Τι κάνει έναν επιτυχημένο εμπορικά ρόκερ την ίδια νύχτα που χαιρετά τους οπαδούς του πάνω στη σκηνή και ποζάρει για σέλφι μαζί τους – ύστερα από μια ακόμη χορταστική συναυλία των Soundgarden – να δένει μια λωρίδα στο λαιμό του το βράδυ στο ξενοδοχείο και να αυτοκτονεί; Τι, αλήθεια, σπρώχνει έναν άνθρωπο που σταμάτησε το αλκοόλ και τις ουσίες μιάμιση δεκαετία τώρα, να χτυπάει ταβάνι στην κατάθλιψη και να καταλήγει έτσι, ενώ κερδίζει grammy, γράφει μουσική για μπλόκμπάστερ ταινίες και πληροί ασφυκτικά τις αρένες των συναυλιών; Για τον Chris Cornell, τον 52χρονο μουσικό που ξεκίνησε απ’ το Σιάτλ το 1986 με τους Soundgarden και ηγήθηκε του περίφημου μουσικού κινήματος του grunge τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως, ίσως, θα ονειρευόταν κάθε επίδοξος ροκ σταρ: από την τοπική σκηνή της πολιτείας, στην εθνική των ΗΠΑ και ύστερα του κόσμου ολόκληρου.
Ήταν οι πρώτες κυκλοφορίες του γκρουπ στην ιστορική πλέον ετικέτα της Sub Pop και ήταν αυτές που έπεισαν τον Cobain να υπογράψει εκεί και να εκτοξευτεί στην αιωνιότητα. Διαφορετικά απ’ τους δημιουργούς του “Nevermind” που επηρεάζονταν από το garage – punk και τους Beatles, φανατικοί οπαδοί των Led Zeppelin, των Stooges και των Black Sabbath, ο Cornell και σύντροφοί κυκλοφόρησαν έναν σκληρό δίσκο σε μια άλλη ανεξάρτητη πριν μπαρκάρουν για το mainstream σε διεθνή δισκογραφική. Γρήγορα έκλεισε ο κύκλος της grunge γενιάς και πολύ γρήγορα τα συγκροτήματα που γεννήθηκαν μέσα σε αυτή τράβηξαν τον δρόμο τους. Οι Green River εξαφανίστηκαν, οι Mudhoney εξακολουθούν να υπάρχουν καθώς επιβίωσαν κρατώντας χαμηλό μουσικό προφίλ στις διάφορες ανεξάρτητες ετικέτες ως ένα vintage σχήμα που μετεξελίχθηκε σε καλτ γκρουπ. Ίσως, μόνο, οι Pearl Jam κατόρθωσαν να συνδυάσουν το πνεύμα της εν λόγω ροκ κοινότητας με το ροκ status. Αντίθετα, ο Cornell ξεπέρασε με επιτυχία το στίγμα του ειλικρινή ροκά που ανοίγεται προς την κορυφή των τσαρτς χωρίς να διστάσει να λειάνει τον ήχο του, πούλησε εκατομμύρια δίσκους, περισσότερο ίσως, λόγω της απίστευτης έκτασης της φωνής του – τέσσερις οκτάβες – και λιγότερο ένεκα των συνθέσεών του.
Βέβαια, όλο αυτό το πανηγύρι των σόου μπίζνες τον έστειλε στο αλκοόλ και στις ουσίες. Αυτά τον ταλαιπώρησαν αρκετά, μιας και με την διάλυση των Soundgarden, το ’97, ακολουθούσε σόλο καριέρα με 5 προσωπικούς δίσκους όπου εκεί υποδυόταν τον τυπικό χαρντρόκερ. Τότε είναι που σχημάτισε το σούπερ γκρουπ Audioslave με τον Tom Morello και δυο ακόμη από τους πρώην Rage Against The Machine. Με αυτά τα θετικά δεδομένα και έχοντας απαλλαγεί από τις εξαρτήσεις έστησε και πάλι – το ’10 – τους Soundgarden και πορεύτηκε έτσι καθώς έμοιαζε να αναζητεί την τότε grunge κοινότητα που έζησε και ανδρώθηκε ως μουσικός. Δεν ξέρουμε αν κατόρθωσε να το βιώσει ξανά. Βελτίωσε πάντως τον τραπεζικό του λογαριασμό. Έτσι, εν μέσω μιας ακόμη επιτυχημένης περιοδείας στο όνομα της γλυκιάς νοσταλγίας έβαλε οριστικά τέλος στην ζωή του.
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=14r7y6rM6zA”]