Της Λίλας Σταμπούλογλου
Τα τελευταία χρόνια, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν προλαβαίνει να μετρά τα ποσοστά ανεργίας. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το τέλος του περασμένου χρόνου μας βρήκε με σχεδόν 1 εκατομμύριο άνεργους, με το ποσοστό (επίσημης) ανεργίας να έχει αγγίξει πια το 20% και να ανταγωνίζεται σε μεγέθη την, τριπλάσια σε πληθυσμό από την Ελλάδα, Ισπανία! Ένας στους δύο νέους 15-24 ετών δεν έχει δουλειά, ενώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και για τους ανθρώπους 25-34 που, βρισκόμενοι προ των πυλών της δημιουργίας οικογένειας, έχουν άμεση ανάγκη την επαγγελματική αποκατάσταση. Στην ουσία, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ενεργός πληθυσμός απασχολούμενων πλησιάζει σε μέγεθος τον μη ενεργό οικονομικά πληθυσμό, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο ένας στους δύο πολίτες έχει πλέον μια θέση στον επαγγελματικό στίβο.
Για να αντιμετωπίσουν αυτήν την τραγική κατάσταση, χιλιάδες Έλληνες σήμερα έχουν εγκαταλείψει ή σκέφτονται να εγκαταλείψουν τη χώρα. Φυσικά έτσι, πέρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα χάνει ανθρώπινο δυναμικό παραγωγικής ηλικίας, χάνει και πολλά απ’ τα καλύτερα μυαλά της. Ανθρώπους ικανούς, δημιουργικούς και με όρεξη για δουλειά, που σε βάθος χρόνου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά στην ανάπτυξη της χώρας.
Έξοδος όχι, διέξοδος ναι
Είναι πράγματι δύσκολοι καιροί για τους Έλληνες. Αλλά είναι και ιδανικοί καιροί για σκέψη και έξυπνες αποφάσεις! Ο Έλληνας μπορεί να παραμείνει στη χώρα του και να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Αρκεί να καταλάβει ποιον δρόμο συμφέρει ν’ ακολουθήσει για να το πετύχει.
Προφανώς, ένας απ’ αυτούς είναι ο δρόμος που (επαν)οδηγεί στην καλλιέργεια της γης. Οαγροτικός τομέας είναι ένα πεδίο επαγγελματικής δραστηριοποίησης που καλεί τον σύγχρονο Έλληνα να τον πάρει επιτέλους στα σοβαρά και να επενδύσει πάνω του. Ευτυχώς, όλο και περισσότεροι αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται, έστω κι αν σε αυτή την απόφαση τους σπρώχνει πρώτα η ανάγκη.
Σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από μελέτη της ΠΑΣΕΓΕΣ, το διάστημα 2008-2010 καταγράφηκε στον αγροτικό τομέα αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων στο εντυπωσιακό ποσοστό 6,3%, που σε νούμερα σημαίνει 32.946 νέες θέσεις εργασίας.
Όπως αναφέρουν τοπικοί παράγοντες, η ελληνική ύπαιθρος έχει αρχίσει να ξαναζωντανεύει. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στα χωριά, εγκαταλελειμμένες εκτάσεις δέχονται ξανά σπορά, χωράφια που καλλιεργούνταν από ηλικιωμένους τώρα περνούν σε νεότερα χέρια, ενώ οικογενειακά κτήματα αξιοποιούνται.
Ο Κώστας Παπαδόπουλος, υποδιευθυντής στην Ένωση Συνεταιρισμών Βέροιας, διαπιστώνει ότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια σχηματίζονται ξανά στην περιοχή συνεργεία από Έλληνες, τα οποία αναλαμβάνουν αγροτικές δουλειές που μέχρι τώρα έκαναν μόνο αλλοδαποί…
Αντίστοιχες μαρτυρίες για τη στροφή των Ελλήνων στην αγροτική παραγωγή έχουμε κι από άλλες περιοχές, ενώ ενδεικτική είναι και η αύξηση κατά 30% που καταγράφεται στις πωλήσεις των εταιρειών με πολλαπλασιαστικό υλικό, δηλαδή τα γεωργικά φάρμακα και τα λιπάσματα.
Ο Έλληνας που θέλει να απασχοληθεί με τον αγροτικό τομέα (ή το κάνει ήδη) μπορεί να επιλέξει νέες λύσεις που έχουν προοπτικές για το μέλλον και βέβαια αποφέρουν ένα καλό εισόδημα. Όπως λένε οι ειδικοί, το κλίμα και το έδαφος της Ελλάδας όχι μόνο είναι ευνοϊκό, αλλά -δεδομένης και της περιοχής- επιτρέπει να ευδοκιμήσουν στη χώρα μας πάρα πολλά είδη της παγκόσμιας χλωρίδας. Σχεδόν κάθε περιοχή της Ελλάδος παρουσιάζει ιδιότητες μικροκλίματος, με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπου μπορεί να συναντήσει κανείς μοναδική χλωρίδα και πανίδα. Στον Ταύγετο, στις Σπέτσες, στη Νάξο, στη Χίο… υπάρχουν ποικιλίες με εντελώς «προσωπικά» χαρακτηριστικά και γεύσεις! Κυριολεκτικά, η Ελλάδα είναι ευλογημένη χώρα και η φύση της είναι μοναδική για τα παγκόσμια δεδομένα!
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια παγκόσμια αγροτική υπερδύναμη, ικανή όχι μόνο να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της αλλά και να εξάγει αγροτικά προϊόντα κορυφαίας ποιότητας σε όλη την υφήλιο. Όπως άλλωστε μαρτυρούν ήδη στατιστικές και έρευνες, το ελληνικό εξαγωγικό εμπόριο γνωρίζει άνθηση τα τελευταία χρόνια, παρά την κρίση, ενώ, μεταξύ των προϊόντων που εξάγουμε, σημαντική θέση έχουν αυτά που προέρχονται απ’ τη γη μας, τα οποία θεωρούνται και καλύτερης ποιότητας σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.
Παρακάτω θα δούμε ποιες καλλιέργειες θεωρούνται οι πλέον αποδοτικές στην Ελλάδα του σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία που δίνουν ειδικοί και άνθρωποι που ήδη τις έχουν επιχειρήσει. Είναι οι λεγόμενες «έξυπνες» καλλιέργειες, όπως έχει καθιερωθεί αδόκιμα να τις αποκαλούμε.
Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά
Πρόκειται για μια τεράστια γκάμα φυτών που καλλιεργούνται εδώ και χρόνια στη χώρα μας, αφού το κλίμα και το έδαφος της θεωρούνται ιδανικά για την ευδοκίμησή τους. Παρόλα αυτά, αποτελούν έναν φυσικό πλούτο που παραμένει αναξιοποίητος.
Όπως αναφέρει ο γεωπόνος Γιάννης Γρηγοράτος, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 50.000 στρέμματα με 16 είδη αρωματικών φυτών, τα οποία εξάγονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Το 1997 η παραγωγή έπεσε στα 11.000 στρέμματα και στα 6 είδη φυτών. Η κακοδιαχείριση εκ μέρους των συνεταιρισμών, οι λάθος πρακτικές ορισμένων παραγωγών και φυσικά η μανία των Ελλήνων να αναζητήσουν την τύχη τους στα μεγάλα αστικά κέντρα συντέλεσαν στην πτωτική αυτή τάση.
Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον για τις καλλιέργες αυτές έχει αναζωπυρωθεί, πράγμα θετικό αφού αποτελούν ένα πεδίο δράσης με πολλές προοπτικές. Κι αυτό γιατί τα εν λόγω φυτά δεν χρησιμοποιούνται μόνο στη βιομηχανία τροφίμων, αλλά και στην παραγωγή φαρμάκων, αρωμάτων, αιθέριων ελαίων και καλλυντικών, ενώ επιδοτούνται γενναιόδωρα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Περισσότερα από 200 είδη, εκ των οποίων πολλά είναι και μελισσοτροφικά, ευδοκιμούν στην Ελλάδα. Αυτά όμως που θεωρούνται πιο εμπορικά αξιοποιήσιμα είναι το τσάι του βουνού, το φασκόμηλο, η ρίγανη, ο γλυκάνισος, ο βασιλικός, το μάραθο, το χαμομήλι, η δάφνη, η μέντα, ο δυόσμος, το κύμινο, το μελισσόχορτο και το κόλιανδρο. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και κάποια τοπικά προϊόντα όπως η μαστίχα Χίου, ο κρητικός δίκταμος και ο κρόκος Κοζάνης.
H απόδοση τέτοιου είδους καλλιεργειών μπορεί να φτάσει έως και 800 ευρώ ανά στρέμμα, αναλόγως του είδους και του μεγέθους της καλλιεργούμενης έκτασης. Αρκεί ο παραγωγός ν’ ασχοληθεί σοβαρά και να τηρήσει όλους τους κανόνες που προβλέπει μια ποιοτική παραγωγή. Ο νεοεισερχόμενος είναι καλύτερο να ξεκινήσει με περισσότερα του ενός είδη, άλλα σε ετήσια και άλλα σε πολυετή βάση. Τα πρώτα θα του δώσουν την εμπειρία μέσω του πρώτου κύκλου της καλλιέργειας, ενώ τα δεύτερα θα του αποφέρουν σε βάθος χρόνου τη μέγιστη παραγωγή.
Θα πρέπει να πούμε ότι οι καλλιέργειες αυτού του είδους θεωρούνται σοβαρά προσοδοφόρες όταν επιχειρούνται σε εκτάσεις άνω των 5 στρεμμάτων. Επιπλέον, χρειάζονται εκσυγχρονισμένα μέσα, προσοχή και σταθερότητα εκ μέρους των παραγωγών. H φροντίδα και οι χειρισμοί μετά τη συγκομιδή τους (ξήρανση, κοπή, διαλογή, αποθήκευση κα.) διαμορφώνουν την τελική ποιότητά τους, άρα και τη ζήτηση τους από τις αγορές, εγχώριες και ξένες. Ειδικά οι τελευταίες, κυριολεκτικά διψούν για τέτοιου είδους προϊόντα, αρκεί αυτά να είναι υψηλής ποιότητας.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα των αρωματικών φυτών είναι ότι μπορούν να ευδοκιμήσουν σε δυσπρόσιτες και γενικά άγονες εκτάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι πληθυσμοί ορεινών και νησιώτικων περιοχών μπορούν μέσω αυτών να ενισχύσουν την οικονομία τους.Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Ομβριακή Δομοκού, που βρίσκεται σε υψόμετρο 650 μέτρων.
Εκεί, το «βιολογικό κτήμα Ζαβού» δραστηριοποιείται στην καλλιέργεια αρωματικών φυτών, και μάλιστα βιοδυναμικών (χωρίς χημικά και πρόσθετα), τα οποία εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες στη Γερμανία. Ο κ. Ζαβός αναφέρει ότι ενδιαφέρον για το προϊόν του δείχνουν διάφορες χώρες απ’ όλες τις ηπείρους, πράγμα που διαπιστώνει από τις επισκέψεις στην ιστοσελίδα της εταιρείας του.
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι οι βιολογικές καλλιέργειες τυγχάνουν σήμερα ιδιαίτερης εκτίμησης και μεγάλης ζήτησης παγκοσμίως. Στην περίπτωση των αρωματικών φυτών, οι αποδόσεις υπερδιπλασιάζονται όταν οι καλλιέργειά τους γίνεται με βιολογικά κριτήρια.
Για παράδειγμα, η βιολογική ρίγανη μπορεί να δώσει έσοδα έως και 1.000 ευρώ ανά στρέμμα, σε ετήσια βάση. Η βιολογική αποξηραμένη λεβάντα φθάνει να πωλείται έως και 11,5 ευρώ το κιλό στην εγχώρια αγορά, ενώ η τιμή της στο εξωτερικό είναι σημαντικά υψηλότερη. Μεγαλύτερες απαιτήσεις στην καλλιέργεια και πιο ψηλό κόστος παραγωγής, αλλά και πολλαπλάσια κέρδη, που ξεπερνούν τα 3.500 ευρώ ανά στρέμμα, έχει η μέντα.
