Της Κωνσταντίνας Γεωργαντά *
«Στις πολιτικές κόντρες των ημερών,»έγραφε το 2002 ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «η ποίηση είναι εκ των προτέρων χαμένη. Διότι το να πετάς αντί άλλου επιχειρήματος ένα στίχο στα μούτρα του αντιπάλου σου δεν είναι ‘πολιτικώς ορθόν’ στην εποχή μας. Ποτέ δεν ήταν. Αλλά κάποτε συνηθιζόταν, και τούτο σήμαινε κάτι – σήμαινε κάτι για τη ζωή, όχι για την ποίηση. Η ποίηση έτσι κι αλλιώς δεν άλλαξε, υπήρξε πάντα ό,τι είναι και σήμερα: ‘παλιές ειδήσεις’. Αυτό ακριβώς συνιστά την ουσία της και την αντίστασή της».[1] Όχι η «ποίηση της αντίστασης», όπως θα λέγαμε κάποτε, συνεχίζει ο Λυκιαρδόπουλος, αλλά η αντίσταση της ποίησης, αυτοί οι μικροί σκληροί πυρήνες αντιστάσεως που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου μας, το απροσδόκητο γρασίδι που βλέπουμε κάποτε να ραγίζει το τσιμέντο, ό,τι επιμένει ακόμη μέσα μας να λέει «όχι» και, τελικά, η άρνηση στον επιδιωκόμενο στόχο κάθε στρατοπεδάρχη για τη μη δυνατότητα ποίησης, τη μη δυνατότητα άρνησης του παγκόσμιου στρατοπέδου.[2]
Την ίδια αυτή ανάγκη για τον καθαρό λόγο της ποίησης την βλέπουμε και στον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος Χαμένη Άνοιξη (1976) του Στρατή Τσίρκα, στον Αντρέα, ο οποίος, έχοντας αναγουλιάσει από την «τυποποιημένη πρόζα» των παλιών εφημερίδων και τις ρητορείες των λογάδων, προστρέχει σε στίχους καταποντισμένους από τις τρικυμίες στο βυθό της μνήμης που ξαστερώνουν το νου:
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από έvα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε Θα μπορέσουν˙ μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι…”.
Γιώργος Σεφέρης, «Σαλαμίνα της Κύπρος», Σαλαμίνα, Kύπρoς, Νοέμβρης ’53.
«Ο Σεφέρης! […] Εδώ ήταν γραμμένα όλα! […] Δεν έλεγε κουβέντες της στιγμής ο ποιητής. Μιλούσε η πείρα του απ’ τα πολλά που έζησε, απ’ τους ανθρώπους που γνώρισε κι η βαθιά του αίσθηση της ιστορίας. Ο καιρός δε σταματάει να τρέχει στο λαιμό της κλεψύδρας, μας τόνιζε: ‘Δεν αργεί, δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό’. Να τον έλεγα προφητικό; Ήταν κάτι πιο μεγάλο και πιο προσιτό, ήταν μια υπεύθυνη συνείδηση, κορυφαία. Γι’ αυτό, μ’ όλο που επιτακτικά ειδοποιούσε, την ίδια στιγμή μας εμψύχωνε: «Δε θα μπορέσουν…».[3]
Η ποίηση, θα λέγαμε, μας έρχεται από το μέλλον, μας μιλά για τα τωρινά με υπεύθυνη συνείδηση που σκέφτεται συγχρονικά – το χτες, το σήμερα, το αύριο λογιάζονται σαν ένα. Έτσι συναντώνται ο άνθρωπος ο «μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, / άπληστος σαν το χόρτο» του Σεφέρη από το 1944 («Τελευταίος Σταθμός») με αυτούς που κλέβουν το βιό σου, Χαϊμαλίνα, και κλέβουν και το δικό μου τυρί του Μιχάλη Σταυρακάκη τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα[4],ενώ αυτός ο ίσκιος του ασφένταμου που άλλοτε μοιράζεται στα ίσα μας ψιθυρίζει την έννοια της ‘συν-κοινωνίας’ του πολύ ποιητικού Χρόνη Μίσσιου που γράφει το 1991 («Τα Κεραμίδια στάζουν»):
Όλα τα ωραία πράγματα είναι αγάπη. Η αγάπη είναι δημιουργία, φαντασία, συναίσθημα, ελευθερία. Είναι όλα αυτά που θυσιάσαμε στη ‘λογική’, στην οργάνωση και στην τεχνική… Είχες ποτέ τον καιρό να δεις, όχι με το λογικό αμφιβληστροειδή του ματιού σου, αλλά με τα μάτια της ψυχής σου, μιαν ανθισμένη μυγδαλιά την αυγή, το σούρουπο, στην σιωπή της νύχτας;Να ακούσεις το στεναγμό της γέννας, την εκτίναξη των αρωμάτων;Ψάχνουμε τα μηνύματα στα βιβλία, στις αίθουσες των διαλέξεων.Κοίτα τη σκιά του καμένου δέντρου τώρα που ψήλωσε το φεγγάρι.Στοιχειό, ίσκιος κατακρεουργημένος, κάγκελα σφαγείου, ούτε οι κότες και στις θερμές ώρες της μέρας δεν πάνε από κάτω του και τα πουλιά κάνουν ένα μεγάλο κύκλο… Η αχλαδιά, μισοκαμένη, άνθισε κατακαλόκαιρο. Όχι δεν είναι “αποβολή”, όπως λένε οι γεωπόνοι, αλλα αυτός ο ανυπότακτος έρωτας για ζωή.Η ανάγκη συν-κοινωνίας.
