Την πολιτική σημασία της Επανάστασης του 1821 αναδεικνύει με άρθρο του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, υπογραμμίζοντας πώς οι «ραγιάδες» έγιναν αγωνιστές.
Αναλυτικά το άρθρο του Α. Τσίπρα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για την επέτειο της 25ης Μαρτίου έχει ως εξής:
Πέρασαν ακριβώς δύο αιώνες από την Επανάσταση που μας οδήγησε στην εθνική και πολιτική μας ανεξαρτησία. Κι αν οι επέτειοι έχουν μια κάποια αξία, είναι κυρίως γιατί μας δίνουν την ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω στα γεγονότα. Να διερευνήσουμε το βάθος της συλλογικής μας συνείδησης πάνω σε αυτά. Και κυρίως, να ανιχνεύσουμε στο σήμερα τη συλλογική μας ταυτότητα. Ως λαού και ως έθνους. Να συνειδητοποιήσουμε τι διαχρονικά πρεσβεύουμε, τι εκπροσωπούμε στη διεθνή κοινότητα. Τι γέννησε τη Μεγάλη Επανάσταση και τι το νέο Ελληνικό κράτος συμβόλισε στην εποχή του, για τις ιδέες της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης. Και για την υπόθεση της Προόδου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αν αυτή είναι η αξία της επετείου, νομίζω είναι πιο σημαντικό να την αναδείξουμε, από το να μνημονεύουμε απλά τους ήρωες, να εξαίρουμε τα κατορθώματά τους και να εκφωνούμε πανηγυρικούς. Και αυτό θα επιχειρήσω, σχολιάζοντας μερικές από τις πτυχές του μεγάλου εκείνου Αγώνα, που αξίζουν και σήμερα την προσοχή μας και που ενδιαφέρουν ή θα έπρεπε να ενδιαφέρουν τη σύγχρονη Δημοκρατία και τις πολιτικές δυνάμεις που πιστά την υπηρετούν.
Η πολιτική σημασία των ιδεών και της διανόησης
Γνωρίζουμε πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Οπως και η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στον χώρο των ιδεών. Ανάμεσα στο 1770 και το 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο Παρίσι έφτασαν ώς τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού.
Ο Ορθός Λόγος έλαβε κεντρική θέση στο προσκήνιο των νέων ιδεών εκφράζοντας την πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του, πως μπορεί και οφείλει να ξεφύγει από την ανωριμότητα για την οποία ο ίδιος ευθυνόταν, για να θυμηθούμε τη γνωστή φράση του Καντ, ενός σπουδαίου Γερμανού φιλοσόφου. Με τον Ορθό Λόγο άνοιξαν οι δίοδοι απ’ όπου πέρασαν πραγματικά ρηξικέλευθες και επαναστατικές αξίες όπως η ελευθερία και η ισότητα.
Τα ελληνικά καράβια, που είχαν κυριαρχήσει στη Μεσόγειο, μετέφεραν και τις νέες, ριζοσπαστικές ιδέες. Τα σχολεία της επιστήμης και των γραμμάτων, που ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο, χρηματοδοτημένα από αυτούς τους φωτισμένους εμπόρους, μαζί με τις επιστημονικές γνώσεις, μετέδιδαν και ιδέες και έννοιες όπως αυτές του πολίτη και της δημοκρατίας.
Ετσι, για παράδειγμα, φαντάστηκε τη νέα ελληνική πολιτεία ο φλογερός επαναστάτης Ρήγας Φεραίος. Μια πολιτεία όπου όλοι και όλες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, ανεξάρτητα από την καταγωγή και το θρήσκευμά τους, θα ζούσαν ελεύθερα και θα συμμετείχαν ισότιμα στη διακυβέρνησή της. Παρά τις αντιδράσεις όσων υμνούσαν την κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου και κήρυτταν την πολιτική υπακοή ως θέλημα Θεού, οι ιδέες αυτές εξαπλώθηκαν και ενέπνευσαν πολλούς απ’ όσους οργάνωσαν την Επανάσταση και στρατεύτηκαν στον Αγώνα.
Να λοιπόν το πρώτο που αξίζει να θυμόμαστε και σήμερα από το 1821: Για ν’ απελευθερωθούν οι άνθρωποι απ’ τα πολιτικά δεσμά, πρέπει ν’ απελευθερωθούν πρώτα απ’ τα πνευματικά τους δεσμά. Και μπορεί η ελευθερία, η ισότητα και η δημοκρατία να πρωτοδιατυπώθηκαν τότε ως υπέρτατες αξίες, μα είχαν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν. Διότι, γνωρίζουμε πλέον ότι η ελευθερία είναι κάτι περισσότερο απ’ την αποκαθήλωση του όποιου δυνάστη, η ισότητα κάτι περισσότερο απ’ την ισονομία και η δημοκρατία είναι οπωσδήποτε κάτι περισσότερο από την κατά διαστήματα εκλογή των ηγετών. Αυτό είναι το πρώτο που αξίζει να κρατήσουμε.