Ενεργειακά φυτά. Μια σίγουρη επένδυση
H πράσινη ενέργεια, για την οποία πολλά ακούμε αλλά δυστυχώς λίγα κάνουμε για να την εξασφαλίσουμε, είναι ένα πεδίο δράσης με μέλλον. Το βιοντίζελ είναι πράσινο καύσιμο που συμβάλλει στην καταπολέμηση του φαινόμενου του θερμοκηπίου, εξασφαλίζοντας μειώσεις προστίμων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό το πολύτιμο ενεργειακό καύσιμο παράγεται από ελαιούχους σπόρους, όπως η ελαιοκράμβη και ο ηλίανθος. Με δεδομένη την όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για στροφή σε πράσινες πηγές ενέργειας και την αυξημένη ζήτηση βιοντίζελ παγκοσμίως, η καλλιέργεια τέτοιου είδους φυτών αποτελεί μια πολύ καλή εναλλακτική επιλογή για τον Έλληνα αγρότη. Ο τελευταίος, μάλιστα, θα επωφεληθεί ιδιαιτέρως από τη συστηματική παραγωγή ενεργειακών φυτών και για έναν ακόμη λόγο: H τελευταία κατανομή αγοράς βιοντίζελ του Υπουργείου Ανάπτυξης για τα έτη 2010-11 καλύπτει χαμηλότερο ποσοστό έναντι της Ε.Ε. (2% έναντι 5,75%), αφού η Ελλάδα το εισάγει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί οι Έλληνες αγρότες να στηρίζονται στο εισαγόμενο καύσιμο, ενώ μπορούν να το παράγουν οι ίδιοι κι έτσι όχι μόνο να το έχουν με μικρότερο κόστος, αλλά και να κερδίζουν εξάγοντάς το σε άλλες χώρες;
Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες αγρότες -και οι Έλληνες πολίτες κατ’ επέκταση- θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα τα επόμενα χρόνια, αν δεν λύσουν θέματα όπως το ενεργειακό, ενώ η διαμόρφωση ενιαίας τιμής για πετρέλαια κίνησης, θέρμανσης και για το αγροτικό θα εκτινάξει στα υψη το κόστος παραγωγής των γεωργικών προϊόντων.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ενεργειακά φυτά στην Ελλάδα αποδίδουν περισσότερο βιοντίζελ απ’ ό,τι στις βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες, χάρη στην ηλιοφάνεια και στο θερμότερο κλίμα της χώρας. Επιπλέον, έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να καλλιεργηθούν σε χωράφια που σήμερα είναι σε υποχρεωτική αγρανάπαυση.
Τέλος, το βιοντίζελ παράγει δυο «χρυσά» υποπροοϊόντα. Την πίττα και τη γλυκερίνη. Η πρώτη θεωρείται άριστη ζωοτροφή και αξιοποιείται στην παραγωγή γάλακτος και κρέατος, ενώ η δεύτερη χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, λιπάσματος, κεριών, τούβλων καύσης, αλλά και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Γι’ αυτό η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών θεωρείται μια επένδυση με μικρό ρίσκο και μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
Επενδύστε στα Super foods
H συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνει τροφές που έχουν περισσότερα θρεπτικά στοιχεία από άλλες και η βρώση τους ωφελεί σε μεγαλύτερο βαθμό τον ανθρώπινο οργανισμό, γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηρίστηκαν ως υπερ-τροφές. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη αγορά που τις αναδεικνύει και τις εκμεταλλεύεται εμπορικά, επομένως η καλλιέργειά τους αποτελεί μια σίγουρη επένδυση.
Παρακάτω θα δούμε μερικά παραδείγματα σχετικών καλλιεργειών που συναντάμε στην Ελλάδα. Φυσικά, δεν είναι τα μοναδικά. Επιπλέον, ο κατάλογος με τις υπερ-τροφές είναι μεγάλος. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον Έλληνα αγρότη ν’ ανακαλύψει κι άλλα είδη, στα οποία αξίζει κανείς να επενδύσει.
• Ιπποφαές: Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου χρωστούσαν σ’ αυτό το φυτό την ενέργεια και την αντοχή τους. Όχι τυχαία, όπως ισχυρίζονται σύγχρονες έρευνες που τοποθετούν το ιπποφαές στην πρώτη δεκάδα μεταξύ των πιo ισχυρών θεραπευτικών φυτών στον κόσμο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε βιταμίνες, αντιοξειδωτικές ουσίες και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα.
Μέχρι τώρα, η Κίνα και η Ρωσία πρωτοστατούν στις καλλιέργεια ιπποφαούς. Στην Ελλάδα, βρισκόμαστε ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, με τις πρώτες προσπάθειες να έχουν ξεκινήσει εδώ και 3 περίπου χρόνια σε Κοζάνη, Πέλλα, Κρήτη, Φθιώτιδα, Εύβοια και Ροδόπη.
