Απέναντι απ’ το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν και είναι ένα απ’ τα λιόφυτα του Μάνο. Εκεί είχαν στρατόπεδο οι Γερμανοί. Μεσολαβούσε ο δρόμος και στην απέναντι μεριά ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Κάτω από το σπίτι ήταν το λιόφυτο τους.
Ο μπαμπάς μου ήταν τότε 14-15 χρονών. Αλλά ήταν αδύνατος και έμοιαζε 12 χρονών. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στο πηγάδι, που άνοιγαν και ο μπαμπάς μου ήταν τότε 12 χρονών και το πρώτο παιδί απ’ τα τέσσερα που είχαν ο παππούς και η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν τότε 34 χρονών. Η Σμυρνιά γιαγιά. Έτσι ο μπαμπάς μου ένοιωθε ως ο άνδρας της οικογένειας και ο προστάτης τους.
Δεν ξέρω πως, είχε βρει ένα όπλο γερμανικό. Από νεκρό αλεξιπτωτιστή ίσως. Το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. Όμως κάποια στιγμή οι Γερμανοί έκαναν έλεγχο για το όπλο. Ο μπαμπάς μου είχε πάνω του το όπλο και ήταν κάτω στις ελιές. Ένας απ’ τους Γερμανούς μπήκε στο σπίτι τους και έψαξε. Ίσως κάποιος είχε προδώσει τον μπαμπά μου. Η γιαγιά μου δεν ήξερε για το όπλο.
Ο Γερμανός ζήτησε τον πατέρα μου:
-Πίκουλο Γιάννη που είναι;
Η γιαγιά ξέγνοιαστη και ανήξερη έδειξε τον μπαμπά μου που δούλευε στις ελιές τους. Κατέβηκε ο Γερμανός, έψαξε τον πατέρα μου και βρήκε το όπλο. Τον κοίταξε έκπληκτος και του ‘πε:
-Πίκουλο, Γιάννη, τρελό Γιάννη, τώρα τι; Εγώ πρέπει καπούτ εσένα, τώρα. Εσύ, μικρό παιδί, τι θέλεις όπλο;
Ο μπαμπάς μου έτρεμε ολόκληρος, κρύος ιδρώτας τον έλουσε.
-Εγώ, φυλάω μάνα μου. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει πριν τον πόλεμο. Ο αδελφός μου είναι μικρός και οι αδελφές μου είναι μικρές. Εγώ τους φυλάω.
Ο Γερμανός τον κοίταξε με θλίψη. Ύστερα του ‘πε:
-Γιάννη, πέταξε όπλο. Πηγάδι μέσα! Μην το βρουν! Θα σε σκοτώσουν. Εγώ όχι καπούτ, μικρό παιδί. Εγώ πω, δεν βρήκα όπλο. Πέταξε όπλο, μη το βρουν. Σκοτώσουν και μένα και σένα.
Ο μπαμπάς μου του φίλησε τα χέρια. Κατάλαβε πως δεν ήταν σαν τους άλλους. Αυτόν τον Γερμανό – μου ‘χε πει και τ’ όνομά του ο μπαμπάς μου, μα το ξέχασα – εκεί, στο λιόφυτο οι Γερμανοί στην οπισθοχώρηση τον εκτέλεσαν γιατί δεν ήταν Ναζί. Γιατί δεν σκότωσε μικρά παιδιά. γιατί δεν ξεκοίλιασε έγκυες γυναίκες. Τον εκτέλεσαν στην οπισθοχώρηση!
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη