Ο Βαρδής Τσουρής, ο αγωνιστής του αναρχικού χώρου, κηδεύτηκε σήμερα στο χωριό Λειβαδά, στο Ανατολικό Σέλινο.
Από χθες το βράδυ όταν και πέθανε εκατοντάδες Χανιώτες, σύντροφοί του αλλά και άνθρωποι που είχαν συμπορπατήσει σε κοινούς αγώνες, φίλοι και απλοί πολίτες που ήθελαν να τιμήσουν τον νεκρό, περνούσαν από το σπίτι του στην οδό Ηγουμένου Γαβριήλ για να χαιρετήσουν έναν άνθρωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κινηματική ιστορία των Χανίων των τελευταίων δεκαετιών.
Όπως είχε ανακοινωθεί είχαν ναυλωθεί τρία λεωφορεία τα οποία ξεκίνησαν περίπου στις 3 το μεσημέρι από το σπίτι του νεκρού για το ταξίδι έως το χωριό Λειβαδά, κοντά στο Κουστογέρακο.
Πολλές εκατοντάδες οι πολίτες που βρέθηκαν στην κηδεία η οποία ήταν πολιτική. Αναρτήθηκαν πανό. Το ένα έγραφε: “Πόλεμο στ’ αφεντικά, ντόπια και πλανητικά” και ένα δεύτερο “Αντίσταση – Αυτοοργάνωση”.
Ο Βαρδής Τσουρής στο τελευταίο του ταξίδι ήταν ζωσμένος με ένα μαχαίρι, στο δεξί χέρι είχε ένα κομπολόι και στο αριστερό ένα μαύρο ρόδο, μια αναφορά πιθανότατα στην κατάληψη Rosa Nera της οποίας υπήρξε πρωτεργάτης.
Ο Δημήτρης Σειραδάκης, συνταξιούχος δάσκαλος με καταγωγή από το χωριό Λιβαδά ήταν ο πρώτος που μίλησε για τον νεκρό:
“Τον κόσμο στο Λιβαδά, στο Λιβυκό πέλαγος, στη Μαδάρα. Αυτό τον κόσμο αγάπησε ο Βαρδής Τσουρής. Και όπως ο κόσμος ο αγνός και καθαρός όπως είναι το χιόνι της Μαδάρας, όπως είναι ο αφρός του Λιβυκού πελάγους, έτσι ήταν και η δική του ψυχή.
Έτσι λειτουργούσε, έτσι υπηρετούσε τις αξίες και στη ζωή του. Και είχε ένα ιδιότυπο αξιακό κώδικα τον οποίον τηρούσε με απαρασάλλευτη ευλάβεια και προσήλωση. Και τον κώδικα αυτό αξιών, όπως είναι η τιμή, όπως είναι το φιλότιμο, η αντρειοσύνη, η παληκαριά, η φιλοξενία, η αλληλοβοηθεία, τον είχε σε επίπεδα υψηλά.
Τούτες τις αξίες εφάρμοσε στη ζωή. Για αυτές υπόφερε πολύ. Όμως έμεινε εκεί υπερασπιστής απαρασάλλευτος αυτών των αξιών. Δεν ξέρω πολλοί αν είχαν το θάρρος και τη δύναμη ψυχική και σωματική να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και τον αξιακό τους κώδικα όπως έκανε ο Βαρδής.
Δεν ήταν μόνος ιδεαλιστής αγνός και ιδεολόγος ήταν και επαναστάτης. Και επαναστάτης ασυμβίβαστος, αγνός και τίμιος έξω και πέρα από συμφεροντολογικές καταστάσεις κι από σκοπιμότητες και από οτιδήποτε άλλο. Τέτοιους επαναστάτες τους χρειάζεται αυτός ο κόσμος.
Πάνω από όλα αυτές ήταν οι αρχές του. Αυτές υπηρέτησε με συνέπεια. Αυτό τον άνθρωπο προπέμπουμε σήμερα και εμένα η γλώσσα μου κουμπώνει και δένει γιατί δε μπορώ να πω σήμερα όσα θα έπρεπε να πω. Αυτό τον άνθρωπο τον ιδεαλιστή τον αγνό, τον επαναστάτη τον τίμιο, τον απροκατάλυπτο, εκείνο που ποτέ δεν εκοίταξε το προσωπικό του συμφέρον και για τίποτα παρά όλα θυσία για τους άλλους. Προσφορά και θυσία για τους άλλους. Και πάνω από όλα, όχι μόνο αυτόν, αλλά ήταν κι ένας αληθινός ευπατρίδης με όλη τη σημασία της λέξης.
Να ‘ναι ο δρόμος σου Βαρδή καλός και εμείς θα σε θυμούμαστε πάντα με αγαθή μνήμη.”
Ο Δημήτρης Φουράκης, δικηγόρος του σε πολλές από τις πολλές δικαστικές του περιπέτειες είπε:
“35 χρόνια πριν μέσω κοινών συντρόφων και φίλων γνώρισα τον Βαρδή. Έναν άνθρωπο ανυπότακτο, ασυμβίβαστο που από τότε μου έκανε την τιμή να μου αναθέσει την υποστήριξη στις αμέτρητες, είναι αλήθεια, δικαστικές περιπέτειες που είχε λόγω των πεποιθήσεών του και των αγώνων του.
Ένας άνθρωπος, ένα μαύρο ρίφι, πάντα ανυπότακτο, πάντα στις άκρες του γκρεμού, πάντα στα όρια, να μη δειλιάζει, να μην υποχωρεί εκατοστό από τις απόψεις του φτάνοντας στα όρια του θανάτου.
Όταν με την ίδια του τη ζωή κάνοντας απεργία πείνας επεδίωξε την απελευθέρωσή του από την άδικη προφυλάκιση για τα γεγονότα της Νομαρχίας του 1990. Όταν όλος ο δικαστικός μηχανισμός βρήκε στο πρόσωπό του το παράδειγμα που θα έδινε στο κίνημα για να το γονατίσει. Να τον υποχρεώσει να σκύψει. Ο Βαρδής στάθηκε ορθός. Και όταν του είπαν να υπογράψει ότι θα πηγαίνει στους αστυνομικούς, δεν το δέχτηκε. Τον ξανασυλλάβανε. Και όταν έφτασε η ώρα να πεθάνει του ζητούσανε μέχρι την τελευταία στιγμή να ζητήσει με την αίτησή του ότι θα πηγαίνει στους μπάτσους. Δεν το δέχθηκε.
Σα τον παλιό αντάρτη όταν οι δικαστές τον καταδικάσανε σε θάνατο του είπανε “κάνε δήλωση να σώσεις τη ζωή σου”, τους λέει “χιλιάδες χρόνια χρειαστήκανε για να σηκωθεί ορθό το ανθρώπινο είδος. Δε θα με ρίξετε εσείς στα τέσσερα”.
Ο Βαρδής ούτε γονάτισε, ούτε έσκυψε το κεφάλι. Και αυτοί αντί για να δώσουν το μάθημα, το πήραν. Αυτοί και όλο το κίνημα κατάλαβε ότι αν αγωνίζεσαι μέχρι την τελευταία στιγμή, αν βάλεις πάνω από όλα, ακόμα και τη ζωή σου αν δίνεις, θα νικήσεις. Αυτό το παράδειγμα μας έδωσες σύντροφε. Και με αυτό σε αποχαιρετούμε. Όσο υπάρχουν τα μαύρα ρίφια να τσιγκλάνε τα πρόβατα αυτού του κόσμου, τότε οι ύαινες δε θα κοιμούνται ήσυχες”.
Ο Γιώργος Τζανέτος, δάσκαλος, εκπροσωπόντας την κατάληψη Rosa Nera είπε:
“Δύσκολο να πει κανείς κάτι για τον Βαρδή γιατί δεν είναι μόνο ότι τον αγαπούσαμε, έχει ένα μεγάλο βάρος η ιστορία του που δεν σηκώνεται εύκολα. Το γνωρίζουμε όλοι.
Αγωνιστής μέχρι το τέρμα της ζωής του. Αγωνίστηκε με συνέπεια, με σταθερότητα, με ήθος. Πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή, πάλεψε ακόμη και με τον θάνατο τον οποίο και περιφρονούσε.
Τον περιφρονούσε γιατί ήξερε ότι με τη στάση της ζωής του, με την ηθική, με τη μαγκιά του, με τα όλα του, κανένας δε μπόρεσε να τον σκοτώσει. Γιατί σκοτώνω σημαίνει ρίχνω στο σκοτάδι. Κι ο Βαρδής δε θα χαθεί στο σκοτάδι.
Από την κατάληψη τη Rosa Nera που είμαστε εδώ, οι φίλοι του και οι σύντροφοι, του λέμε ότι συνεχίζουμε τον αγώνα τον οποίο μαζί πορευτήκαμε. Δεν τον ξεχνάμε.”
Μετά τους λόγους για τον νεκρό, βοσκός της περιοχής τραγούδησε τμήμα του ριζίτικου για τον νεκρό κυνηγό.
Οι στίχοι του ριζίτικου έχουν ως εξής:
«Σα δροσερέψουν τα βουνά και βασιλέψει ο ήλιος,
Βόσκεστ” αγρίμια, βόσκεστε, λαγοί βοσκολογάτε,
Μ” απόθανεν ο κυνηγός άπου σας εκυνήγα
Μ” άφηκε και παραγγελιά εις τσ” άλλους κυνηγάρους:
Παιδιά και αμ πάτε στσι λαγούς και αμ πάτε κι εις τ” αγρίμια
Περάστ” άπου το μνήμα μου και πάρετε κι εμένα
Τρεις πόρους έχουν τα βουνά κι αφήστε μου τον ένα
Αν έρθ” αγρίμι παίζω του, λαγός τόνε σκοτώνω
Και αν ει και πετροπέρδικα, παίζω τση “γω κι εκείνης…»
Κατά τη διάρκεια του ριζίτικου ακούστηκαν λίγοι, μετρημένοι πυροβολισμοί εις τιμήν του νεκρού.
Στο τέλος του ριζίτικου, κάποιος σύντροφός του φώναξε αθάνατος, και πολλοί σήκωσαν το χέρι ψηλα σε σχήμα γροθιάς.
Οι σύντροφοί του, η οικογένεια και οι φίλοι του τον αποχαιρέτησαν άφηνωντας λίγο χώμα στον τάφο του.