Όπως λένε οι ειδικοί, μια καλή επένδυση στο ιπποφαές προϋποθέτει ομάδα παραγωγών, ώστε να μοιραστούν οι αρμοδιότητες: καλλιέργεια, πρώτη μεταποίηση των καρπών (παραγωγή χυμού, ελαίων, στερεών υπόλοιπων μεταποίησης και αξιοποίηση φύλλων ως αφεψημάτων), έρευνα και τροφοδότηση αγοράς (εταιρίες φαρμάκων, καλλυντικών, λειτουργικών τοοφίμων, αρτοσκευασμάτων κτλ).
Το ιπποφαές προσαρμόζεται στα πιο αντίξοα κλίματα είναι χαρακτηριστικό ότι αντέχει σε θερμοκρασίες από -42 έως +42 βαθμούς Κελσίου) και σε μεγάλη ποικιλίο εδαφών, ακόμη και σε άγονα, χαλικώδη ή αμμώδη εδάφη, εδάφη με υψηλή αλατότητα ή φτωχά σε θρεπτικές ουσίες και με μικρή δυνατότητα συγκράτησης υδάτων. Ιδανικές περιοχές για την καλλιέργειά του στην Ελλάδα θεωρούνται η Κοζάνη και η δυτική Μακεδονία.
Ο Σοφοκλής Παπουής, γεωπόνος στη Pοδόπη που ασχολείται συστηματικά με την ενημέρωση της καλλιέργειας ιπποφαούς, αναφέρει ότι το αρχικό κόστος ανά στρέμμα είναι περίπου 800 ευρώ τον πρώτο χρόνο και περιορίζεται σημαντικά κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Το κέρδος από την καλλιέργεια, σε περίπτωση που διατίθεται νωπός ο καρπός του ιπποφαούς, είναι περίπου 2.000 ευρώ ανά στρέμμα.
Με 1000 φορές υψηλότερη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C από τα πορτοκάλια, και 190 ακόμη ευεργετικές ουσίες {σίδηρο, χλωρο-φύλλη, λυκοπένιο, ζεαξανθίνη, ασταξανθίνη, β-καροτίνη, σελήνιο, χρώμιο, όλο το complex της βιταμίνης Β και της Ω, 15 υπέραντιοξει-δωτικά, βιταμίνη Ε (200 φορές περισσότερο από το σπορέλαιο), ακόρεστα λιπαρά οξέα, τα ουσιαστικά αμινοξέα και φλαβονοειδή και πολλά άλλα}, το καταπλητικό ιπποφαές, αποδεικνύεται ευεργετικότατο αλλά και επικερδέστατο ως καλλιέργεια. Το ιπποφαές είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη, αλλά είναι γνωστό στη Θιβε-τιανή και την κινέζικη ιατρική. Πήρε το όνομα του από τους στρατιώτες του Μ. Αλεξάνδρου που παρατήρησαν ότι το έτρωγαν τα άρρωστα άλογα και oxt μόνο θεραπεύονταν αλλά το τρίχωμά τους γινόταν υγιέστατο και γυαλιστερό (ίππος + φάος, το άλογο που γυαλίζει!). Έτσι οι στρατιώτες το καθιέρωσαν στη δίαιτα τους και παρατήρησαν τρομερή βελτίωση στα επίπεδα υγείας κίΐι ζωτικότητας τους. Σήμερα, το ελληνικό ιπποφαές μπορεί να γίνει μια άριστη πηγή εισοδήματος για τους σύγχρονους ‘Ελληνες.
Αλόη: Πριν από 17 χρόνια, ο 77χρονος σήμερα Ηλίας Χρονάκης φύτεψε τα πρώτα φυτά αλόε βέρα στην Ελλάδα. Όπως λέει σε συνέντευξή του, γνώρισε αυτό το φυτό στο Καναδά, όπου ζούσε επί 45 χρόνια. Όταν βγήκε στη σύνταξη και επέστρεψε στη γενέτειρα του, την Κρήτη, έφερε μαζί του δυο δενδράκια ύψους 10 πόντων από τα οποία προέκυψαν σταδιακά… 300.000 δένδρα!
