Πιέζεται η κυβέρνηση στο θέμα της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα, αφού δεν είναι λίγοι οι εκπρόσωποι της αγοράς που κάνουν λόγο για «τσουβάλιασμα» των επαγγελματιών σε ένα «άδικο σύστημα»!
Θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τα όσα έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, οι διατάξεις του νομοσχεδίου προβλέπουν την καθιέρωση ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος ίσου με τον ετήσιο κατώτατο μισθό επί 14 μήνες, δηλαδή 10.920 ευρώ με 6 χρόνια λειτουργίας, που θα φθάνει τις 14.196 ευρώ για 12 χρόνια λειτουργίας. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται τόσο με την πάροδο των ετών λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας (ανά τριετία συν 10%, με εξαίρεση τα τρία πρώτα χρόνια, και έως τρεις τριετίες) αλλά και σε συνάρτηση με τις αμοιβές του προσωπικού που απασχολούν όπως επίσης και με τον μέσο όρο τζίρου του ΚΑΔ του κλάδου της προηγούμενης χρονιάς. Αγρότες και αμειβόμενοι με μπλοκάκια εξαιρούνται.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες αποκτούν κίνητρο να δηλώνουν τα παραπάνω ποσά, καθώς όσοι εμφανίζουν κέρδη μεγαλύτερα από το κατώτατο όριο θα απαλλάσσονται αυτομάτως από το 50% του τέλους επιτηδεύματος, διαφορετικά η έκπτωση θα φτάνει στο 25%. Το ύψος του ελάχιστου εισοδήματος θα είναι μαχητό, δηλαδή, αν ο επαγγελματίας αποδείξει ότι είχε χαμηλότερο εισόδημα, π.χ. λόγοι ανωτέρας βίας, στρατιωτική θητεία, νοσηλεία σε νοσοκομείο, κράτηση σε φυλακή κ.ά., τότε θα μπορεί να φορολογηθεί σε αυτήν τη βάση.
Για τον υπολογισμό του ελάχιστου εισοδήματος θα λαμβάνονται υπόψη οι τριετίες από την ημέρα έναρξης εργασιών, με αύξηση κατά 10% για κάθε μία τριετία και ανώτατο όριο τις τρεις τριετίες. Επίσης λαμβάνονται υπόψη τυχόν εισοδήματα από μισθωτή εργασία, ενώ δεν υπολογίζεται ο χρόνος με παύση εργασιών.
Οι ενστάσεις
Για τις νέες αυτές διατάξεις στο φορολογικό νομοσχέδιο, με τις οποίες καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο στα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, βάζοντας ουσιαστικά χαράτσι 1.444 ευρώ σε 500.000 φορολογούμενους, οι αντιδράσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σφοδρές.
O πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου σχολιάζοντας το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης ανέφερε ότι «η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία είναι οι δύο πιο σκληρές μορφές αθέμιτου ανταγωνισμού» και πρόσθεσε: «Θέλουμε να διευρυνθεί η φορολογική βάση γιατί είναι άδικο αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν – μισθωτοί, συνταξιούχοι, επιχειρήσεις – να πληρώνουν τα σπασμένα για όλους τους υπόλοιπους».
Ο ίδιος δήλωσε, καταρχάς, υπέρ των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, διατυπώνοντας ωστόσο ενστάσεις. «Δεν είναι λογικό το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών να δηλώνει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ» τόνισε, συμπληρώνοντας πως «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, γιατί υπάρχουν επαγγελματίες που βγάζουν κάτω από 10.000 ευρώ».
Όπως εξήγησε, περίπου το 50% των επιχειρήσεων στη χώρα είναι ελεύθεροι επαγγελματίες – αυτοαπασχολούμενοι, απότοκο κυρίως της περιόδου των μνημονίων, στη διάρκεια της οποίας η αυτοαπασχόληση αποτέλεσε μία λύση ανάγκης και επιβίωσης για πολλούς συμπολίτες μας που έμειναν άνεργοι.
Είναι σύμφωνος με τη χρήση πλαστικού χρήματος, τονίζοντας ωστόσο την ανάγκη μείωσης των πολύ υψηλών χρεώσεων των τραπεζών για συναλλαγές με POS, αλλά και των υψηλών προμηθειών για ηλεκτρονικές συναλλαγές, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τέλος συμφώνησε με τη δυνατότητα καταγγελιών για φοροδιαφυγή, αλλά υπογράμμισε την αντίθεσή του στην επιβράβευση όσων προβαίνουν σε καταγγελίες, κάνοντας λόγο για κίνδυνο να δημιουργηθούν «κυνηγοί κεφαλών».
«Δεν είναι όλοι φοροκλέφτες»
Την ίδια ώρα σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας υπογραμμίζει ότι τάσσεται υπέρ της πάταξης της φοροδιαφυγής «πρωτίστως γιατί τα μεγαλύτερα θύματά της είναι οι υγιείς μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι».
Το Επιμελητήριο προσθέτει ότι δεν είναι όλες οι μικρές επιχειρήσεις φοροκλέφτες – όπως δεν είναι και όλες οι μεγάλες – και κάθε τέτοιος γενικός χαρακτηρισμός, του τύπου «καλός εργαζόμενος / κακός επαγγελματίας και επιχειρηματίας» ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής αδικίας, στοχοποίησης και αντιπαλότητας.
