Του Γιώργου Σταθάκη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο το 2050 να είναι μία οικονομία με μηδενικούς ρύπους. Οι στόχοι αυτοί είχαν ως ενδιάμεσο σημείο αναφοράς το 2030. Πρόσφατα λήφθηκε η απόφαση η διαδικασία αυτή να επιταχυνθεί με τη μεταφορά κάποιων από τους στόχους της περιόδου 2030-50 στην περίοδο μέχρι το 2030.
Η σκέψη αυτή, αν και επιβεβλημένη, δημιουργεί νέες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία. Κατ´αρχάς η βασικότερη αφορά στη διεθνή της διάσταση. Η διεθνής διάσκεψη για το κλίμα που ακολούθησε κατέδειξε την απροθυμία άλλων μεγάλων οικονομιών να ακολουθήσουν με τους ίδιους ρυθμούς τη μετάβαση, κάτι που θα επιτείνει τα θέματα της ανταγωνιστικότητας και τις πιέσεις προς την ευρωπαϊκή οικονομία να επιβραδύνει τη διαδικασία.
Εντούτοις ανεξάρτητα από την αναγκαία ευθυγράμμιση των μεγάλων οικονομιών πρωτίστως των ΗΠΑ και της Κίνας σε μιά κοινή και συντεταγμένη μετάβαση στο 2050, η ίδια η ευρωπαϊκή στρατηγική παραμένει ασαφής και με σημαντικές ανακολουθίες που εκπορεύονται από σχετικά πρόσφατες επιλογές της και φυσικά από τις ίδιες της προκλήσεις μιας επιταχυνόμενης μετάβασης.
Η πρώτη πρόκληση αφορά τις ίδιες τις υποδομές για την ταχύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας, τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών, την παροχή ψύξης και θέρμανσης στα κτίρια και πληθώρα άλλων τομέων που βρίσκονται στο επίκεντρο της μετάβασης αυτής.
Η προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια για ενοποίηση των αγορών ενέργειας με ισχυρά διευρωπαϊκά δίκτυα και αποκεντρωμένες τοπικές δικτυώσεις έμεινε στα σπάργανα και πρακτικά η ιδέα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αντικαταστάθηκε από την ανάπτυξη περιφερειακών αγορών ανάμεσα σε συνορεύοντα κράτη.
Το ίδιο ισχύει και για τα τοπικά δίκτυα που θα επέτρεπαν πιο τοπικές και αποκεντρωμένες πρωτοβουλίες.
Η δεύτερη διάσταση αφορά τα δίκτυα φυσικού αερίου. Θεωρούμενο, και δικαίως, ως μεταβατικό καύσιμο που θα επέτρεπε μέχρι το 2050 να συνοδεύει την ανάπτυξη των ΑΠΕ, οι επενδύσεις στις υποδομές φυσικού αερίου έλαβαν τεράστιες διαστάσεις εν μέσω της ταυτόχρονης επιθυμίας να διασφαλιστεί η επάρκεια προσφοράς ρωσικού αερίου και η διαφοροποίηση των πηγών με την προσθήκη αερίου από άλλες χώρες και φυσικά των υποδομών LNG, στο πλαίσιο της στρατηγικής της διαφοροποίησης των πηγών φυσικού αερίου.
Μόνο που η επιτάχυνση των στόχων μετάβασης σημαίνει ταυτόχρονα ότι μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων που σχεδιάστηκαν κι υλοποιούνται θα μείνουν εκ των πραγμάτων στη μέση, καθώς αλλάζουν ριζικά τα οικονομικά δεδομένα και οι αποτιμήσεις των αποσβέσεων τους.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εφόσον το φυσικό αέριο αποσυρθεί γρηγορότερα, με βάση τους νέους σχεδιασμούς, μεγάλο μέρος των τρεχουσών επενδύσεων καθίσταται προβληματικό.
Συνεπώς η μετάβαση δοκιμάζεται πάνω στις ανύπαρκτες επενδύσεις δικτύων που θα επιτρέψουν τη γρηγορότερη ανάπτυξη των ΑΠΕ ενώ ταυτόχρονα αμφισβητείται η βιωσιμότητα των αγωγών φυσικού αερίου.
