικός «λογαριασμός»
Από την οπτική των συμφερόντων της Αμερικής, οι συνέπειες της αύξησης της δύναμης της Κίνας και της Ρωσίας σχετικά με αυτή των ΗΠΑ δεν είναι καλές. Η Κίνα και η Ρωσία μπορούν να ασκήσουν ισχύ για να επηρεάσουν εξελίξεις, από το να καταπνίξουν τις ελευθερίες στο Χονγκ Κονγκ μέχρι να μπλοκάρουν την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Για πολλές άλλες χώρες ανά τον κόσμο, που βρίσκονται υπό την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας, οι συνέπειες αυτού του ξαναμοιράσματος του κόσμου θα είναι επώδυνες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συρία. Η Μόσχα χρησιμοποίησε τις στρατιωτικές της δυνάμεις για να αψηφήσει τις ΗΠΑ και να βοηθήσει τον Άσαντ να σταθεροποιηθεί.
Όπως ακριβώς η περίπτωση της Συρίας, έτσι και η ενσωμάτωση της Κριμαίας από τη Ρωσία και η στρατιωτικοποίηση της Νότιας Σινικής Θάλασσας από την Κίνα αποτελούν τώρα πεπραγμένα, τα οποία κανείς δεν αμφισβητεί στρατιωτικά.
Η Ουάσιγκτον, κατά το «Foreign Affairs», θα πρέπει τώρα να επικεντρωθεί πάνω απ’ όλα στις συμμαχίες της. Έστω κι αν δεν δείχνει να έχει κάποια πειστική στρατηγική μέχρι τώρα, υπό την Προεδρία Τραμπ. Οι ΗΠΑ, πάντως, κατά το έγκριτο περιοδικό πρέπει να ρίξουν όλο το βάρος στο να συγκεντρώσουν χώρες – συμμάχους, ώστε μαζί να αποτελούν έναν πυρήνα δυνάμεων στον οποίο η Κίνα θα πρέπει να προσαρμοστεί.
Το ζητούμενο για την Αμερική θα ήταν να αναγκάσει το Πεκίνο να συμμορφώνεται σε κανόνες και όχι να είναι αυτή που θέτει τους κανόνες. Κάτι που εκ των πραγμάτων δεν είναι εύκολο.
Η όλη λογική είναι πιο προφανής στο οικονομικό πεδίο. Η συμφωνία εμπορίου TPP (Trans-Pacific Partnership) υποσχόταν να φέρει κοντά χώρες που μαζί παρήγαν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Θα λειτουργούσαν, υποθετικά, με βάση ένα κοινό σύνολο κανόνων για τα πάντα, από δασμούς μέχρι εργασιακά, και θα αποτελούσαν ένα αντίβαρο στην οικονομική ισχύ της Κίνας.
Μόνο που ο Τραμπ απέσυρε τη συμμετοχή των ΗΠΑ στην TPP. Τώρα Αμερικανοί αξιωματούχοι ψάχνουν τρόπο να επιβάλουν τα στρατηγικά συμφέροντα στην πολιτική, ώστε οι ΗΠΑ να ξαναμπούν στην TPP.
Αν μια νέα TPP συνδυαζόταν με τη συμφωνία εμπορίου μεταξύ Ε.Ε. – ΗΠΑ, σχεδόν το 70% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα ήταν στη μια πλευρά, εναντίον του 20% της Κίνας από την άλλη.
Ο οπλικός συσχετισμός
Αυτή τη στιγμή η Κίνα και η Ρωσία διαθέτουν αξιόπιστες πυρηνικές δυνατότητες δεύτερου πλήγματος. Δηλαδή τη δυνατότητα να αντέξουν μια υποτιθέμενη αρχική πυρηνική επίθεση και στη συνέχεια, ως αντίποινα, να απαντήσουν με ένα πυρηνικό χτύπημα που θα μπορούσε να διαλύσει τις ΗΠΑ.
Η Κίνα, σημειωτέον, απ’ όταν έκανε την πρώτη της δοκιμή σε πυρηνική βόμβα, πριν από 56 χρόνια, δεν έχει ποτέ αποκαλύψει το μέγεθος του πυρηνικού της οπλοστασίου.
Συνεπώς, ένας πυρηνικός πόλεμος δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή, αλλά ακόμα και ένας συμβατικός πόλεμος που θα κλιμακωνόταν σε πυρηνικό θα απέβαινε καταστροφικός.
Αυτό είναι, δυνητικά, πρόβλημα για τις ΗΠΑ, που έχουν συσσωρεύσει έναν μακρύ κατάλογο εμπλοκών και συμμαχιών με χώρες που συχνά θεωρούν ότι έχουν λευκή επιταγή από την Αμερική να κάνουν ό,τι θέλουν (όπως π.χ. η Τουρκία). Η Ουάσιγκτον πρέπει διαρκώς να ισορροπεί καθησυχάζοντας μια συμμαχική χώρα χωρίς παράλληλα να ενθαρρύνει την ηγεσία της να δρα παράτολμα.
Το πιθανότερο είναι η Αμερική να επανεκτιμήσει από την αρχή το υπάρχον σύστημα συμμαχιών της, να απορρίψει κάποιες και να ισχυροποιήσει κάποιες άλλες, να αναθεωρήσει ριζικά τους όρους και τις εγγυήσεις. Στο τέλος αυτή η διαδικασία θα ισχυροποιήσει την αξιοπιστία των σχέσεων – δεσμεύσεων που θα επιλέξει να ανανεώσει.
Στο εξής αυτοί που χαράζουν την πολιτική των ΗΠΑ θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν ανέφικτα πλάνα και οράματα προκειμένου να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι σφαίρες επιρροής πρόκειται να παραμείνουν κεντρικό χαρακτηριστικό της γεωπολιτικής.
Η διαδικασία θα μπορούσε να φέρει ένα κύμα στρατηγικής δημιουργικότητας, μια ευκαιρία για να επανεξεταστεί από τα θεμέλια ολόκληρο το οπλοστάσιο της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν πλέον απέναντί τους δυο πολύ ισχυρούς παίκτες, την Κίνα και τη Ρωσία.