Το BEA υπενθυμίζει πως έχει τοποθετηθεί, επί σειρά ετών, ότι όσο δεν ελέγχονται οι παράνομοι «επαγγελματίες» τόσο προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός. Ζητάει τη νομότυπη και σε οργανωμένο πλαίσιο άσκηση της επιχειρηματικότητας, με αδειοδοτημένους και πιστοποιημένους επαγγελματίες. Προς την κατεύθυνση μάλιστα αυτή, όπως επισημαίνει, έχει προβεί σε δράσεις και παρεμβάσεις προς την πολιτεία.
Από την άλλη πλευρά, σημειώνει, πρέπει και η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της, όπως δηλώνει, να «προχωρήσει με πνεύμα δικαιοσύνης και κοινής λογικής στην εφαρμογή ενός νέου, δίκαιου συστήματος φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών στο πνεύμα αντίστοιχων ρυθμίσεων που ισχύουν σε προηγμένες χώρες της Ε.Ε.», να ελέγξει με σοβαρά μέτρα και δικλίδες ασφαλείας τη φοροδιαφυγή εκατομμυρίων από μεγάλες επιχειρήσεις, ενδοομιλικές συναλλαγές και γενικά την ασυδοσία των ανεξέλεγκτων αγορών.
Επιπλέον υπογραμμίζει πως, ανατρέχοντας στην ίδια την Ε.Ε., υπάρχει αναφορά στην Έκθεση σχετικά με το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 / (2018/2121(INI)) – P8_TA-PROV(2019)0240), όπου τονίζεται ότι:
«Οι πρόσφατες εξελίξεις στη φορολογία και την είσπραξη φόρων, οι οποίες έχουν μετατοπίσει τη φορολογική επίπτωση από τον πλούτο στο εισόδημα, από το εισόδημα κεφαλαίου στο εισόδημα από εργασία και κατανάλωση, από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία, είχαν δυσανάλογο αντίκτυπο στις γυναίκες και τα άτομα χαμηλού εισοδήματος, τα οποία συνήθως βασίζονται περισσότερο στο εισόδημα από την εργασία και δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους στην κατανάλωση».
Τόνισε ακόμη ότι «υπάρχουν υψηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής μεταξύ των πλουσιότερων», καλεί δε την Επιτροπή «να εξετάσει τον αντίκτυπο στην κοινωνική ανάπτυξη».
Θύματα οι πολύ μικροί
Ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών & Συναφών Επαγγελμάτων Γιώργος Καββαθάς τονίζει πως το νέο φορολογικό νομοσχέδιο στοχοποιεί ακόμα μια φορά τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που, όπως αναφέρει, έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες από τις συνεχόμενες κρίσεις ενώ, όπως λέει, δεν λαμβάνονται μέτρα για την πάταξη της φοροαποφυγής.
«Σε μια περίοδο που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται, ενώ η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της συνεχώς αυξανόμενης ακρίβειας, η κυβέρνηση, μέσω των πρόσφατων ανακοινώσεων του υπουργείου Οικονομικών, εκδήλωσε αιφνιδιαστικά την πρόθεσή της να αυξήσει ουσιαστικά τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών. Με πρόσχημα τη φοροδιαφυγή στοχοποιήθηκαν ακόμα μια φορά οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες από τις συνεχόμενες κρίσεις.
Είναι παραπλανητικό η όποια φοροδιαφυγή υφίσταται να αποδίδεται αποκλειστικά στους ελεύθερους επαγγελματίες, όταν ζητήματα όπως το παραεμπόριο, το λαθρεμπόριο και η αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα παραμένουν, καταδεικνύοντας εκκωφαντικά την αποτυχία του κράτους να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Και βέβαια ούτε λόγος για την αντιμετώπιση της νόμιμης φοροαποφυγής και της αισχροκέρδειας. Η κυβέρνηση όφειλε να είναι πιο προσεχτική. Η πρόσφατη μνημονιακή δεκαετία της υπερφορολόγησης είναι ακόμα νωπή στις μνήμες των ελευθέρων επαγγελματιών και η επιβολή ενός άδικου οριζόντιου κεφαλικού φόρου θα έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις».
Χρειάζονται πραγματικά ίσες ευκαιρίες
Τέλος ο πρόεδρος του ΒΕΑ Παύλος Ραβάνης επισημαίνει ότι: «Χρειάζεται να προστατευτεί η κοινωνική ισορροπία, να υπάρχουν πραγματικά ίσες ευκαιρίες στην άσκηση της επιχειρηματικότητας. Ζητάμε να υπάρχει σεβασμός στον ελεύθερο επαγγελματία και την οικογενειακή επιχείρηση, που αποτελεί την πλειοψηφία στη χώρα. Να απαιτήσουμε όλοι να επιβαρύνονται με αυτό που τους αναλογεί οι πραγματικά “έχοντες” και όσοι αισχροκερδούν. Να προστατευτεί τελικά και ο μικρομεσαίος επαγγελματίας και επιχειρηματίας, που πλήττεται επί σειρά ετών κρίσης, σε βαθμό επιβίωσης, από την ανεξέλεγκτη ακρίβεια και από αθέμιτες τακτικές μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων».