Αντισυνταγματικές κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι μισθολογικές περικοπές των γιατρών του ΕΣΥ που έγιναν σύμφωνα με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012. Κατά συνέπεια οι γιατροί του ΕΣΥ θα λάβουν αναδρομικά της τελευταίας πενταετίας περίπου από 40.000 έως 60.000 ευρώ ο καθένας.
Ειδικότερα, με την 3/2022 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε οριστικά ότι παράνομα καταβάλλονταν μειωμένες οι αποδοχές στους ιατρούς ΕΣΥ (Πρωτοβάθμια Υγεία) λόγω των περικοπών που επέβαλε ο νόμος 4093/2012 (έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016).
Είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις Πρωτοδικείων και Εφετείων που δικαίωναν τους γιατρούς, ήδη από το 2017, όπως τους δικαίωσαν και οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (437/2014) και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (431/2018).
Το σκεπτικό της απόφασης
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι ο νόμος 4093/2012 δεν είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και επομένως δεν πρέπει να εφαρμοσθεί, γιατί:
α) Δεν προέβη σε «εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις», ούτε «αν το αναμενόμενο οικονομικό όφελος που θα προκύψει από τις μειώσεις είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο από τις επιπτώσεις των μειώσεων». Δηλαδή νομοθετήθηκαν μειώσεις που μπορούσαν να προκαλέσουν συνολικά ζημία αντί για όφελος και πιθανότατα προκάλεσαν ζημία.
β) Δεν εξετάστηκε από το νόμο «αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος» ως προς τη μείωση των δημοσίων δαπανών, αλλά με μικρότερο κόστος για τους γιατρούς του ΕΣΥ.
γ) Δεν εξετάστηκε αν οι αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ παραμένουν μετά τις νέες μειώσεις επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής που τους έχει ανατεθεί με το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος.
Όπως είναι γνωστό, τα δικαστήρια ουσίας επιδίκασαν και επιδικάζουν μεικτές μηνιαίες διαφορές περίπου 1.000 ευρώ. Τα επιδικασθέντα ποσά ανέρχονταν, όταν οι διαφορές αφορούν 4 ή και 5 έτη, σε συνολικά μεικτά ποσά μέχρι 50.000 ή και 60.000 ευρώ.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε την αναίρεση της πρώτης ΔΥΠΕ και στην πράξη επικύρωσε όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας, επί αγωγών που κατέθεσε και υποστήριξε η δικηγορική εταιρεία «Γιάννης Τουτζιαράκης και Συνεργάτες».
Ο κ. Τουτζιαράκης σε δήλωσή του επισημαίνει:
«Οι λόγοι για τους οποίους όλα τα ανώτατα δικαστήρια έκριναν τις διατάξεις και τις περικοπές του νόμου 4093/2012 ως αντίθετες με το Σύνταγμα και μη εφαρμοστέες, αποτελούν προπατορικό και υπερκομματικό αμάρτημα και βαραίνουν και το ισχύον μισθολόγιο του νόμου 4472/2017.
Και το ισχύον μισθολόγιο καταλήγει σε καθαρές αμοιβές των ιατρών ΕΣΥ ίδιες ή και μικρότερες, χωρίς να έχει υπάρξει συμμόρφωση προς τις υποδείξεις όλων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Χωρίς δηλαδή να υπάρξει σοβαρή εκτίμηση αν οι επιπτώσεις από το μειωμένο επίπεδο μισθών επιφέρουν τελικά οικονομική ζημία αντί για όφελος ή αν οι μη επαρκείς αποδοχές οδηγούν σε υπονόμευση της συνταγματικής υποχρέωσης να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ 3802/2014, Ολομέλεια, 9/2016 και 2381/2016)».
Τέλος, αναμένεται η κρίση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς τη συνταγματικότητα του ισχύοντος ν. 4472/2017 (εκδικάσθηκε την 15.1.2021), ενώ έχει ήδη αποφανθεί σειρά πολιτικών δικαστηρίων της ουσίας, τα οποία έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν δεκτές τις αντίστοιχες αγωγές που στρέφονται πλέον κατά της συνταγματικότητας και του ισχύοντος νόμου.