Σήμερα ο κ. Χρονάκης έχει πάνω από 130 στρέμματα με καλλιέργειες αλόης, η οποία γενικά θεωρείται ένα φυτό με πολλές ιδιότητες κι εφαρμογές. Καταρχάς, όπως μαρτυρούν οι παραγωγοί του, έχει χαμηλές απαιτήσεις σε νερό, ενώ είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό, αν εξαιρέσει κανείς την ευαισθησία του στην παγωνιά και τους κινδύνους που διατρέχει από τα σαλιγκάρια. Θα ευδοκιμήσει κυρίως στη Νότια Ελλάδα λόγω του θερμότερου κλίματός της.
Το όφελος από την αλόη είναι τεράστιο, καθώς είναι φυτό με φαρμακευτικές και καλλυντικές ιδιότητες οι οποίες είναι γνωστές εδώ και 5.000 χρόνια! Το 1959, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των HΠA επικύρωσε και επίσημα τις σημαντικές ιδιότητες της αλόης, ανοίγοντας το δρόμο στην ευρύτερη χρήση και διάδοσή της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την περιέχουν το 25% των φαρμακευτικών σκευασμάτων, το ίδιο συμβαίνει και με πολλά καλλυντικά προϊόντα. Εκτός από το εμπόριο των φύλλων και του λουλουδιού της, εξαιρετικά επικερδής είναι και η εμπορία του χυμού αλόης, που θεωρείται από τα πιο υγιεινά προϊόντα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για να καταλάβουμε πόσο επικερδής είναι η παραγωγή και εμπορία του συγκεκριμένου φυτού, αρκεί να σημειώσουμε ότι η βιομηχανία υγείας και ευεξίας θεωρεί τα προϊόντα από αλόη ως τα σημαντικότερα για την ανάπτυξή της, κατά τη δεκαετία 2010-2020.
• Σπιρουλίνα: Ένα μικροσκοπικό φύκι, το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλούς επιστήμονες ως τροφή του μέλλοντος, μπορεί να δώσει στους Έλληνες αγρότες έσοδα που ξεπερνούν τα 30.000 ευρώ ανά στρέμμα! Αρκεί οι τελευταίοι να επιχειρήσουν την καλλιέργειά του σε περιοχές όπου υπάρχουν τα κατάλληλα γεωθερμικά πεδία. Μια από αυτές είναι η Νιγρίτα Σερρών. Εκεί, δυο Έλληνες ίδρυσαν το 1997 την πρώτη μονάδα παραγωγής σπιρουλίνας στην Ελλάδα, και τον επόμενο χρόνο αυτή η επένδυσή τους βραβεύτηκε ως η πιο καινοτόμα ιδέα στη χώρα.
Αυτό που κάνει τη σπιρουλίνα ξεχωριστή είναι η τεράστια διατροφική της αξία, ενώ θεωρείται το πιο πλήρες τρόφιμο στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που η NASA τη χρησιμοποιεί ως τροφή για τους αστροναύτες κατά τη διάρκεια παραμονής τους στο διάστημα.
Για την καλλιέργεια και επεξεργασία της απαιτούνται ακριβές εγκαταστάσεις (θερμοκήπια με ειδικές δεξαμενές, μηχανισμοί ανάδευσης του θρεπτικού υλικού, αποξηραντήρες κτλ), πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος επένδυσης είναι αρκετά υψηλό. Ωστόσο, οι απολαβές αποζημιώνουν όσους το επιχειρούν.
• Μύρτιλο (blueberry): Ακόμα ένα είδος που αποτελεί μια ελκυστική αγροτική επένδυση και μπορεί να καλλιεργηθεί σχεδόν σε όλα τα σημεία της χώρας μας, αφού περιλαμβάνει διάφορες ποικιλίες που έχουν μεγάλη προσαρμοστικότητα στο κλίμα.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το μύρτιλο καλλιεργείται σε 16 χώρες, με τις ΗΠΑ να πρωτοστατούν στην παραγωγή του. Πρόκειται για ένα φρούτο που προσέλκυσε το ενδιαφέρον χάρη στις ευεργετικές του ιδιότητες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια μελετούνται πολύ. Γι’ αυτό και τα προϊόντα μεταποίησής του κάνουν θραύση στις διεθνείς αγορές.