Η αντίσταση της ποίησης, λοιπόν, είναι η αντίταξη της δημιουργίας σε κάθε του έκφανση απέναντι στο τίποτα που προβάλλει ο φασισμός. Όπως σημειώνει ο Περικλής Κοροβέσης, «η δημιουργία είναι η αναζήτηση του πραγματικού εαυτού μας […]Δημιουργία δεν είναι μόνο το καλλιτεχνικό έργο. Είναι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που προσφέρει στην κοινωνία και αποσκοπεί στη συνεκτικότητά της, υφαίνοντας τον ιστό της αλληλεγγύης, και όχι στο κέρδος» την ίδια στιγμή που «το ασήμαντο του ‘Survivor’ ή του ‘Μπρούσκου’ και των άλλων συναφών θεαμάτων διαμορφώνει τη βάση του φασισμού μπλοκάροντας τη σκέψη των ανθρώπων, κάνοντάς τους λάτρεις του ασήμαντου.»[5]
Σάπια.
Σάπια θέματα
μουχλιασμένοι τόμοι ύπουλες βιβλιοθήκες
λέξειςτσανακογλύφτες λέξεις δούλες
στημένες μηχανές
λέξεις κομπίνες
εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες
φασιστικά μαχαιράκια
ξερνάει μαύρα τα αίματα μας
και σεις ζωγραφίζετε νεκρές φύσεις
σε κλιμακτήριες εκδόσεις να κονομάει ο ΕΟΤ.
Κατερίνα Γώγου,‘Ιδιώνυμο’, 1980.
Σε μία κοινωνίακαταναλωτισμού η οποία συνεχώς καθιστά κενή τη σχέση μας με το χρόνο και καταργεί την έννοια του χώρου, όπως σημειώνει ο AndreasHuyssen, ο τρόπος με τον οποίο συνομιλούμε με και μιλάμε για τη μνήμη μας δείχνει το δρόμο για να φανταστούμε το μέλλον και να επανακτήσουμε τα χρονικά και χωρικά μας θεμέλια.[6]Χρειαζόμαστε κάτι που να συγκρατεί κομμάτια πληροφορίας με κάποιο νόημα, μια ριζοσπαστική μνήμη στην εποχή της ακατάσχετης πληροφορίας. Το ποίημα έχει ήδη συντελέσει την απαραίτητη αφαιρετική επεξεργασία για την απόσταξη των μεμονωμένων εκείνων στοιχείων που, καθώς συνδιαλέγονται, δημιουργούν μια αφήγηση και φέρει έτσι μέσα του την επιλογή της συνέχισης της αφήγησης που τελικά μας δημιουργεί.
Πώς γίνεται αυτό; Η ποιητική εικόνα, όπως έγραφε ο Γκαστόν Μπασελάρντ το 1958, είναι γλώσσα στη νεανική της μορφή, η οποία μας προσφέρεται και γίνεται δική μας όταν διαβάσουμε ένα ποίημα. Μολονότι μας έχει δοθεί από κάποιον άλλοv, έχουμε την εντύπωση ότι η εικόνα αυτή θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί από εμάς. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η εικόνα αυτή, ο λόγος του ποιήματος, γίνεται μία νέα οντότητα που υπάρχει μέσα στη δική μας προσωπική γλώσσαεκφράζοντάς μας με το να μας κάνει εμάς τους ίδιους αυτό το οποίο η εικόνα θέλει να εκφράσει. Με λίγα λόγια, η εικόνα γίνεται την ίδια στιγμή έκφρασηκαι έκφραση της οντότητάς μας.[7] Εδώ, η έκφραση είναι δημιουργία καθώς δημιουργεί μια χειροπιαστή οντότητα και εκεί ακριβώς έγκειται η δυναμική της, αυτό που κάνει την ποίηση ζωντανή και ενεργή μνήμη που συντίθεται από την ίδια την κοινωνία και γίνεται κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης από το χθες, το τώρα και το αύριο.
Ο φασισμός, αντιθέτως, όπως έγραψε πολύ εύστοχα ο Φώντας Λάδης στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στη συλλογή Καθημερινός Φασισμός – στο ποίημά του που μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνεύτηκε από την Μαρία Δημητριάδη στα ‘Τραγούδια της Λευτεριάς’ το 1978 – «δεν έρχεται από το μέλλον / καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει» και είναι αυτό το εύκολα αναλώσιμο ‘καινούριο τάχα’ που μας απασχολεί εδώ γιατί μας θέλει αφελείς θεατές της παράστασης που δίνεται. Το Φεβρουάριο του 1993 ο Μάνος Χατζιδάκις, θορυβημένος από την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, των νεοναζιστικών ομάδων και των εθνικιστικών ιδεών κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’90, έγραφε:
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε.
Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.[8]
Σε αυτό το ‘καινούριο τάχα κάτι’ που μας τάζουν, η δημιουργία αντιπαραθέτει συχνά την απλή αλήθεια, εδώ μέσω του Νίκου Εγγονόπουλου από τη συλλογή Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες του 1978:
Αλήθεια – των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος
φυλή
θρησκεία.
Το «τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου» είναι τάχα ένας «μνησιπήμων πόνος» – πόνος που φέρνει την ανάμνηση του πόνου –που διαλέγουμε να ξεχνούμε ίσως γιατί η ανακάλυψη διαφορών μαλακώνει το εφήμερο της παράλογης ζωής μας και, θαμπωμένοι, βρίσκουμε σε αυτό μια κάποια λύσις.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Βύρων Λεοντάρης, «Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν», Εν γη αλμυρά, 1996.
«Ο φόβος του ‘άλλου’. Έτσι πλάθονται οι κοινωνικοί εχθροί, όπως άλλοτε ένα τέρας κατοικούσε έξω από την πόλη (Σφίγγα) ή οι άνθρωποι δημιουργούσαν μύθους και αντάλλαζαν φανταστικές ιστορίες για τέρατα. Ήταν και είναι ακόμη ο φόβος του ‘άλλου’», έγραφε το 2011 ο σκηνοθέτης Θωμάς Κιάος:
Και όμως. Αυτό που φοβάται κανείς, κάνει λες και το γνωρίζει πολύ καλά, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στο άγνωστο. Είναι γιατί, ενώ η εικόνα εκείνου που φοβάται προέρχεται από το άγνωστο, αυτό που τελικά φοβάται προέρχεται από τον ίδιο. Το τέρας είναι ο ίδιος ή μάλλον, καλύτερα, προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο άγνωστο κανείς, που τον τρομάζει, βλέπει ότι θα πρέπει να αναπτύξει αντιστάσεις και αντιδράσεις, που τον τρομάζουν και τον ίδιο ακόμη περισσότερο. Ο φόβος απέναντι σε κάτι άγνωστο ή και τελικά ανύπαρκτο προκαλεί μια αντίδραση ακόμη πιο τρομακτική, πια όμως υπαρκτή. Όταν φοβάσαι ότι θα σε σκοτώσουν, αλλά δεν ξέρεις ποιος και τι, είσαι έτοιμος να σκοτώσεις. Και, ενώ αυτός, που θα σε σκοτώσει, δεν υπάρχει, εσύ είσαι έτοιμος να σκοτώσεις. Και εσύ υπάρχεις. Και τότε είναι που σε πιάνει τρόμος. Και τότε είναι που λειτουργείς σαν να είσαι εσύ το τέρας. Τέρας μάλιστα πραγματικό. Γιατί είσαι έτοιμος να κάνεις αυτό που φοβάσαι ότι θα σου κάνουν. Τυφλωμένο. Γιατί φυλάγεται από φόβο. Όχι από πραγματικότητα.[9]
(Μονόλογος της Ελλάς)
Ξαλάφρωσα από κάθε περιττό,
απ’ τη μεγάλη αγγάρεια να στοχάζομαι,
να μιλάω και να γράφω, να διαλέγω
τους δημίους μου — προσφέρνονται μονάχοι!