Από τον «ραγιά» στον Αγωνιστή
Το δεύτερο που αξίζει να θυμόμαστε έχει να κάνει με το κοινωνικό αποτέλεσμα της εξάπλωσης των επαναστατικών ιδεών: με την κινητοποίηση και τη δράση των πολλών. Η Ελληνική Επανάσταση άνοιξε διάπλατα την πόρτα για την είσοδο των μαζών, του ίδιου του λαού στην Ιστορία. Μπορεί να άρχισε με τη Φιλική Εταιρεία, μια κλειστή, μυστική οργάνωση ορισμένων μικρών εμπόρων που ριζοσπαστικοποιήθηκαν με την οικονομική κρίση των ετών που είχαν προηγηθεί, μα το κήρυγμά της γρήγορα εξαπλώθηκε τόσο προς τα πάνω (σε ορισμένους Φαναριώτες, κάμποσους προύχοντες, ακόμη και κληρικούς) όσο, και κυρίως, προς τα κάτω. Κινητοποίησε πολιτικά τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, τους «ραγιάδες» αγρότες που ήταν μέχρι τότε μαθημένοι να σκύβουν το κεφάλι, τους ορεσίβιους κτηνοτρόφους που ζούσαν στο περιθώριο του αγροτικού κόσμου, τους αρματολούς που μίσθωναν στον ξένο δυνάστη την πολεμική τους δεινότητα, όλους εκείνους που επί αιώνες ήταν κοινωνικά εξαρτημένοι και πολιτικά αδύναμοι, αποκλεισμένοι από τις αποφάσεις που επηρέαζαν τη ζωή τους.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν πράγματι μεγάλος στρατηγός. Μα δεν θα μπορούσε να νικήσει την τρομερή στρατιά του Δράμαλη δίχως τους χιλιάδες χωρικούς που τον ακολούθησαν, που έλιωναν τις αξίνες τους για να φτιάχνουν βόλια, που έκαιγαν τα σπαρτά τους για να μη βρίσκουν οι εχθροί εφόδια, που τόλμησαν να σηκώσουν το κεφάλι γνωρίζοντας πως ο θάνατος καραδοκούσε. Ο ηγέτης, ο όποιος ηγέτης, έχει τον ρόλο του, και είναι σημαντικό να τον επιτελεί σωστά, μα υπάρχει ως ηγέτης μονάχα εφόσον τον συντρέξουν οι πολλοί, μόνο αν στρατευτούν όλοι μαζί σε έναν συλλογικό στόχο που υπερβαίνει τα άμεσα, τα στενά, ατομικά τους συμφέροντα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η άλλη εποποιία του ελληνικού λαού, η Εθνική Αντίσταση στη διάρκεια της Κατοχής, αναζήτησε έμπνευση στο Εικοσιένα.
Το ΕΑΜ, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, έγινε τεράστιο ποτάμι όχι διότι είχε μεγάλους ηγέτες, αλλά διότι έπεισε τους πολλούς πως αξίζει να στρατευτούν για την ελευθερία και την ισότητα, να πάψουν να είναι υπόδουλοι και να γίνουν αντάρτες, όπως οι μακρινοί τους πρόγονοι είχαν γίνει από «ραγιάδες» Αγωνιστές. Αυτό αξίζει να το θυμόμαστε: η χειραφέτηση των πολλών, όσων υφίστανται κάθε μορφής εκμετάλλευση, δεν γίνεται εκ των άνω. Είναι ο αγώνας των ίδιων των ανθρώπων που εξανθρωπίζει. Ισως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Εικοσιένα είναι ότι μετέτρεψε μεμιάς τους «ραγιάδες» σε Αγωνιστές.
Η σημασία της διεθνούς κοινής γνώμης
Υπάρχει ένα τρίτο στοιχείο που ξέρουμε πως υπήρξε καθοριστικό για την έκβαση του Αγώνα. Το Εικοσιένα επιδίωξε και πέτυχε ευθύς εξαρχής τη διεθνοποίησή του. Οι επαναστάτες γρήγορα συνειδητοποίησαν πως, αν έμεναν μόνοι, δεν θα είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Είναι αλήθεια πως το τότε διεθνές πλαίσιο αποδείχτηκε τελικά ευνοϊκό για την ελληνική υπόθεση με έναν παράδοξα αντιφατικό τρόπο.
