Η έλευση των θεσμών στην Αθήνα συνέπεσε με την ενημέρωση Τσακαλώτου στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής που συγκλήθηκε κατόπιν αιτήματος γαλάζιων βουλευτών. Εκεί ο υπουργός Οικονομικών άδραξε την ευκαιρία να προσγειώσει την κυβέρνηση σε πιο ρεαλιστικούς τόνους δεδομένου ότι οι θεσμοί είναι πλέον εδώ και ακούνε εκ του σύνεγγυς τα όσα λέγονται στο εσωτερικό της χώρας.
Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών:
–με την χαρακτηριστική αναφορά «δεν ωραιοποιούμε την κατάσταση ούτε λέμε ότι τελείωσε η λιτότητα» (που μοιάζει και με σύσταση προς το Μαξίμου) πήρε αποστάσεις από τη ρητορική του πρωθυπουργού («συμφωνήθηκε για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια να αφήσουμε πίσω την αρχή της διαρκούς λιτότητας», «υπήρξε μεταστροφή των θεσμών στην κατεύθυνση της υπέρβασης της λιτότητας» κλπ)
–επανέφερε στο προσκήνιο τη θέση «τίποτα δεν κλείνει αν δεν συμφωνηθούν όλα» λέγοντας ότι «δεν υπάρχει συμφωνία αν δε δω όλο το πακέτο» (πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και μεσοπρόθεσμα για το χρέος) και πως η τεχνική συμφωνία για την αξιολόγηση που επιδιώκεται να κλείσει σε πρώτη φάση θα έχει «προσωρινά χαρακτηριστικά» μέχρι να κλείσουν τα υπόλοιπα. Στάση που αν μη τι άλλο εκπέμπει μεγαλύτερη επιφύλαξη από το πνεύμα της ρητορικής του Μαξίμου ότι με την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι υπόθεση μερικών ημερών.
Το Μαξίμου πάντως χθες θέλησε για μια ακόμη φορά να διαψεύσει ότι υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ Τσίπρα – Τσακαλώτου απαντώντας στη ΝΔ (αλλά και σε όποιον άλλο επιμένει να βλέπει διαφοροποιήσεις στην κορυφή της κυβέρνησης).
Κατά τα λοιπά, η πρώτη μέρα των συναντήσεων με τους επικεφαλείς των θεσμών έληξε με τον προσδιορισμό της ατζέντας και την ανεπίσημη παραδοχή εκ μέρους κυβερνητικών παραγόντων ότι η συζήτηση ξεκινά από το αίτημα των θεσμών για 2% του ΑΕΠ μέτρα, με την κυβερνητική πλευρά να αφήνει να εννοηθεί ότι ο λογαριασμός μπορεί και να κατέβει.
Πάντως, τόσο ο Τσακαλώτος στη Βουλή όσο και έτερος αρμόδιος παράγοντας της διαπραγμάτευσης διευκρίνιζαν ότι η υλοποίηση των αντισταθμιστικών μέτρων συνδέεται με την επίτευξη των στόχων με την «στρόφιγγα» να ανοιγοκλείνει ως εξής: «Αν ξεπεράσουμε το 3,5% του ΑΕΠ, τα θετικά μέτρα θα είναι περισσότερα. Αν είμαστε ακριβώς στο 3,5%, θα υπάρχουν και θετικά και αρνητικά που θα νομοθετηθούν από τώρα. Αν είναι κάτω από 3,5% του ΑΕΠ, θα έχουμε επιπλέον μέτρα». Από την άλλη η κεντρική κυβερνητική ρητορική εστιάζει στην προσπάθεια να πείσει ότι τα μέτρα επιβάρυνσης θα νομοθετηθούν υπό την προϋπόθεση ότι τα αντισταθμιστικά μέτρα ελάφρυνσης, τα οποία επίσης θα νομοθετηθούν, θα εφαρμοστούν και δεν είναι υπό αίρεση.