Την προηγούμενη Παρασκευή, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να δώσει το λόγο στον λαό. Να προτείνει δημοψήφισμα για εκείνα για τα οποία οι πολίτες δεν ρωτήθηκαν ποτέ, επί 5 χρόνια. Και για εκείνα που οι δανειστές ζητούν να συμφωνηθούν στο όνομα της κοινωνίας, δεσμεύοντας 5 γενιές και χρεώνοντας γεννημένα και αγέννητα μωρά με ένα χρέος που δεν είναι δικό τους. Η Βουλή, με μεγάλη πλειοψηφία, ενέκρινε την πρόταση δημοψηφίσματος. Και έτσι, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, ο λόγος δίνεται απ’ ευθείας στο λαό, να αποφασίσει για τη μοίρα του.
Είναι μία απόφαση ιστορική. Και μία διαδικασία υπαρξιακή.
Επί 40 χρόνια, το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, που προβλέπει την προκήρυξη δημοψηφίσματος, έμεινε ανενεργό, γιατί κανένας Πρωθυπουργός, καμία Κυβέρνηση και καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θέλησαν να εμπιστευτούν το λαό, τους πολίτες, να αποφασίσουν για εκείνα που τους αφορούσαν. Ανέλαβαν να διακυβερνούν, να διαχειρίζονται τις μοίρες και τις ζωές, καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη, κατασπάραξαν το παρόν και το μέλλον, πρόδωσαν ελπίδες και προσδοκίες, κατέστρεψαν, αποδιοργάνωσαν και οδήγησαν σε οικονομικά αδιέξοδα τη χώρα, πολλοί με το αζημίωτο.
Σήμερα, για πρώτη φορά, μία Κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά, με ξεκάθαρη εντολή και δέσμευση να οδηγήσει την χώρα και την κοινωνία έξω από τη μνημονιακή δεσποτεία και να απαλλάξει τους πολίτες από τον ζυγό ενός χρέους παράνομου, αθέμιτου, απεχθούς και μη βιώσιμου, επιλέγει να εμπιστευτεί την κρίση και την επιλογή του λαού. Του επιστρέφει την εξουσία, που πηγάζει από αυτόν, υπάρχει υπέρ αυτού και ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμά μας.
Μία μεγαλειώδης επιλογή.
Που εκθέτει όσους δεν την έκαναν.
Και φοβίζει όσους ωφελήθηκαν από τη μακροχρόνια αντιποίηση της λαϊκής βούλησης, μέσω ερμηνειών που αντικατόπτριζαν τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους συμφέροντα και το δικό τους κέρδος.
Όλοι αυτοί φοβούνται. Φοβούνται ότι η λαϊκή ετυμηγορία θα τους απογυμνώσει. Φοβούνται ότι θα χάσουν τα κεκτημένα τους. Αλλά και ότι θα χάσουν το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη επιλογή, δεν υπάρχει άλλος δρόμος» και δεν θα μπορούν πια με την επίκληση του μονοδρόμου να επιτυγχάνουν την κοινωνική υποταγή ή ανοχή σε αντικοινωνικές, αντιδημοκρατικές και ιδιοτελείς πολιτικές.
Και επειδή φοβούνται, προσπαθούν να εκφοβίσουν τον λαό. Να ανατρέψουν την γνήσια διαδικασία έκφρασής του. Να επινοήσουν προσχήματα και να επιστρατεύσουν τεχνάσματα για να ματαιώσουν την ώρα της αλήθειας.
Δίνουν και παίρνουν οι ερπύστριες της μιντιακής προπαγάνδας. Δίνουν και παίρνουν τα φερέφωνα του μνημονιακού, τραπεζικού, χρηματοοικονομικού κατεστημένου. Δίνουν και παίρνουν οι εντεταλμένοι κονδυλοφόροι του παλαιοπολιτικού και φαύλου συστήματος εξουσίας και τα μίσθαρνα όργανα της διαπλοκής.
Ο φόβος έχει αλλάξει στρατόπεδο.
Και οι πολίτες αυτής της χώρας, αυτοί που δακρύζουν και συγκινούνται και εμψυχώνονται στη σκέψη των θυσιών των προγόνων, που αντιστάθηκαν απέναντι στον ολοκληρωτισμό, την απολυταρχία, τη δικτατορία, συνειδητοποιούν ότι αποτελεί ιστορικό, κοινωνικό, δημοκρατικό και πατριωτικό καθήκον να μη φοβηθούν: να ανοίξουν με την ψήφο τους το δρόμο για την ελπίδα και για μια αξιοβίωτη ζωή. Ένα δρόμο που θα είναι δύσκολος, αλλά θα δικαιώσει τους δημοκρατικούς αγώνες όλων εκείνων που έδωσαν τη ζωή και την ελευθερία τους για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι. Και θα απελευθερώσει λαούς και κοινωνίες πανευρωπαϊκά.
Ο δρόμος για το δημοψήφισμα έχει ανοίξει διάπλατα. Είναι δρόμος δημοκρατικής ανατροπής και αγωνιστικής διεκδίκησης. Θα τον περπατήσουμε με σημαίες και ταμπούρλα, με συνείδηση της ιστορικότητας της στιγμής και της ευθύνης, με πείσμα, με αισιοδοξία, κουβαλώντας στην ψυχή όσους έφυγαν και δεν πρόλαβαν να βαδίσουν μαζί μας.
Και στην πορεία αυτή, την ώρα που οι σειρήνες του «ναι στην υποταγή, ναι στην συνθλιβή, ναι στην υποδούλωση, ναι στην εκμετάλλευση, ναι στην καταδίκη των νέων και των επόμενων γενεών» θα σβήνουν, στα αυτιά μας θα αντηχεί το σύνθημα που φωνάξαμε τόσες φορές μαζί:
«Εμπρός, λαέ, μην τους φοβηθείς, ήρθε η ώρα της ανατροπής».
Και θα είναι 5 Ιουλίου 2015.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Επίκαιρα»