Την ίδια ώρα που η διαβόητη Ιερά Συμμαχία κατέπνιγε κάθε επαναστατική εστία στην Ευρώπη, οι απανταχού επαναστάτες, όσοι δηλαδή εμπνέονταν από τη Γαλλική Επανάσταση και πυροδότησαν εξεγέρσεις στην Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο, αυτές που καταπνίγηκαν στο αίμα γύρω στα 1820, είδαν στην Ελληνική Επανάσταση μια νέα ελπίδα να παραμείνουν επίκαιρες οι αξίες της ελευθερίας και της ισονομίας.
Εκατοντάδες από αυτούς ήρθαν στην Πελοπόννησο και εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις, πολέμησαν γενναία και πολλοί έπεσαν στα πεδία των μαχών. Ανθρωποι σαν τον Σαντόρε ντι Σανταρόζα και σαν τον Λόρδο Βύρωνα. Χιλιάδες άλλοι συγκροτούσαν φιλελληνικές επιτροπές σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, συγκέντρωναν χρήματα και εφόδια, ασκούσαν πιέσεις στις κυβερνήσεις τους ώστε αυτές ν’ αλλάξουν ρότα και να υποστηρίξουν την ελληνική υπόθεση.
Σε όλη την Ευρώπη αναπτύχθηκε ένα δυναμικό φιλελληνικό κίνημα που κέρδισε αρχικά τους διανοούμενους, ύστερα την κοινή γνώμη, ωσότου γύρω στα 1825 ανέτρεψε τις αρχικά αρνητικές διαθέσεις των πολιτικών ελίτ των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν το έκανε μονάχα διότι οι Ελληνες ήταν οι απόγονοι των ένδοξων και καλλιεργημένων Αρχαίων, τους οποίους ο Ανθρωπισμός και ο Διαφωτισμός είχαν ανακαλύψει ξανά και θαύμαζαν τόσο.
Ηταν κυρίως το γεγονός πως η Ελληνική Επανάσταση ήταν μία από τις πρώτες επαναστάσεις που συνδύαζαν την εθνική με την πολιτική απελευθέρωση. Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, οι ρομαντικοί επαναστάτες είδαν στην ελληνική υπόθεση έναν δίκαιο στόχο, έναν στόχο που αφορούσε όλους τους λαούς, όχι μονάχα τον ελληνικό.
Μας υπενθυμίζει κάτι και αυτό. Πως δεν ζούμε μόνοι μας στον κόσμο. Πως κανένας σημαντικός εθνικός στόχος και καμιά εθνική υπόθεση δεν μπορούν να κερδηθούν δίχως να κερδηθεί και η διεθνής κοινή γνώμη, δίχως να πειστεί για τον δίκαιο χαρακτήρα τους, δίχως τελικά να οικοδομηθούν κάποιες διεθνείς συμμαχίες. Αυτό έχει νομίζω τη σημασία του σε μια εποχή που τόσο η οικονομία όσο και η γεωπολιτική στην ανατολική Μεσόγειο απαιτούν τη διαρκή έγνοια και τη μέγιστη προσοχή μας.
Το δημοκρατικό έθνος
Οταν όμως μιλάμε για το Εικοσιένα, στο μυαλό μας έρχεται πριν απ’ όλα η λέξη «έθνος». Και σωστά. Οι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν πρωτίστως για την πολιτική αυτοδιάθεση του έθνους. Αλλά στο μυαλό εκείνων των ανθρώπων που αγωνίζονταν και θυσιάζονταν γι’ αυτήν, η ιδέα του έθνους ήταν απολύτως ταυτισμένη με τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες. Γι’ αυτούς ήταν αυτονόητο ότι όταν παύεις ν’ αποδέχεσαι την υποτέλεια του λαού σου, δεν μπορείς κατόπιν να αποδεχθείς την αδικία και την ανισότητα εντός της εθνικής σου κοινότητας. Για τους «ραγιάδες» που έγιναν Αγωνιστές ήταν ξεκάθαρο πως πάλευαν για ένα μέλλον όπου όλοι θα γίνονταν ισότιμα μέλη μιας νέας πολιτικής κοινότητας που θα ονομαζόταν ελληνικό έθνος. Θα γίνονταν δηλαδή πολίτες μιας δημοκρατίας στην οποία θα επικρατούσε η ισότητα και η ελευθερία.
Και πράγματι, κι αυτό είναι ένα επίσης επίκαιρο σήμερα χαρακτηριστικό του Εικοσιένα, η ίδια η Επανάσταση λειτούργησε σαν ένα τεράστιο εργαστήρι εφαρμογής και καθιέρωσης των πλέον ριζοσπαστικών τότε πολιτικών θεσμών που περιστρέφονταν γύρω από τις λέξεις «πολίτες» και «δημοκρατία». Στα τρία συντάγματα του Αγώνα αποτυπώνονται με σαφήνεια οι πιο επαναστατικές ιδέες της εποχής εκείνης. Στο ελληνικό κράτος που θα προέκυπτε δεν θα υπήρχαν δούλοι αλλά ούτε και ευγενείς.
