Παρά τις διαρκείς προσπάθειες της κυβέρνησης να μεταβιβάσει το σύνολο της ευθύνης για τη διερεύνηση της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη στη δικαιοσύνη, ενώ σε πολιτικό επίπεδο μοιάζει να επιδίωξε το… στρίβειν διά της Εξεταστικής, φαίνεται ότι οι έως τώρα χειρισμοί της έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα: ρίχνουν διαρκώς πάνω της και πάνω στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της για την υπόθεση αυτή έναν προβολέα και τη φέρνουν διαρκώς σε δύσκολη θέση.
Εν συντομία: σαν να μην έφθανε η πάνδημη απόρριψη του πορίσματος της πλειοψηφίας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής και το αίτημα της αντιπολίτευσης για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Σαν να μην έφθανε το αποτυπωμένο σε δημοσκοπήσεις σχεδόν 80% που θεωρεί ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συγκαλύψει ευθύνες.
Σαν να μην έφθαναν οι «κεραυνοί» της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, η οποία, εκτός του ότι συνέδεσε άμεσα με το τραγικό δυστύχημα την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της επίμαχης σύμβασης 717, δήλωσε άνευ περιστροφών ότι «μας μπλοκάρουν από το να βρούμε την αλήθεια. Μας μπλοκάρουν από το να εφαρμόσουμε δικαιοσύνη. Γιατί αν σου απαγορεύουν να κάνεις έρευνα, δεν μπορείς να αποκαλύψεις την αλήθεια».
Σαν να μην έφθανε η αναφορά στο δυστύχημα στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα (για την οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι περιέχει συκοφαντίες), τώρα η αρμόδια Επιτροπή του σώματος δεσμεύτηκε να παραπέμψει τη σχετική αναφορά σχετικά με την τραγωδία στις επιτροπές TRAN (Μεταφορών και Τουρισμού) και LIBE (Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) του Κοινοβουλίου και να ζητήσει γραπτή ενημερωμένη απάντηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η απόφαση για να παραπεμφθεί η αναφορά για το δυστύχημα των Τεμπών στις επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Κομισιόν ήλθε μετά από άλλη μία παρουσία της προέδρου του Συλλόγου «Τέμπη 28-2-2023» στις Βρυξέλλες: αυτή τη φορά, «οπλισμένη» με 1,3 εκατομμύρια υπογραφές, απευθυνόμενη στα μέλη της επιτροπής PETI του Ευρωκοινοβουλίου, η Μαρία Καρυστιανού σημείωσε μεταξύ άλλων ότι «οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου έχουν πάψει να λειτουργούν στην Ελλάδα.[…]
Αυτό που μας οδήγησε σήμερα εδώ, είναι μια αλληλουχία κάκιστων χειρισμών και μεθοδεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης, που προσβάλλει τη μνήμη των νεκρών μας και την αξιοπρέπεια των θυμάτων που επιβίωσαν. Ουσιαστικά παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου. Με λίγα λόγια σήμερα μας έφερε εδώ η απελπιστική κατάρρευση της εμπιστοσύνης που βιώνουμε στην Ελλάδα, σε σχέση με την ορθή λειτουργία των θεσμών».
Η νέα αυτή εξέλιξη φέρνει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση την κυβέρνηση, η οποία πλέον διαπιστώνει ότι η διαρκής επίκληση της έρευνας που πραγματοποιεί η δικαιοσύνη για το τραγικό περιστατικό πλέον δεν φθάνει – ας σημειωθεί, δε, εδώ ότι στα τέλη Φεβρουαρίου η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε από την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας «να μεριμνήσετε, ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους», χαρακτηρίζοντας την τραγωδία ως «έγκλημα».
Αντιθέτως, η απόφαση της επιτροπής αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου να παραπέμψει την υπόθεση στις Επιτροπής TRAN και LIBE και να ζητήσει γραπτή απάντηση από την Κομισιόν δημιουργεί ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον για την κυβέρνηση, καθώς έρχεται μόλις μια ημέρα πριν τη συζήτηση στη Βουλή επί του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών, στο οποίο η κυβερνητική πλειοψηφία εμμένει στη λογική του ανθρωπίνου λάθους, ενώ η αντιπολίτευση ζητά τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τον Κώστα Καραμανλή.
Αν στα παραπάνω προστεθούν και οι «πονοκέφαλοι» που προκάλεσε η υπόθεση Ασημακοπούλου, υπόθεση που κάθε άλλο παρά έχει κλείσει, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Μάρτιος μετατρέπεται σιγά-σιγά σε… mensis terribillis για την κυβέρνηση. Και έχει ακόμα σχεδόν δύο εβδομάδες.