Η τρίτη διάσταση αφορά στο ίδιο το μοντέλο της ανάπτυξης των ΑΠΕ της μετάβασης. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ιδέα μιας μετάβασης που θα επικεντρώνεται πρωτίστως σε ιδιωτικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας ή υπό ορισμένες συνθήκες μιας απόλυτης έμφασης στις δυνάμεις της αγοράς και σε μία προσέγγιση που θα δίνει έμφαση στην αυτοπαραγωγή των καταναλωτών, στην συνεταιριστική τοπική αποκεντρωμένη δραστηριότητα σε όλο το φάσμα της παραγωγής, της αποθήκευσης και της διαχείρισης δικτύων.
Κάθε μοντέλο προεγγράφει διαφορετικές δομές αγοράς, διαφορετικό ρυθμιστικό πλαίσιο, και φυσικά διαφορετική κατανομή δημόσιων πόρων. Ο συνδυασμός των δυο μοντέλων προφανώς θα αποτελέσει το επίμαχο θέμα και οι αποφάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι απόλυτα κρίσιμες.
Η τελευταία και ίσως πιο σημαντική πρόκληση αφορά στην ενεργειακή φτώχεια. Μετά το εισόδημα και την εκπαίδευση η κλιματική μετάβαση κινδυνεύει να μετατραπεί σε βασικό μηχανισμό κοινωνικού αποκλεισμού. Για παράδειγμα η απόκτηση μέσων παραγωγής ενέργειας από το νοικοκυριό, φωτοβολταϊκά ή άλλα, ή η απόκτηση ενός ηλεκτρικού αυτοκίνητου, προϋποθέτει ή απαιτεί την ύπαρξη σημαντικού αρχικού κεφαλαίου. Μπορεί το κόστος συντήρησης να είναι μικρό, η αρχική επένδυση είναι όμως μεγάλη. Το ιδιαίτερο αυτό τεχνολογικό δεδομένο, καθιστά απόλυτα συμβατή μιά μετάβαση που θα ξεκινάει από τα πιο ευκατάστατοι στρώματα, θα διαχέεται σταδιακά στα μεσαία, αφήνοντας εκτός τα φτωχότερα.
Η φορολόγηση συνεπώς των καυσίμων που φαντάζει απόλυτα λογικό προκειμένου να μειωθεί η χρήση τους και να επιταχυνθεί η μετάβαση μπορεί να οδηγήσει τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας σε πλήρη αποκλεισμό; Καθώς θα αδυνατούν να συμμετέχουν στην πράσινη μετάβαση για εισοδηματικούς λόγους και ταυτόχρονα θα συμπιέζονται για τη χρήση των παραδοσιακών καυσίμων.
Εάν τα δεδομένα από τη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι σωστά, που είναι σωστά, τότε είναι γεγονός ότι τα οφέλη από την οικονομική πρόοδο στις δυτικές κοινωνίες κατανέμονται δυσανάλογα υπέρ του 1-2% του πληθυσμού, με μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων να μένει στάσιμο, και τα φτωχότερα να συμπιέζονται.
Αυτό αποτελεί θεμελιακή μέριμνα για τη στρατηγική της μετάβασης. Διότι πέρα από τις περιοχές και τις περιφέρειες που θα πρέπει να ενισχυθούν στο όνομα της δίκαιης μετάβασης, οι κοινωνικές ανισότητες είναι το κεντρικό θέμα που καλείται η στρατηγική της μετάβασης να αντιμετωπίσει. Η δημιουργία ίσων συνθηκών πρόσβασης στην μετάβαση αποτελεί το κεντρικό θέμα. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού οφείλουν να αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής της μετάβασης. Τα φαινόμενα εξέγερσης στη Γαλλία έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το θέμα ήδη ενέχει υπαρκτές αντιθέσεις. Εάν δεν υπάρξουν μέριμνες η ενέργεια κι η μετάβαση να περιλαμβάνει το σύνολο του πληθυσμού να είναι δηλαδή απόλυτα συμμετοχική , τότε θα επιτείνει τις υπαρκτές ανισότητες.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις καλούμαστε να βρούμε τα πιο κατάλληλα εργαλεία και μέσα πολιτικής να κάνουμε τις επιλογές σε υποδομές, μοντέλα ανάπτυξης και να διατηρήσουμε την πιο βασική μέριμνα μιας δίκαιης και συμμετοχικής μετάβασης.