Ολοι αναγνωρίζονταν ως πολίτες που μετείχαν στη διακυβέρνηση δι’ αντιπροσώπων. Η εξουσία είχε πλέον ως πηγή και θεμέλιό της την έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας». Προκειμένου δε να αποφευχθεί η υπερσυγκέντρωση της πολιτικής ισχύος και η κατάχρηση της εξουσίας, η τελευταία έπαυε να είναι συμπαγής και διαχωριζόταν σε «Βουλευτικό», «Εκτελεστικό» και «Δικαστικό». Και ασφαλώς όλοι ήταν ίσοι ενώπιον του νόμου ανεξάρτητα από καταγωγή, θέση, αξίωμα ή πλούτο.
Βέβαια, όλα αυτά τα πολύ επαναστατικά για την εποχή εκείνη πολιτικά επιτεύγματα, σήμερα γνωρίζουμε πως παραμερίστηκαν όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν την απόλυτη Μοναρχία ως πολίτευμα του νέου κράτους. Η πολιτική παρακαταθήκη, όμως, της Επανάστασης δεν έσβησε. Λειτούργησε, και λειτουργεί μέχρι σήμερα, ως θεσμικό καταπίστευμα, ως ένα ιστορικό προηγούμενο που καθόρισε αποφασιστικά την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα.
Οι δημοκρατικές ιδέες συνέχισαν να ξεπροβάλλουν, άλλοτε μαχητικά, άλλοτε πιο διστακτικά, στα χρόνια που ακολούθησαν. Το αποδεικνύουν οι πολιτικές εξεγέρσεις όπως αυτή του 1843 για την καθιέρωση του Συντάγματος ή εκείνη του 1862 που οδήγησε στην έξωση του Οθωνα. Το μαρτυρά με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο η εξαιρετικά πρωτοπόρα για την εποχή, σε σχέση με το διεθνές πλαίσιο, de facto καθιέρωση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος (για τους άνδρες) στη χώρα μας ήδη από το 1844, κάτι που θα κατοχυρωθεί και συνταγματικά δύο δεκαετίες αργότερα. Το υπενθυμίζουν και ορισμένες άλλες θεσμικές αποτυπώσεις, όπως η καθιέρωση της Αρχής της Δεδηλωμένης το 1875, καθώς και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις όπως η διανομή των εθνικών γαιών σε ακτήμονες το 1871.
Στον 20ό αιώνα, από την άλλη πλευρά, αυτές οι δημοκρατικές κατακτήσεις δεν υπήρξαν δυστυχώς δεδομένες και τα ιστορικά «πισωγυρίσματα» ήταν συχνά: πραξικοπήματα, εθνικοί διχασμοί, δικτατορίες, δημοκρατικές εκτροπές. Ετσι, χρειάστηκαν νέοι αγώνες για την προάσπιση της δημοκρατίας, οι οποίοι συχνά, αν όχι πάντα, εμπνεύστηκαν από την παράδοση του Εικοσιένα. Οι αγώνες των αγροτικών και εργατικών στρωμάτων για πραγματική ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, η μεγαλειώδης Αντίσταση του λαού μας στα χρόνια της Κατοχής, οι φοιτητές που αψήφησαν τα τανκς τον Νοέμβρη του ’73, οι μικροί και μεγάλοι αγώνες του λαού μας και ιδιαίτερα της νεολαίας από τη μεταπολίτευση και μετά, ιδιαίτερα οι αγώνες για δημοκρατικά δικαιώματα αλλά και αυτοί ενάντια στη σκληρή λιτότητα την εποχή της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Ολοι αυτοί οι αγώνες, δικαιωμένοι και ανεκπλήρωτοι, μας θυμίζουν πως η πολιτική παρακαταθήκη του Εικοσιένα αναδύεται ξανά και ξανά. Κι εκεί που συχνά όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, ο λαός βγαίνει και πάλι στο προσκήνιο παίρνοντας την Ιστορία στα χέρια του. Πολλά είναι αυτά που έχουν επιτευχθεί στα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από το Εικοσιένα.
Αλλά υπάρχουν και προτάγματα που δεν έχουν ολοκληρωθεί. Αυτή τη δημοκρατική παρακαταθήκη, που πότισε τους πολιτικούς μας θεσμούς, την ιστορική μας συνείδηση και τη συλλογική μας μνήμη, αξίζει πρώτα από όλα να την αναγνωρίσουμε, ως βασικό στοιχείο της συλλογικής μας ταυτότητας στους αιώνες. Αξίζει να την καταλάβουμε, για να ερμηνεύσουμε όχι την Ιστορία αλλά το σήμερα και το αύριο. Κυρίως όμως, οφείλουμε να την ολοκληρώσουμε.