Κώστας Βάρναλης, «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», Οργή Λαού, 1975.
Στίχοι, στίχοι, στίχοι, λέξεις ως μαθητείες στην ελευθερία, ανάγκη για γραφή που αγαπά το άγραφο ακόμη, από το «τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον» ως το «ο φασισμός δεν βρίνεται σε τούτονε τον τόπο» για να μπορούν οι αγέννητοι, όπως έγραψε ο ποιητής της Χαϊμαλίνας, να γεννιούνται με το χαμόγελο της ελπίδας.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή
μηδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει
Φώτης Αγγουλές, 1911-1964[10]
Σημειώσεις:
[1]Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «… και η ποίηση ως αντίσταση», Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια: Aσκήσεις λογικής, Αθήνα: Ύψιλον, 2002, σελ. 50.
[2]Λυκιαρδόπουλος, «Άουσβιτς και Παλαιστίνη», Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια, σελ. 51-52.
[3]Στρατής Τσίρκας, Δίσεχτα Χρόνια: Η Χαμένη Άνοιξη, Αθήνα: Κέδρος, 1976, σελ. 127-130.
[4]To Φεστιβάλ «Χαϊμαλίνα» πήρε το όνομα του από το ποίημα «Γράμμα σεμια Αφρικάνα»(1978) του Ανωγειανού ποιητή Μιχάλη Σταυρακάκη ή Νιδιώτη.
[5]Περικλής Κοροβέσης, «Η διαφορά ως ισότητα», Εφημερίδα των Συντακτών (02.06.2017, http://www.efsyn.gr/arthro/i-diafora-os-isotita), «Ο διάχυτος φασισμός», Εφημερίδα των Συντακτών (08.04.2017, http://www.efsyn.gr/arthro/o-diahytos-fasismos).
[6] Andreas Huyssen, Present Pasts: Urban Palimpsests and the Politics of Memory (2003), σελ. 6: ‘memory discourses are absolutely essential to imagine the future and to regain a strong temporal and spatial grounding of life and the imagination in a media and consumer society that increasingly voids temporality and collapses space’.
[7]Gaston Bachelard, “Introduction”, in The Poetics of Space [1958], Beacon Press: Massachusetts, 1994, σσ. xix, xxiii.
[8]Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ιδιαίτερα θορυβημένος από την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, των νεοναζιστικών ομάδων και των εθνικιστικών ιδεών κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’90 – ο ίδιος είχε ζήσει στο πετσί του και τον ναζισμό και την εθνικοφροσύνη και τον φασισμό και τον λαϊκισμό και την ιδεολογική βία. Έτσι τον Φεβρουάριο 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, αφιέρωσε την συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον εναντίον του Νεοναζισμού. Κατέγραψε τις σκέψεις και τις ανησυχίες του στο κείμενο που ακολουθεί και προοριζόταν για το πρόγραμμα της συναυλίας, αλλά σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι συμπολίτες μας δημοσιεύτηκε και στην Ελευθεροτυπία.
[9]Θωμάς Κιάος, «Η πόλη-τέρας και οι φοβισμένοι άνθρωποι», Κοντέινερ, 2011, σελ. 20-21.
[10]Ο Φώτης Αγγουλές ήταν λαϊκός ποιητής με πηγαίο ταλέντο. Αγωνίστηκε στην αντίσταση και το πλήρωσε με φυλακές, μάλιστα είχε την τύχη να γνωρίσει και τα σύρματα των αγγλικών στρατοπέδων στη Μέση Ανατολή. Αποφυλακίστηκε με την υγεία κλονισμένη. Πέθανε στο πλοίο της γραμμής Πειραιάς-Χίος έχοντας στην τσέπη του είκοσι δραχμές.
* το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάστηκε ως ομιλία στα πλαίσια του φεστιβάλ “Χαϊμαλίνα” στα Ανώγεια