Το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος δενδρώδους μύρτιλου υπολογίζεται στα 1.000-2.000 ευρώ. Το ετήσιο κόστος καλλιέργειας, συντήρησης και συγκομιδής των καρπών του είναι περίπου 2.000 ευρώ και οι απολαβές μπορούν να ξεπεράσουν και τα 5.000 ευρώ ανά στρέμμα.
Το θαυματουργό ρόδι
Οι Έλληνες θεωρούσαν ανέκαθεν ότι τα ρόδια φέρνουν καλή τύχη. Μάλλον αυτή η λαϊκή δοξασία δικαιώνεται τώρα, αφού όσοι δραστηριοποιούνται στην καλλιέργεια της ροδιάς αναφέρουν ότι πρόκειται για «κόκκινο χρυσό».
Δυο περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα, η Τούμπα στο Κιλκίς και η Δράμα, έχουν μέχρι στιγμής ομάδες παραγωγών που καλλιεργούν περίπου 10.000 στρέμματα, ενώ τρεις εταιρείες στην ίδια περιοχή δραστηριοποιούνται στην παραγωγή χυμού από ρόδι.
Ο τελευταίος περιέχει πολλές αντιοξειδωτικές ουσίες, γι’ αυτό θεωρείται ρόφημα με υψηλή διατροφική αξία και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιo περιζήτητων προϊόντων παγκοσμίως! Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το 80% της ελληνικής παραγωγής κατευθύνεται στην Ολλανδία και στη Γερμανία, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει και η αγορά της Ρωσίας.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε τέλος ότι η καλλιέργεια ροδιού γίνεται και σε άγονα μειονεκτικά χωράφια, όπως και σε πρώην καπνοχώραφα, γι’ αυτό αποτελεί μια εξαιρετική εναλλακτική λύση για τους καπνοπαραγωγούς στη βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι δεν μπορούν να στηρίζουν πια την επιβίωσή τους στον καπνό.
Τρούφα: ο μαύρος χρυσός
Δεν είναι μόνο το πετρέλαιο μαύρος χρυσός. Παρόμοια χαρακτηρίζεται και η μαύρη τρούφα, ένα είδος υπόγειου μανιταριού που έχει εκπληκτικές αποδόσεις και μικρό κόστος παραγωγής, γι’ αυτό θεωρείται ως η πιο ελπιδοφόρα εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες αγρότες.
Η τρούφα ως προϊόν θεωρείται αντάξιο με το χαβιάρι και η εμπορική της αξία ξεπερνά τα 3.000 ευρώ το κιλό. Εδώ και κάποια χρόνια, το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΕΘΙΑΓΕ) κάνει προσπάθειες για την προώθηση της καλλιέργειας της τρούφας στην Ελλάδα, η οποία αναπτύσσεται ακόμα και σε ξηρές περιοχές ή περιοχές με υψόμετρο, κι έτσι μπορεί να γίνει αφορμή γεωργικής αξιοποίησης περιοχών όπου η ευδοκίμηση άλλων καλλιεργειών είναι αδύνατη.
Οργανωμένες προσπάθειες καλλιέργειας τρούφας συναντάμε μέχρι στιγμής σε Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, Αιτωλοακαρνανία, Πελοπόννησο, Κρήτη και Εύβοια, ενώ κάποιες φυτείες στο νομό Πιερίας, Σερρών και Φλώρινας έχουν ήδη προχωρήσει στην παραγωγή της.
Το κόστος προετοιμασίας και εγκαταστάσεων ανέρχεται σε 1.500 ευρώ το στρέμμα και η πρώτη συγκομιδή γίνεται μετά από κάποια χρόνια. Στην αγορά, οι μαύρες τρούφες πετυχαίνουν υψηλότερες τιμές ως νωπές. Γι’ αυτόν τον λόγο, καλό είναι οι παραγωγοί να συνεργάζονται με εμπόρους, ώστε το προϊόν να φτάνει γρήγορα από το έδαφος στις κουζίνες.
Τριαντάφυλλο, το ευγενές
Το γνωστό μας τριαντάφυλλο είναι ακόμα μια ανθεκτική καλλιέργεια που δεν χρειάζεται μεγάλη περιποίηση και πότισμα και που αποδίδει «χρυσους» καρπούς. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές, με υψόμετρο από 600 έως 800 μέτρα και αποδίδει καλύτερα σε ηλιόλουστα χωράφια με ελαφρά χώματα. Ένα στρέμμα μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι και 500 τριανταφυλλιές που, αν και δίνουν παραγωγή από τον πρώτο χρόνο, ανθίζουν πλήρως μετά από 4 χρόνια.
Το ροδέλαιο που παράγεται από τα τριαντάφυλλα χρησιμοποιείται στην παραγωγή καλλυντικών προϊόντων, αρωμάτων και φαρμάκων, στη ζαχαροπλαστική και στη μαγειρική. Εκτός από περιζήτητο, το ροδέλαιο είναι φυσικά και εξαιρετικά ακριβό, αφού φτάνει περί τα 5.000 ευρώ το κιλό! Κι αυτό γιατί για την παραγωγή ενός κιλού χρειάζονται περίπου 4.000 κιλά τριαντάφυλλα.
Από τα τριαντάφυλλα παράγεται και το φτηνότερο σε τιμή ροδόνερο, το οποίο επίσης διεκδικεί μια καλή θέση στις αγορές, όπως και το γλυκό τριαντάφυλλο. Το τελευταίο θα μπορούσε ίσως να έχει καλή τύχη στις ξένες αγορές, ως παραδοσιακό ελληνικό προϊόν με υψηλή ποιότητα και διατροφική αξία.
Στέβια, n εναλλακτική ζάχαρη
Κανείς δεν γνώριζε τη στέβια στην Ελλάδα, μέχρι που το 2005 το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας άρχισε να τη μελετά αποκαλύπτοντας την αξία και τις δυνατότητες που δίνει η καλλιέργειά της. Αυτό που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο φυτό είναι το γεγονός ότι δίνει «ζάχαρη» κατά 300 φορές περισσότερο γλυκιά απ’ ό,τι η ζάχαρη από τεύτλα, ενώ έχει πολλά ωφέλιμα στοιχεία και σχεδόν καθόλου θερμίδες!
H στέβια θεωρείται παγκοσμίως μια ιδανική επιλογή για υγιεινή διατροφή, κατάλληλη για δίαιτα και ακίνδυνη για τους διαβητικούς, γι’ αυτό γνωρίζει μεγάλη ζήτηση. H καλλιέργειά της μοιάζει μ’ εκείνη του καπνού, αφού και τα δύο φυτά χρειάζονται τις ίδιες εδαφοκλιματικές συνθήκες και παρόμοιες πρακτικές. Ένα στρέμμα μπορεί ν’ αποδώσει έως και 600 κιλά ζάχαρη, της οποίας η τιμή κυμαίνεται από 30 έως 150 ευρώ, αναλόγως της ποιότητας και καθαρότητάς της.
Τα στελέχη και τα υπολείμματα των φύλλων μετά την εξαγωγή της ζάχαρης, μπορούν να αξιοποιηθούν και ως ζωοτροφές.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα προϊόντα της ελληνικής γης είναι κορυφαίας ποιότητας και ανά είδος παρουσιάζουν εξαιρετικά χαρακτηριστικά γεύσης, διατροφικής αξίας, κλπ. Λ.χ. το ελληνικό ελαιόλαδο είναι ασύγκριτα ανώτερο από άλλα μεσογειακό ελαιόλαδα, το ίδιο και το ελληνικό μέλι, ή άλλα προϊόντα. Επιπλέον, οι τοπικές ιδιατερότητες προσδίδουν σε ορισμένα ελληνικά προϊόντα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καθιστούν περιζήτητα ανά τον κόσμο, όπως π.χ. τα ναξιακά προϊόντα.
Οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν στο παρόν άρθρο αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα έξυπνων επιλογών για τον Έλληνα του σήμερα, τουλάχιστον γι’ αυτόν που θέλει να κάνει μια καλή επένδυση στον αγροτικό τομέα με το μικρότερο ρίσκο.
Προφανώς, οι αγροτικές δυνατότητες που προσφέρει η χώρα μας είναι απεριόριστες. Και τώρα που η κρίση μας έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο, η γη μας χαμογελά με νόημα. Ας μην την αγνοήσουμε ξανά.